Οι προσπάθειες της Άγκυρας να μεταβάλει και μέσα από την επιχειρησιακή δομή

του ΝΑΤΟ το Status Quo στο Αιγαίο εις βάρος της χώρας μας αρχίζουν να

διαφαίνονται από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και εκδηλώνονται, ανοικτά

πλέον, μετά την απόσυρση των δυνάμεών μας από την ενοποιημένη δομή της

Συμμαχίας μετά την εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974.

Μέχρι τον Αύγουστο του 1974 οι ισχύουσες ρυθμίσεις για την άμυνα του Αιγαίου,

στη θάλασσα και τον αέρα, προέβλεπαν ότι τη σχετική ευθύνη θα είχαν Έλληνες

αξιωματικοί με την ιδιότητα του ΝΑΤΟϊκού διοικητή. Αυτό ήταν ορθό από

στρατιωτικής πλευράς και συνεπές με μια πάγια αρχή του ΝΑΤΟ, με βάση την οποία

κάθε μέλος της Συμμαχίας «… είναι τελικά υπεύθυνο για την άμυνα των εδαφών

του και την προστασία των πληθυσμών του…» (MC 36/2)

Στο Αιγαίο υπάρχει διάσπαρτος χώρος εθνικής (ελληνικής) κυριαρχίας που

καλύπτει περίπου το 50% της έκτασής του, καθώς και διεθνής, μέσα από τον οποίο

διέρχονται όλες οι θαλάσσιες και εναέριες γραμμές επικοινωνιών με το νησιωτικό

μας σύμπλεγμα, χωρίς τη διασφάλιση των οποίων είναι αδύνατη η άμυνα των νησιών

μας και η άσκηση της εθνικής κυριαρχίας πάνω σ’ αυτά.

Από το 1952

Η λογική αυτή πρυτάνευσε όχι μόνο στις ΝΑΤΟϊκές ρυθμίσεις, τα πρώτα χρόνια της

ένταξής μας στη Συμμαχία, αλλά και στις διευθετήσεις που συμφωνήθηκαν το 1952

στα πλαίσια του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) με βάση τις

οποίες ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας σ’ όλη την περιοχή του Αιγαίου

ανατέθηκε στις ελληνικές αρχές (FIR Αθηνών).

Η στρατηγική της Άγκυρας στοχεύει, όπως είναι φανερό, στην υπονόμευση του

ισχύοντος καθεστώτος και τελικά τη μεταβολή του. Σε πρώτη φάση επιδιώκεται να

εγκατασταθεί μια μορφή επιχειρησιακής συγκυριαρχίας στο Αιγαίο και στη

συνέχεια, όταν αποδειχθεί ότι το σύστημα αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει, να

επιβληθεί η διχοτόμησή του με βάση τη γνωστή γραμμή της παράνομης τουρκικής

ΝΟΤΑΜ 714 του 1974.

Οι προσπάθειες της Τουρκίας, στην περίοδο που ακολούθησε την απόσυρση των

δυνάμεών μας από την ενοποιημένη δομή της Συμμαχίας, βρήκαν την έμμεση

υποστήριξη του γραφειοκρατικού μηχανισμού του ΝΑΤΟ, ο οποίος ελέγχεται πλήρως

από την Ουάσιγκτον.

Αυθαίρετη ερμηνεία

Ελληνικά αεροπλάνα. Με το νέο οργανωτικό σχήμα του ΝΑΤΟ αμφισβητείται η

κυριαρχία τους στο Αιγαίο

Μετά την επανένταξη (Οκτ. 1980) ο τότε SACEUR (Αμερικανός στρατηγός Rogers)

δίνοντας μια αυθαίρετη ερμηνεία στα συμφωνημένα κείμενα, άφηνε ανοικτό το θέμα

των ορίων επιχειρησιακής ευθύνης των Ελλήνων ΝΑΤΟϊκών Διοικητών και στην ουσία

παρέπεμπε το ζήτημα σε ελληνοτουρκικό διάλογο με την επιδιαιτησία του ΝΑΤΟ.

Έτσι η Συμφωνία επανένταξης δεν ολοκληρώθηκε γιατί διαδοχικές ελληνικές

κυβερνήσεις (Γ. Ράλλη, Α. Παπανδρέου) δεν συμφώνησαν να ιδρυθούν τα Στρατηγεία

στην Ελλάδα, αν οι διοικητές τους δεν είχαν την ευθύνη άμυνας του Αιγαίου.

Οι άνθρωποι αυτοί είχαν αντιληφθεί ότι το θέμα δεν ήταν τεχνικό, αλλά

πολιτικό, και σχετιζόταν ευθέως με τις τουρκικές επεκτατικές βλέψεις.

Αφού οι ΝΑΤΟϊκοί επί δύο δεκαετίες δεν μπόρεσαν να κάμψουν την αντίσταση των

ελληνικών κυβερνήσεων, στο θέμα των ορίων επιχειρησιακής ευθύνης στην ΝΑ

περιοχή, δοκίμασαν μια άλλη προσέγγιση… τα κατάργησαν!

