Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ως πρωθυπουργό ή ως πολίτη, ως ηγέτη κόμματος, ως νικητή ή ηττημένο σε

εκλογές, τον Νικόλαο Πλαστήρα τον παρακολουθούσε επί τριάντα χρόνια, από το

1922 έως το τέλος της ζωής του, η προσφώνηση του Αρχηγού. Ο τίτλος τού είχε

αναγνωριστεί λίγο μετά την επικράτηση της Επανάστασης του 1922. Η τυπική

αναγνώριση του αρχηγικού αξιώματος εξέπνευσε τον Γενάρη του 1924. Αλλά ο

Πλαστήρας παρέμεινε Αρχηγός στη συνείδηση και στην κρίση όλων όσων βρέθηκαν

στην ίδια με εκείνον παράταξη, ακόμα και εκείνων που αργότερα δεν συμφώνησαν

με πρωτοβουλίες του ή και άλλων, που δεν τον ακολούθησαν όταν πέρασε στην

ενεργό πολιτική.

Τον παρακολουθούσε και η προσωνυμία του Μαύρου Καβαλάρη. Αυτή, του την είχαν

δώσει οι στρατιώτες στον πόλεμο του 1912. Ανθυπολοχαγός ακόμα, τους

εντυπωσίαζε με τις θαρραλέες επιθετικές και αποτελεσματικές κινήσεις του. Το

«μαύρος», γράφει ο πατέρας μου στη βιογραφία του, ήταν η εντύπωση από τα

κατάμαυρα μουστάκια και φρύδια κι από τα κατάμαυρα μεγάλα μάτια. Το

«καβαλάρης», από την επιβλητική παρουσία του σ’ εκείνες τις μάχες πάνω σε άλογο.

Καλούμαστε λοιπόν να γράψουμε για την προσωπικότητα του Πλαστήρα, τον οποίο οι

συμμαχητές του των προηγούμενων γενιών μάς τον είχαν ήδη επιβάλει ως θρύλο.

Εμείς τον γνωρίσαμε ως πρωθυπουργό και τον ακολουθήσαμε ύστερα ως πολιτικό με

ανεπιφύλακτη αποδοχή, αλλά και με νεανική αδιαλλαξία. Αδιαλλαξία, που σε

κάποιες φάσεις ύστερα, τροφοδότησε στάση κριτική.

Ι Τελειώνοντας το σχολείο, ο Πλαστήρας επέλεξε τη στρατιωτική

σταδιοδρομία. Ξεκίνησε ως δεκανέας. Η συμμετοχή τού Πλαστήρα στις ευρύτερες

εξελίξεις αρχίζει από το 1908 όταν ακόμα ήταν υπαξιωματικός. Οι σχολές

παραγωγής αξιωματικών Στρατού Ξηράς ήταν τότε δύο: η γνωστή μας Σχολή

Ευελπίδων και η Σχολή Υπαξιωματικών. Όσοι υπαξιωματικοί περνούσαν από αυτή τη

Σχολή, σταδιοδρομούσαν ως αξιωματικοί. Ο Πλαστήρας, επηρεασμένος από τη

ρουσφετολογική πρακτική με την οποία επίλεγονταν υπαξιωματικοί για την

αντίστοιχη Σχολή, οργανώνει το 1908 τους συναδέλφους του του Συντάγματος στο

οποίο υπηρετούσε με στόχο την αξιοκρατική εξυγίανση του Στρατού. Επεκτείνει

αυτό τον Σύνδεσμο και σε άλλα Συντάγματα, συνδέει αυτή την κίνηση με

αξιωματικούς του Στρατιωτικού Συνδέσμου έτσι και με εκείνη τη στρατιωτική

πρωτοβουλία που ο λαός τότε και η Ιστορία κατόπιν, την καθιέρωσαν ως την

Επανάσταση του 1909.

