Αν στις τέχνες, τα γράμματα και τις επιστήμες η ελληνική Αριστερά έχει να

επιδείξει αρκετές φυσιογνωμίες που η εμβέλειά τους ξεπερνούσε τα εθνικά

σύνορα, δεν συμβαίνει το ίδιο στον χώρο της πολιτικής. Στο πρόσωπο του Βάρναλη

και του Ρίτσου, το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα είχε και με το παραπάνω τον

Ελυάρ και τον Αραγκόν του. Ο Γληνός ενδέχεται να υπήρξε για λίγο ο Γκράμσι

του. Όμως, ο Ζαχαριάδης δεν υπήρξε ασφαλώς ο Τολιάτι, ούτε καν ο Τορέζ του

ΚΚΕ.

Έτσι, τον χαρακτηριστικό τύπο του Έλληνα αριστερού ενσαρκώνει περισσότερο ο

ανυστερόβουλος – ανώνυμος αγωνιστής, παρά ο εμπνευσμένος ηγέτης. Διότι, με

ελάχιστες εξαιρέσεις, τέτοιοι που να είχαν όραμα, οξυδέρκεια και διάρκεια,

μάλλον δεν υπήρξαν.

Στο γκρίζο, λοιπόν, τοπίο όσων κατά καιρούς ηγήθηκαν του κομμουνιστικού και

του σοσιαλιστικού κινήματος στη χώρα μας, η προσωπικότητα του Ηλία Ηλιού

λάμπει. Όχι τόσο διότι οδήγησε την Αριστερά σε νίκες, όσο γιατί συνέβαλε όσο

ελάχιστοι στη διαμόρφωση της συνείδησής της.

Η συμβατική βιογραφία του Ηλία Ηλιού μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλουθα:

Γεννημένος στη Λήμνο, το 1904, από πατέρα έμπορο και μητέρα δασκάλα, ο Ηλίας

Ηλιού μεγάλωσε σε βενιζελικό περιβάλλον. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα

(1922-1926) και δικηγόρησε στη Μυτιλήνη έως το 1935. Έκτοτε, έζησε στην Αθήνα,

όπου άσκησε ενεργό δικηγορία επί τριάντα και πλέον χρόνια. Παντρεμένος με την

Ελευθερία Καλδή (1930), απέκτησε δύο παιδιά, τον Φίλιππο και τη Μαρία.

Στην πολιτική ο Ηλίας Ηλιού πρωτοαναμείχθηκε ως φοιτητής, το 1923, όταν

εντάχθηκε στη νεολαία του Εργατοαγροτικού Κόμματος του Αλέξανδρου

Παπαναστασίου. Με το κόμμα αυτό πολιτεύθηκε στη Λέσβο, το 1932 και το 1936.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής προσχώρησε στο ΕΑΜ (1942) και πήρε μέρος στην

Εθνική Αντίσταση. Έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1945, μετά τη Sυμφωνία της Βάρκιζας

και από το 1947 έως το 1951 εκτοπίσθηκε διαδοχικά στην Ικαρία, τη Μακρόνησο

και τον Άη Στράτη.

Ενόσω ήταν ακόμη εξόριστος, εξελέγη βουλευτής Λέσβου με την ΕΔΑ, το 1951. Η

εκλογή του, όμως, όπως των άλλων εκτοπισμένων, ακυρώθηκε από το εκλογοδικείο.

Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ από το 1951, επανεξελέγη στη Λέσβο το

1956, το 1958, το 1961 και το 1963. Το 1964 εξελέγη στην Α’ Αθηνών. Ήταν

κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ από το 1956.