Έτσι το 1992 προτείνεται από το ΝΑΤΟ η κατάργηση των ορίων κάτω από το επίπεδο

των υποτεταγμένων διοικήσεων (PSC).

Η πρόταση υιοθετήθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου από την Επιτροπή

Αμυντικού Σχεδιαμού (DPC) με τη διαδικασία της «μη ύπαρξης αντίρρησης». Η

απόφαση αυτή, για διάφορους λόγους, δεν υλοποιήθηκε μέχρι της ημερομηνίας που

συμφωνήθηκε η ριζική αναδιάρθρωση της στρατιωτικής δομής του ΝΑΤΟ.

Οι νέες ρυθμίσεις

Με βάση τις νέες ρυθμίσεις προβλέπεται η ίδρυση στη χώρα μας μιας Διοίκησης

Υποπεριοχής (Joint Sub-Regional Command), με αποστολή, κυρίως, τη σχεδίαση και

διεύθυνση χερσαίων επιχειρήσεων.

Ο θαλάσσιος και εναέριος χώρος της Μεσογείου θα είναι, επιχειρησιακά, ενιαίος

και θα υπάγεται στην ευθύνη ΝΑΤΟϊκών Διοικητών που εδρεύουν στη Νεάπολη της

Ιταλίας. Δεν υπάρχουν επομένως όρια επιχειρησιακής ευθύνης για τις τοπικές

διοικήσεις (JSRC) στη θάλασσα και τον αέρα.

Για τις αεροπορικές επιχειρήσεις, που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τη χώρα μας,

προβλέπεται η λειτουργία στη Λάρισα ενός Κέντρου Συνδυασμένων Αεροπορικών

Επιχειρήσεων (CAOC), το οποίο όμως δεν θα υπάγεται στον Έλληνα Διοικητή του

Στρατηγείου (JSRC) αλλά στον Αμερικανό πτέραρχο που εδρεύει στη Νεάπολη (COMAIRSOUTH).

Όπως καθορίζεται στα σχετικά έγγραφα ο COMAIRSOUTH, επειδή δεν υπάρχουν

περιοχές ευθύνης στον αέρα, θα αναθέτει στα κατά τόπους CAOC τομείς

επιχειρησιακής δράσεως κατά περίπτωση, ανάλογα με το σκοπό των επιχειρήσεων ή

των ασκήσεων «… λαμβανομένων υπόψη των ενδιαφερόντων ασφαλείας των

κρατών-μελών με τα οποία θα συντονίζει τις διάφορες δραστηριότητες».

Η διατύπωση της πρόνοιας αυτής παραπέμπει στην παρ. 4 του κοινού

ανακοινωθέντος της Μαδρίτης, στο οποίο δεχθήκαμε ότι και η Τουρκία έχει «…

ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία

για την ασφάλεια και την εθνική της κυριαρχία…».

Ποιος αποφασίζει

Στην ουσία ο COMAIRSOUTH θα καθορίζει όρια… κατά το δοκούν και είναι πολύ

πιθανό το ενδεχόμενο, εφαρμόζοντας την πολιτική των «ίσων αποστάσεων», εθνικός

χώρος στο Αιγαίο να περιέρχεται, κατά διαστήματα, στην αμυντική αρμοδιότητα

της τουρκικής Αεροπορίας!

Οικοδομείται έτσι ένα καθεστώς «επιχειρησιακής συνδιαχείρισης» στο Αιγαίο που

στη διαδρομή του χρόνου θα οδηγήσει, σε συνδυασμό και με άλλες εξελίξεις, στην

αλλαγή του ισχύοντος Status Quo.

Οι πρόσφατες πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας σχετικά με τις

παράλογες απαιτήσεις της Άγκυρας, στα πλαίσια της νέας δομής του ΝΑΤΟ,

δικαιώνουν πλήρως τη σταθερή πολιτική των κυβερνήσεων Γ. Ράλλη και Α.

Παπανδρέου στο θέμα των ορίων στη ΝΑ περιοχή.

Το νέο οργανωτικό σχήμα της Συμμαχίας δεν λαμβάνει υπόψη την πολιτική

πραγματικότητα στην περιοχή μας και αναμφίβολα ευνοεί τον επεκτατισμό της Τουρκίας.

Εδώ έχουμε άλλο ένα δείγμα ασυνέχειας στην εξωτερική μας πολιτική και έλλειψης

αντοχής στις πιέσεις. Τα αποτελέσματα άρχισαν να είναι ορατά και φοβούμαι ότι

θα είναι οδυνηρά στο μέλλον.

Ο πτέραρχος ε.α Νίκος Κουρής έχει διατελέσει υπουργός Αναπληρωτής Εθνικής Αμύνης