Αυτές οι δραστηριότητες του λοχία Πλαστήρα προοιωνίζονται όλες τις επόμενες

συμμετοχές του και πρωτοβουλίες σε στρατιωτικές παρεμβάσεις με πολιτικά αποτελέσματα.

ΙΙ Ο στρατιωτικός Πλαστήρας, ο σε ενεργό στρατιωτική υπηρεσία

Πλαστήρας, συνδέεται με δύο επαναστάσεις και ένα κίνημα. Ως υπαξιωματικός, με

την Επανάσταση του 1909. Ως αξιωματικός, με το Κίνημα της Θεσσαλονίκης του

1916 και με την Επανάσταση του 1922.

Το Κίνημα της Θεσσαλονίκης του 1916, κατά τη διάρκεια δηλαδή του Α’ Παγκοσμίου

Πολέμου, και ο σχηματισμός ενός δεύτερου ελληνικού κράτους το οποίο

περιελάμβανε τη Βόρεια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, έχει

δικαιωθεί ιστορικά. Ηγέτης του ο Ελευθέριος Βενιζέλος, νικητής, αμέσως πριν,

δύο επάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων και από κοντά ο ναύαρχος Παύλος

Κουντουριώτης και ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής. Με αυτό το δεύτερο ελληνικό

κράτος ξεκίνησε η συμπαράταξη της Ελλάδας με τους νικητές εκείνου του πολέμου.

Ο Πλαστήρας προσχώρησε σε αυτό το Κίνημα ως ταγματάρχης και διακρίθηκε στην

ιστορική μάχη του Σκρα κατά των Βουλγάρων, συμμάχων της καϊζερικής Γερμανίας.

Με αυτή τη μάχη απλώθηκε ακόμα περισσότερο η φήμη του ως του γενναίου και

τολμηρού αξιωματικού.

Την Επανάσταση τέλος του 1922, που την προκάλεσε η Μικρασιατική τραγωδία, τη

στήριξαν ευρύτατα τμήματα του λαού. Καίρια σημασία έχει όμως ότι ο Πλαστήρας,

πανίσχυρος ηγέτης της Επανάστασης του 1922, δεν απέβλεψε στην εξουσία. Τον

Σεπτέμβριο του 1922 εισερχόταν έφιππος και πανίσχυρος στην Αθήνα. Μετά 15

μόλις μήνες έκανε εκλογές και την 2α Ιανουαρίου του 1924 παρέδιδε την εξουσία

στην Εθνοσυνέλευση, δηλαδή σε πολιτικούς. Το ίδιο βράδυ, ως συνταγματάρχης ο

Πλαστήρας παρουσιάστηκε στον υπουργό Στρατιωτικων Κ. Μανέτα και, με την

καθιερωμένη στρατιωτική διατύπωση, του είπε: «Συνταγματάρχης Πλαστήρας.

Λαμβάνω την τιμήν να υποβάλω την παραίτησή μου εκ της τάξεως του Στρατού».

Έτσι, ετερμάτισε ο ίδιος τη στρατιωτική σταδιοδρομία του.

Στη Μυτιλήνη με τον «Γέρο»

Με αυτή την κορυφαία επιβεβαίωση ανθρώπινης εντιμότητας και πολιτικής

συνέπειας, επιβλήθηκε οριστικά στη συνείδηση συγχρόνων και νεωτέρων του. Στα

δύο κύρια χαρακτηριστικά, του γενναίου και αποφασιστικού, προστέθηκε οριστικά

και ένα τρίτο, του τίμιου Πλαστήρα.

ΙΙΙ Προσωποποίηση της Επανάστασης του 1922, ενσάρκωσή της, ήταν από

τις πρώτες στιγμές της ο Πλαστήρας. Αυτή η Επανάσταση είναι πιο πολύ γνωστή

γιατί επέβαλε την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου και τιμώρησε, με την πιο

ακραία αυστηρότητα, εκείνους που κρίθηκαν από Στρατοδικείο ως οι κυρίως

υπεύθυνοι της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Η Επανάσταση του 1922, όμως, επετέλεσε έργο σημαντικό.

Το πρώτο κρίσιμο πρόβλημα μπροστά της ήταν η αντιμετώπιση της νικήτριας στη

Μικρά Ασία κεμαλικής Τουρκίας. Πράξη πρώτη της Επαναστατικής Επιτροπής από το

θωρηκτό «Λήμνος» στα νερά του Φαλήρου ήταν, πριν ακόμα αποβιβασθεί στην Αθήνα,

η ανάθεση στον Ελευθέριο Βενιζέλο της «διεξαγωγής του Εθνικού ζητήματος εν τω

εξωτερικώ…», δηλαδή ο χειρισμός του σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Ο

Βενιζέλος χειρίστηκε τα πολλαπλά ζητήματα που προέκυψαν από την ήττα στη Μικρά

Ασία σε Διάσκεψη που συγκλήθηκε στη Λωζάννη από τις νικήτριες ευρωπαϊκές

δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατάληξή της η ομώνυμη Συνθήκη.

Για να εκτιμηθεί ακριβοδίκαια η συμβολή της Επανάστασης στη διπλωματική

αντιμετώπιση των προβλημάτων που γέννησε η Μικρασιατική τραγωδία του 1922, ο

ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά και του Πλαστήρα, απαιτείται να ληφθούν

υπόψη «συμμαχικές» ενέργειες τις ημέρες της κατάρρευσης, πριν δηλαδή την

έκρηξη της Επανάστασης. Μ. Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία, με κοινή διακοίνωσή

τους, τυπικά απευθυνόμενη στην Άγκυρα, ουσιαστικά και στην Ελλάδα, αποδέχονταν

απερίφραστα την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης, μαζί με την Αδριανούπολη, στην

Τουρκία. Οι δυτικές δυνάμεις ξεκινούσαν έτσι την εξασφάλιση στην Τουρκία ενός

προγεφυρώματος στην Ευρώπη. Της προσέφεραν, σε γεωπολιτικό επίπεδο, διάσταση

ευρωπαϊκή. Με αυτό το δεδομένο, ακολούθησε το τελευταίο δεκαήμερο του

Σεπτέμβρη στα Μουδανιά η Διάσκεψη για τους όρους ανακωχής. Επήγε εκεί ο ίδιος

ο Πλαστήρας, αντιστάθηκε στη ληφθείσα από τους συμμάχους απόφαση για την

εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό Στρατό. Δεν την αποδέχτηκε.

Στηριζόταν στις στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν κιόλας συγκροτηθεί στον Έβρο,

βέβαιος για τη νικηφόρα έκβαση σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης με την κεμαλική

Τουρκία. Όμως, οι Δυνάμεις είχαν παράσχει ουσιαστικά στην Τουρκία τις

εγγυήσεις τους και οι ίδιες ήταν στρατιωτικά παρούσες στην περιοχή. Εκτιμώντας

όλα αυτά ο Βενιζέλος, συνιστούσε την αποδοχή του Πρωτοκόλλου που είχαν

υπογράψει οι Δυνάμεις στα Μουδανιά από την 28η Σεπτεμβρίου του 1922,

δεκατέσσερις μόλις ημέρες μετά την έκρηξη της Επανάστασης και με το οποίο

επαναλάμβαναν το περιεχόμενο της Διακοίνωσης που προαναφέρθηκε.

Η Διάσκεψη της Λωζάννης λοιπόν ακολούθησε. Κράτησε με διακοπές, επτά μήνες. Η

Συνθήκη υπογράφτηκε την 29η Ιουνίου του 1923. Με αυτήν, η Ελλάδα εξασφάλιζε,

ανάμεσα σε άλλα, την οριστική αναγνώριση από την Τουρκία της ελληνικής

κυριαρχίας επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου και την αναγνώριση ότι οι

Ίμβρος και Τένεδος θα παρέμεναν μεν υπό την τουρκική κυριαρχία, αλλά θα

απολάμβαναν ειδικής διοικητικής οργάνωσης, με αστυνομία στρατολογούμενη από

τον αυτόχθονα πληθυσμό, ελληνικό τότε στη μεγάλη πλειοψηφία του.

1922. Με τους επιτελείς του

Η Συνθήκη της Λωζάννης, ένα από τα ισχυρά νομικοπολιτικά θεμέλια των εθνικών

μας θέσεων σήμερα, είναι αποτέλεσμα των χειρισμών του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Δεν θα το είχε κατορθώσει, όμως, εάν δεν του είχε μεταδώσει προσωπικά ο

Πλαστήρας τη στερεά αίσθηση ότι εκπροσωπούσε στη Λωζάννη κράτος με

ανασυνταγμένο τον στρατό του και με κυβερνήτες που είχαν τη στήριξη της

μεγάλης πλειοψηφίας του λαού.

Εβδομάδες μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, τέλη Αυγούστου του

1923, η Επανάσταση αντιμετώπιζε και άλλη απειλή κατά της Ελλάδας, αυτήν τη

φορά από τα δυτικά θαλάσσια σύνορά της. Η Ιταλία, που μόλις είχε ξεκινήσει να

την κυβερνά ο Μουσολίνι, με πρόσχημα τον φόνο ενός Ιταλού αξιωματικού στα

ελληνοαλβανικά σύνορα, κατέλαβε την ανοχύρωτη και ανυπεράσπιστη Κέρκυρα. Η

κατάληψη εκείνη κράτησε 27 ημέρες.

IV Η επόμενη περίσπαση που απείλησε την Επανάσταση προήλθε από το

εσωτερικό. Δύο ακριβώς ημέρες ύστερα από κατηγορηματική δήλωση του Πλαστήρα

ότι η Επανάσταση είχε περατώσει το έργο της, ότι θα προέβαινε σε διεξαγωγή

εκλογών και θα παρέδιδε την εξουσία στους πολιτικούς, βασιλόφρονες αξιωματικοί

επιχείρησαν να την ανατρέψουν.

Ο Πλαστήρας αντέδρασε με εύστοχες στρατιωτικές και πολιτικές κινήσεις.

Απέρριψε εισηγήσεις για διαπραγμάτευση, όπως και την πρόταση να ανατιναχθεί ο

Ισθμός της Κορίνθου για να μην προελάσουν προς Αθήνα οι δυνάμεις των

στασιαστών από την Πελοπόννησο. Οι στασιαστές παραδόθηκαν. Στο μεταξύ οι

λαϊκές κινητοποιήσεις επιβεβαίωναν ότι Επανάσταση και Πλαστήρας εξακολουθούσαν

να έχουν ευρεία λαϊκή στήριξη.

V Η Επανάσταση εκείνη, στους λίγους μήνες της παραμονής της,

πραγμάτωσε και στο εσωτερικό έργο ανορθωτικό και δημιουργικό μέσα από τραγικά

δυσχερείς συνθήκες, εσωτερικές και εξωτερικές, με 1.200.000 πρόσφυγες, με

παρατεινόμενη τη Διάσκεψη της Λωζάννης, με την κατάληψη της Κέρκυρας ύστερα,

με εσωτερικές αντιδράσεις.

Αυτή η Επανάσταση έβγαλε την Ελλάδα από την αναχρονιστική ιδιαιτερότητα του

παλαιού ημερολογίου και επέβαλε το σημερινό ημερολόγιο, έτσι ώστε η χώρα μας

να συγχρονισθεί με τον υπόλοιπο κόσμο.

Αυτή έθεσε τα θεσμικά θεμέλια της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος

και του Νέου Καταστατικού Χάρτη της.

Αυτή αποκατέστησε ακτήμονες αγρότες.

Μιλώντας στην Πάτρα

VI Η οφειλόμενη αναγνώριση της προσωπικότητας και της εθνικής προσφοράς

τού Νικολάου Πλαστήρα δεν επιτρέπεται να οδηγήσει σε παρασιωπήσεις.

Από το 1924 και έπειτα, η Ελλάδα μπήκε σ’ έναν κύκλο ανώμαλης πολιτικής ζωής,

με εξαίρεση την τετραετία 1928-1932. Δικτατορία Παγκάλου, κινήματα, απόπειρα

δολοφονίας του Βενιζέλου με συμμετοχή ανωτάτου αξιωματικού της Αστυνομίας,

αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα το 1935.

Ο Πλαστήρας δεν απέφυγε συμμετοχές του σε εκείνο τον κύκλο της ανωμαλίας.

Πολίτης πια, είχε την πρωτοβουλία ενός στρατιωτικού κινήματος, της 6ης Μαρτίου

του 1933, την επομένη μόλις εκλογών που είχαν αναδείξει νικήτρια την

αντιβενιζελική παράταξη. Είχε και ανάμειξη στην προετοιμασία ενός άλλου, το 1935.

Τα στρατιωτικά κινήματα, η νοσηρή χρησιμοποίηση του Στρατού από ορισμένους

πολιτικούς, ήταν κατά τον Μεσοπόλεμο ενδημική. Και οι δύο παρατάξεις,

βενιζελική και αντιβενιζελική, άλλοτε υποκινούσαν στρατιωτικές παρεμβάσεις,

άλλοτε τις ενθάρρυναν, άλλοτε τις ανέχονταν.

Η εξήγηση των αναμείξεων του Πλαστήρα σε στρατιωτικά κινήματα πρέπει,

νομίζουμε, ν’ αναζητηθεί κυρίως στον χαρακτήρα του. Φύση ανήσυχη, με αρχικό

δείγμα της τις πρωτοβουλίες του από τον βαθμό του λοχία, με ψυχική ετοιμότητα

να παίρνει αποφάσεις, αισθανόταν σαν αποστολή του να παρεμβαίνει όσες φορές

έκρινε ότι κινδύνευε το πολίτευμα της προεδρευομένης Δημοκρατίας. Ο Πλαστήρας

δεν μπορούσε ίσως να αντιληφθεί αυτά που οι μετέπειτα εξελίξεις επιτρέπουν σε

μας να κατανοήσουμε. Δεν μπορούσε κυρίως να διαβλέψει ότι ο γιος των

γερμανόφιλων Κωνσταντίνου και Σοφίας, ο σπουδασμένος στη Γερμανική Στρατιωτική

Ακαδημία, ο Γεώργιος Β’, θα εξελισσόταν ως το πιο έμπιστο πρόσωπο για την

εδραίωση της βρετανικής επιρροής στην Ελλάδα, ότι δηλαδή η βρετανική πολιτική

απέβλεπε στην παλινόρθωση της βασιλείας.

Όμως, το ένστικτό του λειτούργησε σωστά. Οι κίνδυνοι τους οποίους διέβλεψε

επιβεβαιώθηκαν. Στρατιωτικό πραξικόπημα κατέλυσε την αβασίλευτη δημοκρατία και

επανέφερε τη βασιλεία, με τελική κατάληξη τη φασιστική εσωτερικά και

αγγλόστροφη εξωτερικά δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Δεν διέβλεψε όμως ο

Πλαστήρας ότι τα κινήματα, και του 1933 και του 1935, διευκόλυναν και

πρόσφεραν έδαφος στα σχέδια για την επαναφορά του βασιλιά.

Μπορεί να ασκηθεί στον Πλαστήρα κριτική για το κίνημα του 1933 ή και του 1935.

Δύσκολα όμως μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο Πλαστήρας δεν απέβλεπε να καταλάβει

την αρχή για τον εαυτό του ή για να εγκαθιδρύσει καθεστώς. Άλλοι, αντίθετα,

χρησιμοποίησαν τον Στρατό για να γίνουν δικτάτορες ή για να επιβάλλουν

πολιτειακές και καθεστωτικές μεταβολές. Πάγκαλος, Κονδύλης, Γεώργιος Β’, Μεταξάς.

Ιούνιος 1950. Το Υπουργικό Συμβούλιο

Γι’ αυτό ακριβώς, παρά την πολεμική που του ασκήθηκε, παρά τη δίωξη και την

ερήμην καταδίκη του σε θάνατο το 1935, διατήρησε το κύρος του και την επιρροή

του. Οι εξελίξεις απέδειξαν ότι παρέμενε μια πολύτιμη εθνική εφεδρεία.

VII Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1944, μέσα από τις αγωνιώδεις προσπάθειες

να εξευρεθεί πολιτική διέξοδος στη σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ, ανέκυψε και έγινε

ευρύτατα αποδεκτή η «λύση Πλαστήρα». Τρία χρόνια πριν, η εξόριστη στο Κάιρο

ελληνική κυβέρνηση του είχε θέσει, με διατύπωση διπλωματική, ως όρο χορήγησης

διαβατηρίου για να μεταβεί στις ΗΠΑ, την αναγνώριση του βασιλιά. Τώρα, οι

Άγγλοι διέθεταν αεροπλάνο και ο Πλαστήρας φθάνει στην Αθήνα αρχές Γενάρη του

1945. Του αναθέτουν να σχηματίσει κυβέρνηση. Είναι η πρώτη πρωθυπουργία του.

Η ίδια η Μεγάλη Βρετανία που συμφώνησε και συνέπραξε στην επάνοδό του,

ενθάρρυνε μετά λίγους μήνες, ίσως και υποκίνησε, την απομάκρυνσή του. Ο

Πλαστήρας αντιτάχθηκε στο κίνημα του Δεκεμβρίου του 1944, αλλά δεν απέβλεπε

στην εγκαθίδρυση ενός κράτους δίωξης ούτε απέκρυπτε τη σταθερή προσήλωσή του

στην προεδρευομένη κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Αυτοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους μεθοδεύτηκε η απομάκρυνσή του, τρεις

μόλις μήνες, αφού ανέλαβε ως πρωθυπουργός. Ως πρόσχημα επινόησαν τότε τη δήθεν

αποκάλυψη αποσπασμάτων επιστολής, με την οποία υποστήριζε ότι θα είχε

υπηρετήσει το εθνικό συμφέρον μία προσπάθεια εξόδου της Ελλάδας από τον

πόλεμο, ώστε να είχε αποφευχθεί η γερμανική εισβολή. Το γράμμα αυτό συνέταξε

και έστειλε, με αφορμή την ουσιαστική άρνηση που προαναφέραμε να του χορηγηθεί

διαβατήριο. Δύσκολα μπορεί να κριθεί ακόμα και σήμερα, η βασιμότητα αυτής της

άποψης του Πλαστήρα. Όμως, η δημοσίευση αποσπασμάτων της επιστολής δεν ήταν

αποκάλυψη. Επρόκειτο για επιστολή προς τον πρεσβευτή στη Γαλλία της εξόριστης

ελληνικής κυβέρνησης. Την εγνώριζαν λοιπόν οι περισσότεροι απ’ όσους είχαν

αποφασίσει ή είχαν αποδεχθεί να επανέλθει ο Πλαστήρας και να του ανατεθεί η πρωθυπουργία.

Αγγλικές εφημερίδες προετοίμαζαν αυτή την απομάκρυνση με πληροφορίες ότι τάχα

ο Πλαστήρας ήθελε να εντάξει πολιτικούς φίλους του στο πολιτικό σύστημα της

χώρας. Η αλήθεια είναι ότι η αγγλική πολιτική ήθελε να εξασφαλίσει τον έλεγχο

του Στρατού από αξιωματικούς αφοσιωμένους στη βασιλεία, με σταθερό σκοπό, την

επάνοδο του βασιλιά.

Ο βασιλιάς γύρισε ύστερα από ενα δημοψήφισμα που διεξήχθη κάτω από συνθήκες

πολλαπλών πιέσεων. Η βασιλεία αναγνωρίστηκε, απερίφραστα ή με επιφυλάξεις,

αμέσως ή αργότερα, απ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις μέσα στην Ελλάδα. Στο

μεταξύ όμως, ξέσπασε ξανά η εσωτερική ένοπλη σύγκρουση. Μέσα στις διεθνείς

συνθήκες που αποδίδονται με το χαρακτηριστικό «ψυχρός πόλεμος», μόνο στην

Ελλάδα διεξαγόταν ένας θερμός, ένας αιματηρός πόλεμος. Ο Εμφύλιος.

Με το τέλος του Εμφυλίου πολέμου, ο Πλαστήρας αντελήφθη ότι οι πολιτικές

δυνάμεις των νικητών δεν είχαν τη θέληση ή τη δυνατότητα να οδηγήσουν τη χώρα

στο ξεπέρασμα των εμφυλίων παθών. Αυτό ήταν το κύριο κίνητρο της απόφασής του

να κατέλθει στην ενεργό πολιτική. Ίδρυσε ένα νέο πολιτικό σχήμα, την Εθνική

Προοδευτική Ένωση Κέντρου, την ΕΠΕΚ και ήταν ο αναμφισβήτητος αρχηγός της.

Η συνθηματολογία του Πλαστήρα, μα και ο θρύλος του Μαύρου Καβαλάρη της Μικράς

Ασίας και της Επανάστασης του ’22, συγκεντρώνουν γύρω του βενιζελογενείς

Μικρασιάτες που είχαν περάσει στο ΕΑΜ, άλλους εαμογενείς, και άλλους,

απογοητευμένους αυτούς από τη σύμπραξη του κόμματος των Φιλελευθέρων με το

παραδοσιακά δεξιό Λαϊκό Κόμμα.

Ως αρχηγός κόμματος έγινε δύο φορές πρωθυπουργός κυβερνήσεων συνεργασίας. Της

πρώτης, με τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Γεώργιο Παπανδρέου. Αυτή η πρώτη

κυβέρνησή του έπεσε στον βωμό της συνέπειάς του στις αρχές του και στις

διακηρύξεις του προς τον λαό. Απευθυνόμενος στην Τήνο σε Μητροπολίτη, τονίζει

με έμφαση την ανάγκη της λήθης και της συγγνώμης κι ακόμα, πως θα ‘πρεπε να

καταργηθεί η θανατική ποινή. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος αποσύρει με αυτή την αφορμή

τους υπουργούς του. Ακολουθεί ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Επακολούθησαν νέες εκλογές τον Σεπτέμβρη του 1951. Η ΕΠΕΚ αναδεικνύεται το

ισχυρότερο από τα κεντρώα κόμματα. Ο Πλαστήρας ξανά πρωθυπουργός κυβέρνησης

δικομματικής, με τους Φιλελευθέρους του Σοφοκλή Βενιζέλου. Κατά τη διάρκεια

αυτής της δεύτερης πρωθυπουργίας του, τίθεται για πρώτη φορά το Κυπριακό στο

πλαίσιο της ΣΤ’ Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Από τον Λουκή Ακρίτα,

βουλευτή της ΕΠΕΚ, στην Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και από τον

Γεώργιο Μαύρο, βουλευτή των Φιλελευθέρων, στην Επιτροπή Μη Αυτοκυβερνωμένων Εδαφών.

Στον τομέα της οικονομίας, χαράσσεται τότε και αρχίζει να εφαρμόζεται πολιτική

ανασυγκρότησης και σταθεροποίησης, με αρμόδιο υπουργό τον Γεώργιο Καρτάλη. Να

σημειωθεί ακόμα ότι με την κυβέρνηση Πλαστήρα έγινε η Ελλάδα μέλος του ΝΑΤΟ.

Αλλά, επίσης, ότι ο Πλαστήρας αντιτάχθηκε στη συμμετοχή ελληνικού Στρατού

Ξηράς στον πόλεμο της Κορέας. Το κρίσιμο πολιτικό πρόβλημα και των δύο

κυβερνήσεων του Πλαστήρα ήταν η εφαρμογή της πολιτικής του για ειρήνευση και

λήθη. Καταπολεμήθηκε λυσσαλέα. Ο προσφιλής στη Δεξιά από το 1945 χαρακτηρισμός

του Κέντρου ως συνοδοιπόρου του κομμουνισμού, επικεντρώθηκε κατά την περίοδο

1951-1952 στον Πλαστήρα και στο κόμμα του. Κάθε δήλωση και κάθε μέτρο για το

ξεπέρασμα των εμφυλιακών ψυχώσεων καταγγέλλονταν ως βήμα που έφερνε πιο κοντά

τον «κομμουνιστικό κίνδυνο».

Αλλά αυτή η πολιτική του Πλαστήρα υπονομευόταν παράλληλα μέσα από την

κυβερνητική παράταξη και τον κρατικό μηχανισμό. Κορυφαία συνέπεια αυτής της

υπονόμευσης, η εκτέλεση της θανατικής ποινής των Αργυριάδη, Καλούμενου, Μπάτση

και Μπελογιάννη. Εκδηλώθηκαν αντιδράσεις από βουλευτές της ΕΠΕΚ, ακόμα και από

μέλη του υπουργικού Συμβουλίου. Τελικά, επικράτησε η εμπαθής αδιαλλαξία με

κέντρο τα Ανάκτορα. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η πολιτική

της εθνικής ομοψυχίας και του ξεπεράσματος των εμφυλιακών ψυχώσεων, αυτή

ακριβώς που σήμερα έχει γίνει καθολικά αποδεκτή, ξεκίνησε από τον Νικόλαο

Πλαστήρα. Αγωνίστηκε γι’ αυτήν κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.

VIII Η πολιτική σταδιοδρομία τού Πλαστήρα τερματίστηκε με την εκλογική

ήττα του 1952. Δεν είναι ο πρώτος. Με εκλογικές ήττες τερμάτισαν την

κοινοβουλευτική σταδιοδρομία τους και ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Ελευθέριος

Βενιζέλος. Δεν επηρέασαν όμως και δεν εμείωσαν τη λαϊκή και την ιστορική

αναγνώρισή τους. Όπως δεν αρκούν για να εξασφαλίσουν αυτή την αναγνώριση οι

εκλογικές νίκες.

Η πορεία του Πλαστήρα συνδέεται με εναλλαγές ακμής και παρακμής, μεγαλείου και

νοσηρότητας, από το 1903 έως τον θάνατό του, το 1953. Η στρατιωτική και

πολιτική σταδιοδρομία του έχουν και τη σφραγίδα ενός κατ’ εξοχήν ελληνικού

χαρίσματος, της λεβεντιάς. Έζησε και έμεινε ως θρύλος στην ψυχή του λαού, από

το 1922 και για χρόνια μετά τον θάνατό του.

Κάθε θρύλος περιέχει ένα στοιχείο υπερβολής, εκφράζει μια μονομέρεια. Μπορεί

αυτά τα στοιχεία να υπάρχουν και στον θρύλο «Νικόλαος Πλαστήρας». Όμως, στον

πυρήνα του υπάρχει αλήθεια. Είναι η αποφασιστικότητα, η αγνότητα και το

απαράμιλλο ήθος. Και ακόμα, οι σωστικές παρεμβάσεις του σε κρίσιμες ώρες, με

κορυφαία την Επανάσταση του 1922.