Στις 21 Απριλίου 1967 συνελήφθη και κακοποιήθηκε βάναυσα από τα όργανα της

χούντας. Εκτοπίσθηκε στη Γυάρο και παρέμεινε έγκλειστος έως το 1970. Με τη

μεταπολίτευση ανασυγκρότησε την ΕΔΑ και εξελέγη βουλευτής στην Α’ Αθηνών το

1974 με την Ενωμένη Αριστερά και το 1977 με τη Συμμαχία. Το 1981 δεν

πολιτεύθηκε, αλλά παρέμεινε πρόεδρος της ΕΔΑ έως τον θάνατό του, τον Γενάρη

του 1985.

Ο Ηλίας Ηλιού φοιτητής. Σκίτσο δημοσιευμένο στον «Νουμά», το 1922

Τακτικός συνεργάτης του «Νουμά», των «Ελληνικών» και των «Νεοελληνικών

Γραμμάτων» στον Μεσοπόλεμο, μεταφραστής αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στη γνωστή

σειρά του Ζαχαρόπουλου, δημοσίευσε αρκετές νομικές μελέτες και, μετά την

απελευθέρωση, δεκάδες πολιτικά άρθρα και ομιλίες. Οι κυριότερες απ’ αυτές

περιλαμβάνονται στους τόμους «Η αλήθεια για την Κοινή Αγορά» (1962), «Η κρίση

εξουσίας» (1965), «Το Σύνταγμα και η αναθεώρησή του» (1975) και «Πολιτικά

κείμενα 1974-1976» (1977). Στο τέλος του βίου του εξέδωσε το δοκίμιό του «Το

μήνυμα του Θουκυδίδη» (1980) και, σε ξαναδουλεμένη δική του μετάφραση, τη

«Ρητορική» του Αριστοτέλη (1984).

Όπως έχει επισημανθεί, η μεγάλη συνεισφορά του Ηλία Ηλιού στην ιστορία της

ελληνικής Αριστεράς εντοπίζεται στην περίοδο 1951-1967. Ήταν η εποχή της

μεγάλης ΕΔΑ η οποία, με σύνθημα τη συμφιλίωση και τη λαϊκή ενότητα, επιδίωξε

κάτι πολύ σημαντικότερο από την επιβίωση του ελληνικού κομμουνιστικού

κινήματος μετά την ήττα: την κοινοβουλευτική ομαλότητα.

Δείγματα υψηλής πολιτικής γραφής από το βήμα της Βουλής

Στην προσπάθεια αυτή, η συμβολή του Ηλία Ηλιού ήταν καθοριστική: ως νομικός με

σπάνια γενική παιδεία και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ σήκωσε το κύριο

βάρος της μάχης για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, την κατάργηση

των διακρίσεων και των «εκτάκτων» μέτρων και τη συμμετοχή της Αριστεράς ως

ισότιμου εταίρου στην πολιτική ζωή του τόπου. Οι αγορεύσεις του στη Βουλή,

αλλά και ενώπιον των δικαστηρίων ως συνηγόρου των διωκομένων, ήταν μνημειώδεις

ως πρότυπο μαχητικού λόγου εφαρμοσμένου Συνταγματικού Δικαίου. Η εκλεκτική

πνευματική του συγγένεια με τον Αλέξανδρο Σβώλο και τον Φαίδωνα Βεγλερή ­ τους

δύο σημαντικότερους δημοσιολόγους μας της μετεμφυλιακής εποχής ­ έχει τις

ρίζες της στον κοινό αυτόν αγώνα, για να εξασφαλισθούν οι στοιχειώδεις

προϋποθέσεις του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.

