Η μακρόχρονη βιωσιμότητα ενός κρατικού συστήματος στο άναρχο διεθνές

σύστημα συναρτάται με κρίσιμες συγκλίσεις στο επίπεδο της κοινωνίας, ως προς

θεμελιώδεις κοσμοθεωρητικές και βιοθεωρητικές νοηματοδοτήσεις του «τρόπου

ζωής», της «αλήθειας», του κόσμου και της ιστορίας.

Οι περιπέτειες του νεοελληνικού κράτους είναι γνωστές. Παρά τη μεγάλη

πολιτιστική μας κληρονομιά, οι εξωτερικοί μας προσανατολισμοί επηρεάζονται

λιγότερο από γηγενείς «κεντρικές ιδέες» και περισσότερο από αποσπασματικές

αντιγραφές ξένων προτύπων και ιδεών. Μεταφυτεύτηκαν ή αντιγράφηκαν πρόχειρα

για να ικανοποιήσουν ανάγκες εκπλήρωσης των στόχων του νεοελληνικού κράτους.

Πολύ συχνά, κυμάνθηκαν μεταξύ εθνικισμού και διεθνισμού και μεταξύ

ελληνοχριστιανικού ελληνοκεντρισμού και χυδαίου κοσμοπολιτισμού.

Συνολικά, δεν κατορθώσαμε να αναπτύξουμε ιδεολογική αυτοδυναμία που θα στήριζε

την εθνική ανεξαρτησία και που θα λειτουργούσε ως καταλύτης συναίνεσης για τη

θέση, τον ρόλο και τα συμφέροντα της Ελλάδας στην Ευρώπη και τον κόσμο. Αυτό

συνιστά «ανωμαλία»: εκ φύσεως το εγχείρημα άσκησης εσωτερικής αυτοδιάθεσης στο

πλαίσιο ενός βιώσιμου κυρίαρχου – ανεξάρτητου κράτους, απαιτεί ανάδειξη

αυτοδύναμου πολιτιστικού παραδείγματος που θα παράγει διαρκώς συλλογικές

παραδοχές και ιδεολογικά στηρίγματα.

Αναμφίβολα, μεταπολεμικά, η «Ευρώπη» συνιστά ένα σημαντικό παράγοντα της

εξωτερικής μας πολιτικής. Όμως, η ύπαρξη προβλήματος διαπιστώνεται αν θέσουμε

δύο μόνο ερωτήματα: Είναι η «Ευρώπη» μέσον ή σκοπός; Πώς συνδέονται εκτιμήσεις

για το μέλλον της «Ευρώπης» με βραχυχρόνιες και μεσοπρόθεσμες επιλογές; Θα

μπορούσε να προστεθεί πως η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ατλαντική Συμμαχία και

την Ευρωπαϊκή Κοινότητα οφειλόταν, ουσιαστικά, σε τυχαία γεγονότα, εμφύλιες

διαμάχες, κρίσεις και εξωτερικές απειλές που μας εξωθούσαν σε σπασμωδικές

ενέργειες, πρόχειρες διαπραγματεύσεις, εξάρτηση, υποτέλεια και τελικά πολιτική

περιθωριοποίηση.

Ανεξαρτήτως μεσοπρόθεσμου απολογισμού ­ για πολλούς αναμφίβολα θετικού ­ αυτών

των συμμετοχών, μακροχρόνια απαιτείται πολύ μεγαλύτερη κατανόηση των λεπτών

και αντιθετικών σχέσεων που αναπτύσσει η αλληλοδιαπλοκή μέσων και σκοπών της

εθνικής μας στρατηγικής στο πολυσχιδές, πολυτάραχο ­ και εξόχως άναρχο ­

σύγχρονο διεθνές σύστημα. Αυτό επειδή η ουσία στη στρατηγική ενός κράτους δεν

έγκειται στην εκπλήρωση πρόσκαιρων αναρριχήσεων στις παρυφές κάποιων

πιθανότατα εφήμερων «σκληρών πυρήνων», ελπίζοντας έτσι πως θα αποκομίσουμε

κάποια υποθετικά οφέλη. Ουσιαστικότερο είναι η ανάπτυξη και εδραίωση

προϋποθέσεων που παράγουν σταθερότητα πλεονεκτημάτων στο πλαίσιο διαρκών

προσπαθειών διασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας, της ισοτιμίας με τα άλλα

κράτη και της άμυνας κατά εξωτερικών απειλών.

Η στοχαστική βάση μιας τέτοιας προσέγγισης ­ την οποία ουκ ολίγοι

αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη, αν όχι εχθρότητα, επειδή αφελώς πιστεύουν πως

επίκειται περιφερειακή ή παγκόσμια υπερεθνική ολοκλήρωση ­ εξαρτάται από την

κατίσχυση κεντρικών ιδεών που θα προσφέρουν σταθερή συναινετική βάση και

σταθερούς στρατηγικούς προσανατολισμούς. Ασφαλώς, αυτό δεν είναι «τεχνικό

ζήτημα» και, όπως ήδη υπαινίχθηκα, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης ενός

κράτους και εκπλήρωσης του στόχου διαρκούς άσκησης του δικαιώματος εσωτερικής

αυτοδιάθεσης. Συναρτάται, πρωτίστως, με συλλογική φιλοσοφική – ιδεολογική

ωριμότητα, αυτοδύναμες νοηματοδοτήσεις της εθνικής ταυτότητας και ορθές

εκτιμήσεις για τη μορφή, τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του διεθνούς

συστήματος. Σ’ αντίθεση με πολλές συμβατικές εκτιμήσεις που ακούονται ή

γράφονται στην Ελλάδα, η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη,

σταδιακά αλλά σταθερά, εδραιώνουν υψηλή εθνική στρατηγική. Για να αναφέρω ένα

μόνο παράδειγμα, η υψηλή στρατηγική όλων των κυβερνήσεων της Πέμπτης Γαλλικής

Δημοκρατίας εδράζεται στην πολιτική φιλοσοφία διεθνών σχέσεων που εξέφρασε ο

πρώτος της πρόεδρος. Πρωτίστως, στην παραδοχή πως «κυρίαρχη πολιτική δύναμη

του ιστορικού γίγνεσθαι, η οποία επισκιάζει όλες τις άλλες δυνάμεις, είναι η

εθνική πραγματικότητα». Κατά συνέπεια, «η διαρκής ενίσχυση της γαλλικής

εθνικής ανεξαρτησίας» είναι ­ για το σύνολο σχεδόν της πολιτικής ηγεσίας ­ ο

υπέρτατος σκοπός που προσδιορίζει τους στρατηγικούς προσανατολισμούς και

οριοθετεί τις γαλλικές επιλογές σε θέματα όπως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι

συμμαχίες και οι σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο.

Πολλοί υποστηρίζουν πως ο προεκλογικός αγώνας στο γύρισμα του αιώνα είναι

ανιαρός και ανούσιος, επειδή, ακριβώς, ακούστηκαν ελάχιστες ή καθόλου

«κεντρικές ιδέες» για τους στρατηγικούς προσανατολισμούς της χώρας. Όντως,

δυνατό να υπάρχει έλλειμμα «ιδεών» που συνδυάζουν όραμα και ρεαλισμό.

Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, φαίνεται πως η αναζήτηση «κεντρικών ιδεών» αρχίζει

την επομένη των εκλογών.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών

Σπουδών, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο & Έδρα Jean Monnet, Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση