Η απόφαση του Ελσίνκι είναι περισσότερο συμβολική επιβεβαίωση

δρομολογημένων εξελίξεων και λιγότερο αφετηρία μιας «νέας εποχής». Η αδυσώπητη

αναμέτρηση μέσων και θελήσεων Ελλάδας – Τουρκίας, αναμενόμενα, θα ενταθεί.

Σε σύγκριση με το παρελθόν, εξάλλου, όταν είχαμε θεσμικό και πολιτικό

πλεονέκτημα στον ευρωπαϊκό χώρο, οι όροι αυτής της αναμέτρησης θα είναι

μελλοντικά δυσμενέστεροι.

Το πρόβλημα δεν είναι η απόφαση αυτή καθαυτή αλλά οι αιτιολογήσεις που οδηγούν

στον εξωραϊσμό ή στην απόρριψή της, ενώ ταυτόχρονα παρακάμπτουν την ουσία.

Πρωτίστως, οι αιτιολογήσεις αυτές, υποδηλώνουν έλλειμμα ορθών εκτιμήσεων για

τις πολιτικές και θεσμικές εξελίξεις στον ευρωατλαντικό χώρο τις δύο

τελευταίες δεκαετίες. Το ευρωατλαντικό σύστημα μετασχηματίσθηκε ενώ πολλές

αλλαγές βρίσκονται ακόμη εν εξελίξει: Στο επίπεδο της Ε.Ε. ο κοινοτισμός

αποδυναμώνεται ή εγκαταλείπεται, η ευρωπαϊκή πολιτική υποτάσσεται ολοένα και

περισσότερο στις επιταγές της αμερικανικής ηγεμονίας, καθιερώνονται πολλές

ταχύτητες ή κατηγορίες συμμετοχής και η ισοτιμία καταστρατηγείται ή

εγκαταλείπεται. Στην υψηλή πολιτική (άμυνα, ασφάλεια, διπλωματία) ελλείψει

κοινών «κοινοτικών συμφερόντων»), καθιερώνονται δομές και διαδικασίες που

εξυπηρετούν την επεμβατική μανία των δυτικών δυνάμεων. Στον θεσμικό στίβο, οι

διευθετήσεις επιλεκτικής συμμετοχής «υποψηφίων» προς ένταξη ή τρίτων κρατών

προσδιορίζονται από γεωπολιτικές σκοπιμότητες και κριτήρια που αφορούν τις

σφαίρες επιρροής των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Το πρώτιστο μέλημα των

μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, είναι η ανάπτυξη στρατηγικών ερεισμάτων

μακρόχρονης εμβέλειας και πελατειακών σχέσεων με κράτη εντός και εκτός Ευρώπης

που ενισχύουν αυτά τα ερείσματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, μελλοντικά, η θέση

ενός «μόνιμου υποψήφιου» κράτους όπως η Τουρκία δυνατό να καταστεί απείρως

καλύτερη από τη θέση ενός μικρού «πλήρους μέλους» όπως η Ελλάδα. Πιο

συγκεκριμένα, η Τουρκία λόγω των γεωπολιτικών της ερεισμάτων και της

απαράμιλλης διπλωματίας της εισήλθε από καιρό σε τροχιά διαρκούς αναβάθμισής της.

Στην πορεία αυτή, η ιδιότητα του «υποψήφιου κράτους», απλώς βελτιώνει τη

θεσμική και πολιτική θέση της Τουρκίας. Οι ηγεμονικές επιλογές της Άγκυρας

αυξάνουν λόγω διευρυμένων ορίων διπλωματικής δράσης, τα γεωπολιτικά της

ερείσματα μετρούν ακόμη περισσότερο στο άγριο παζάρι συμφερόντων και οι

δυνατότητες διπλωματικής ευελιξίας βελτιώνονται λόγω των προαναφερθεισών

δυνατοτήτων ευρέος φάσματος επιλεκτικών συμμετοχών που συνολικά πλεονεκτούν

της πλήρους ένταξης. Τέλος, η υποψηφιότητα, χωρίς μάλιστα οποιαδήποτε

προϋπόθεση ή ουσιαστική δέσμευση(!), αποτελεί εφαλτήριο περαιτέρω διεκδικήσεων

και περισσοτέρων «αντισταθμιστικών ωφελημάτων» στο όνομα ψευδεπίγραφων

«βημάτων εκδημοκρατισμού». Η «υποψηφιότητα» είναι η απαρχή ενός μεγάλου

τουρκοευρωπαϊκού και ευρωαμερικανικού παζαριού στο οποίο η Ελλάδα, λόγω μικρού

πολιτικού βάρους και της κρατούσης συμβατικής σοφίας για τις διεθνείς σχέσεις,

είναι καταδικασμένη να παραμένει απαθής θεατής της αναβάθμισης, ενός αντιπάλου

του οποίου οι ηγεμονικές συμπεριφορές θα εντείνονται.

Δύο πραγματικότητες, εξάλλου, είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Πρώτο, το τουρκικό

κράτος δεν είναι δυνατό να μετασχηματιστεί ουσιαστικά και ραγδαία. Δεύτερο,

ακόμη και αν η Τουρκία προχωρήσει σε κοσμικές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, η

σκέψη κα μόνο πως αυτό θα αμβλύνει τον τουρκικό επεκτατισμό και επιθετικότητα

αποτελεί ευσεβή πόθο και ψευδαίσθηση που εν δυνάμει θίγει την εθνική μας

ασφάλεια: Η ιστορία διδάσκει πως οι δημοκρατίες όχι μόνο πολεμούν αλλά και ότι

συχνότατα εγκληματούν άνευ ορίων.

Το μέλλον φαντάζει ζοφερό: Ασθμαίνοντες «επιτυγχάνουμε», ενδεχομένως,

συμμετοχή σε κάποιες νομισματικές ρυθμίσεις με τρόπο που μας εκθέτει

απροστάτευτους στον άγριο ανταγωνισμό εντός της οικονομικά ενοποιημένης

Ευρώπης, όπου, όμως, ενώ δεν γίνονται ανάλογης εμβέλειας βήματα πολιτικής

ενοποίησης, παρατηρούνται ταυτόχρονα φαινόμενα πολιτικού κατακερματισμού και

ηγεμονικών αυθαιρεσιών.

Στο πλαίσιο αυτό, η «πλήρης συμμετοχής μας», θα προσφέρει, ενδεχομένως, πολύ

λιγότερες ευκαιρίες και ωφελήματα σε σύγκριση με τα πλεονεκτήματα που θα

σωρεύουν μόνιμοι «υποψήφιοι» όπως η Τουρκία, της οποίας οι υποχρεώσεις θα

είναι μηδέν ή ελάχιστες. Δυστυχώς, τόσο η αιτιολόγηση της απόφασης του Ελσίνκι

όσο και οι αντίθετες απόψεις φανερώνουν τάσεις στοχαστικής παρακμής και έφεση

προς ουτοπισμό, «ευγενείς ευσεβείς πόθους» ή παρωχημένες φιλελεύθερες

«ευγενείς διεθνιστικές δοξασίες».

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και

Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.