Ως κορυφαία στιγμή του Ηλία Ηλιού στον ευγενή όσο και δίκαιο αυτόν αγώνα

αναφέρεται, συνήθως, η προφητική καταγγελία του από το βήμα της Βουλής της

«χούντας των στρατοκρατών» και, συγκεκριμένα, του «αντισυνταγματάρχου

Παπαδόπουλου, του υπ’ αριθμ. 817760 πραξικοπημαία του σχεδίου «Περικλής»»,

στις 23 Ιουνίου 1965, δηλαδή πριν από τα «Ιουλιανά» και σχεδόν δύο χρόνια

προτού επιβληθεί η δικτατορία. Μετά την «αποκάλυψη» του ΑΣΠΙΔΑ και της δήθεν

δολιοφθοράς του Έβρου, η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου είχε ζητήσει τότε ψήφο

εμπιστοσύνης, καθώς το ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο» επλανάτο

βασανιστικά σε όλη την Επικράτεια. Το σχετικό απόσπασμα από την αγόρευση του

Ηλιού έχει μείνει κλασικό και αξίζει να παρατεθεί αυτούσιο:

Μιλώντας το 1963 σε προεκλογική συγκέντρωση της ΕΔΑ. Στο μπαλκόνι, μαζί του,

ο Στ. Ηλιόπουλος, η Ελ. Μπενά και πολλοί άλλοι

«[…] Πώς περί οιουδήποτε κ. Παπαδοπούλου υπάρχει το τεκμήριον της αληθείας,

και εις βάρος δεκάδων ελευθέρων πολιτών το τεκμήριον της ενοχής, ώστε αρκεί να

συντάξη ένα χαρτί ο κ. Παπαδόπουλος, διά να συλληφθούν νύκτωρ από τα σπίτια

των εις τα τέσσερα άκρα της Ελλάδος 10 πολίται, να τεθούν εις απομόνωσιν, να

κινδυνεύσουν να υποστούν τα γνωστά και συνηθισμένα […] βασανιστήρια, διά να

ελεγχθεί ύστερα ότι όλα αυτά ήσαν πομφόλυξ; Και αν αύριον ένα νέον πόρισμα

κατονομάση όχι 10, αλλά 500, 1.000, 10.000 πολίτας, είναι δυνατόν […] να

ξαναεγκαθιδρυθή το βασίλειον του φόβου εις αυτόν τον τόπον, επί τη βάσει

οιασδήποτε αυθαιρέτου και κακοβούλου ενεργείας οιουδήποτε κ. Παπαδοπούλου;».

Μία δεύτερη στιγμή από την πολιτική δράση του Ηλία Ηλιού, που θα ήθελα να

θυμίσω, είναι εξίσου ενδιαφέρουσα, αν και σήμερα μάλλον λησμονημένη. Αφορά τη

στάση του απέναντι στην απόπειρα της απριλιανής δικτατορίας να

«φιλελευθεροποιηθεί», το φθινόπωρο του 1973, με τον διορισμό της κυβέρνησης

Μαρκεζίνη. Αφού κατάργησε τη μοναρχία, η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε

τότε εξαγγείλει την πρόθεσή της να προχωρήσει στην εφαρμογή του αλλοπρόσαλλου

Συντάγματος που είχε καταρτίσει, με τη διεξαγωγή εκλογών έως το τέλος του

1974. Ο Παπαδόπουλος, εντούτοις, θα παρέμενε πρόεδρος της Δημοκρατίας

τουλάχιστον έως το 1981.

Παρά την απελευθέρωση του μεγάλου όγκου των πολιτικών κρατουμένων και την

απόλυση των φοιτητών που είχαν επιστρατευθεί μετά τα γεγονότα της Νομικής,

σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος αντιμετώπιζε το «άνοιγμα» της δικτατορίας εντελώς

αρνητικά και προανάγγελλε αποχή. Από τον Καναδά, ο Ανδρέας Παπανδρέου

καταδίκαζε τη «φενάκη της φιλελευθεροποίησης» και αποκαλούσε «κουίσλιγκ» και

«δωσιλόγους» «τους πολιτικούς εκείνους οι οποίοι προτίθενται να κατέλθουν εις

τας εκλογάς».

Μακρόνησος 1949. Όρθιοι από αριστερά διακρίνονται οι Γ. Ρίτσος, Ν.

Παπαπερικλής, Δ. Φωτιάδης, Ηλ. Ηλιού, Γ. Ιμβριώτης και άλλοι

Εκείνην ακριβώς τη στιγμή, με δηλώσεις του που δημοσιεύθηκαν στα «Πολιτικά

Θέματα» και το «Βήμα», ο Ηλίας Ηλιού δεν απέκλειε την συμμετοχή στις εκλογές

που θα διεξήγαγε η δικτατορία, αν προηγουμένως εξασφαλίζονταν οι αναγκαίοι

όροι: ολοκλήρωση της αμνηστίας, αναγνώριση όλων των πολιτικών κομμάτων χωρίς

εξαίρεση, αναστολή της λειτουργίας του νεοδιορισμένου τότε χουντικού

Συνταγματικού Δικαστηρίου και αμερόλητπη ραδιοφωνία και τηλεόραση.

«Θεωρώ», τόνιζε, «ότι η αποχή ή συμμετοχή είναι δύο διαφορετικές μορφές

τακτικής, ενώ ο στρατηγικός στόχος παραμένει ένας: η αποκατάσταση της λαϊκής

κυριαρχίας […]. Όταν οι επαρκείς εγγυήσεις και προϋποθέσεις εξασφαλισθούν,

τότε ν’ αποφασισθή ποια θα επιλεγή. Αποχή ή συμμετοχή». Πολύ περισσότερο που

«το σύνθημα της αποχής δεν εξηγεί ποιο θα ‘ναι το επόμενο βήμα. Τι προτείνουν

για την επομένη των εκλογών. Αφού, όμως, η βία αποκλείεται, είναι φανερό ότι ο

Λαός θα πρέπει να αξιοποιήση κάθε νομική δυνατότητα που του παρέχουν αυτοί οι

ίδιοι οι ανελεύθεροι θεσμοί, να διεισδύσει από κάθε ρωγμή που παρουσιάζει το

οικοδόμημα της απολυταρχίας και να διευρύνη τη ρωγμή αυτή».

Τα πράγματα δεν ωρίμασαν ακόμη, για μια νηφάλια αποτίμηση της παρεξηγημένης

αυτής θέσης. Η συνέχεια είναι, πάντως, γνωστή. Την εξέγερση του Πολυτεχνείου,

λίγες ημέρες αργότερα, ακολούθησε η ανατροπή του Παπαδόπουλου και η επιβολή

μιας ακόμη στυγνότερης δικτατορίας, της Ιωαννιδικής, που ξανάνοιξε τη Γυάρο

και κατάφερε να κατασιγάσει κάθε αντίδραση. Για να έρθει, τον Ιούλιο του 1974,

η κατάρρευση της δικτατορίας, όχι βεβαίως ως αποτέλεσμα της «καθολικής»

αντίστασης του ελληνικού λαού, αλλά μόνον μετά την τραγωδία της Κύπρου και με

επαπειλούμενο έναν νέο ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Με τους Φρανσουά Μιτεράν (1977) και Λεωνίδα Κύρκο (1965)

Σκέψη αναλυτική, βασισμένη σε μελέτη και καλή γνώση των «φακέλων»,

δημιουργικές συνθέσεις, σαφή «διά ταύτα» με ταυτόχρονη αναζήτηση αποχρώσεων,

να μερικά από τα χαρακτηριστικά τού πολιτεύεσθαι του Ηλία Ηλιού, που τον

ξεχώριζαν από τους άλλους ηγέτες της Αριστεράς της εποχής του. Σε αυτά ­ και

όχι αναγκαστικά στις επιμέρους θέσεις που κατά καιρούς υποστήριξε ­ βρίσκεται

και η αιτία της μόνιμης αντιπαράθεσής του με την εκτός Ελλάδος ηγεσία του

παράνομου τότε ΚΚΕ ­ με το «ιερατείο», όπως το αποκαλούσε ο Γιάννης Πασαλίδης

­ καθώς και η σύγκλισή του ευθύς εξ αρχής με το ανανεωτικό εγχείρημα του

«Γραφείου Εσωτερικού». Πρόκειται για ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της

ελληνικής Αριστεράς, πολλές πτυχές του οποίου παραμένουν ακόμη σκοτεινές.

Ως χαρακτηριστικό, πάντως, δείγμα υψηλής πολιτικής γραφής του Ηλία Ηλιού αυτής

της περιόδου θεωρώ την εισήγησή του στη Α’ Εβδομάδα Σύγχρονης Σκέψης, που

διοργάνωσε το «Θεμέλιο» στην Αθήνα, τον Μάιο του 1965. Με τίτλο «Οικονομική

υποδομή και προσδιορισμός πολιτικών στόχων» και με συνεχείς αναφορές στα

δεδομένα της Ελλάδας της δεκαετίας του 1960 που άλλαζε, ο Ηλιού έθετε ως όρο

για τη χάραξη της πολιτικής την «ακριβή γνώση της οικονομικής και κοινωνικής

υποδομής» και, κυρίως, την επισήμανση των μεταβολών και των ροπών της.

Επρόκειτο για μια καταλυτική κριτική του «ξύλινου» λόγου και της άκαμπτης

εφαρμογής απρόσωπων θεωρητικών προτύπων στην πολιτική πράξη. Μια κριτική η

οποία περιείχε εν σπέρματι μερικές από τις σημαντικότερες αλλαγές πλεύσης του

Ηλιού τα χρόνια που ακολούθησαν, όπως ήταν, για παράδειγμα, η υποστήριξη της

ΕΟΚ, την οποία η προδικτατορική ΕΔΑ καταδίκαζε.

Για τον Ηλία Ηλιού ως νομικό πολλά θα μπορούσαν να γραφούν. Πέρα από τη

ενασχόλησή του με το Σύνταγμα η οποία, από το 1946, υπήρξε συνεχής, μερικές

«τεχνικές» μελέτες του, όπως η κατ’ άρθρον ερμηνεία του α.ν. 2371/1940 «περί

αναθεωρήσεως τιμών εργολαβιών δημοσίων κ.λπ. έργων» (1940), φανερώνουν

ενημέρωση, άνετη πρόσβαση στη νομολογία ­ ελληνική αλλά και ξένη ­ και,

προπαντός, κριτικό πνεύμα που θέλει να φανεί χρήσιμο στον νομικό της πράξης.

Όμως, αποκαλυπτικότερη για τις μεθοδολογικές προτιμήσεις του Ηλιού είναι η

πυκνή εισαγωγή του στη μετάφραση μιας σημαντικής μελέτης του Charles

Eisenmann, μαθητή του Hans Kelsen και πρύτανη των Γάλλων θετικιστών του

δικαίου («Δημόσιον και Ιδιωτικόν Δίκαιον. Αι αληθείς βάσεις της διακρίσεώς

των», 1953). Με τη μελέτη του αυτή, ο διάσημος Γάλλος δημοσιολόγος στηλίτευε

όσους θεωρούσαν ότι με τη «δημοσιοποίηση» του Ιδιωτικού Δικαίου απειλείται η

ατομική ελευθερία. Διότι, όπως έγραφε ο Ηλιού, η στάση τους αυτή είχε

Εξόριστος στον Άη Στράτη με συντρόφους του (1950)

«ένα υλικώτατον υπόστρωμα: την μονόπλευρον και μεροληπτικήν τοποθέτησιν των

υποστηρικτών των θεωριών αυτών εις το πλευρόν των παλαιών δικαιούχων, του

συζύγου, του πατρός, του εργοδότου, των οποίων και μόνον νομικώς ρυθμίζεται

και επομένως περιορίζεται η άλλοτε ασύδοτος ελευθερία δράσεως». Δεν πρόκειται,

συνεπώς, για δημοσιοποίηση του Ιδιωτικού Δικαίου, αλλά «απλώς περί νέου

Ιδιωτικού Δικαίου, αντικαθιστώντος το προϊσχύον. Η ταύτισις», κατέληγε, «της

εννοίας του «Ιδιωτικού Δικαίου» με το δίκαιον του Ναπολεοντείου Κώδικος είναι

επιστημονικώς εσφαλμένη και δεν αποτελεί παρά εκτίμησιν πολιτικής φύσεως, την

οποίαν φυσικόν είναι άλλοι να συμμερίζωνται και άλλοι ν’ αποκρούουν».

Για τον Ηλιού, ως αισθητικό της τέχνης και άνθρωπο των γραμμάτων, θα μπορούσε

να γραφεί ειδικό άρθρο. Πρόκειται για μιαν άγνωστη πτυχή της προσωπικότητάς

του, για ένα «απωθημένο» στο οποίο η παιγνιώδης διάθεσή του εύρισκε γόνιμο

έδαφος να εκδηλωθεί. Η μελέτη του με τίτλο «Κουτιών εγκώμιο», που δημοσίευσε

σε τέσσερις συνέχειες στα «Νεοελληνικά Γράμματα» το 1937, ήταν μια

πρωτοποριακή υπεράσπιση της πολυκατοικίας και της μοντέρνας αρχιτεκτονικής

και, ταυτόχρονα, μια απολαυστική κατακεραύνωση των οπαδών του παρωχημένου

κλασικισμού. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο που, δεκαεννιάχρονο ακόμη, το 1922, ο Δ.

Ταγκόπουλος τον είχε συμπεριλάβει στη στενή συντροφιά του «Νουμά».

Το 1985, λίγο μετά τον θάνατο του Ηλία Ηλιού, ένας από τους οξυδερκέστερους

σχολιαστές της μεταπολεμικής μας Ιστορίας, ο Γ. Κατηφόρης, υποστήριζε ότι αν,

«ύστερα από δεκαετίες πνευματικής αγκύλωσης που (της είχε δημιουργήσει) το

άκριτο «κατέβασμα της γραμμής»», η ΕΔΑ είχε προχωρήσει «πείθοντας,

συμπράττοντας φυσικά με αγώνες, χωρίς απομόνωση και […] χωρίς βία, σε

σοσιαλιστικές αλλαγές μέσα στην ελληνική κοινωνία», ο Ηλιού «είχε την

ικανότητα και κάθε δικαίωμα να αναδειχθεί σε έναν Έλληνα Μπερλινγκουέρ».

Ωστόσο, πρόσθετε, «υπάρχουν εποχές που δεν βρίσκουν τους ανθρώπους τους και

άνθρωποι που δεν βρίσκουν την εποχή τους».

Δεκαπέντε χρόνια μετά, με την εκ βάθρων ανατροπή των δεδομένων μέσα στα οποία

ο Ηλίας Ηλιού στοχάστηκε και έδρασε, νομίζω ότι το αινιγματικό αυτό απόφθεγμα

επιβεβαιώθηκε μόνον εν μέρει. Ο Μπερλινγκουέρ υπήρξε, επειδή είχαν προϋπάρξει

ο Γκράμσι και ο Τολιάτι, επειδή στην Ιταλία δεν έγινε εμφύλιος πόλεμος.

Αντίθετα, τον Ηλιού καθόρισε ο ελληνικός εμφύλιος. Ήταν, συνεπώς, μοιραίο την

αποκατάσταση των ηττημένων, μετά το 1974, να την καρπωθούν πρωτίστως άλλοι.

Είναι και αυτό ένα από τα «παγερά» διδάγματα της Ιστορίας το οποίο, εντούτοις,

δεν μειώνει στο ελάχιστο ούτε τη συμβολή ούτε την ηθική ακτινοβολία όσων με

μυαλό και αίμα έδωσαν με συνέπεια τον αγώνα τον καλό.

*Ο Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών