Άνοιξη 1982. Η μητέρα του Γιάννη Σγουρίδη έχει βγει για ψώνια στη Λούτσα.

Βλέπει μια γνωστή της με αυτοκίνητο και της ζητεί ­ αν πηγαίνει προς τα εκεί ­

να την μεταφέρει στο ξενοδοχείο, όπου έχει ακούσει ότι μπορεί να βρει μια

δουλειά για τον γιο της που είναι ηλεκτρολόγος. Η μοίρα το φέρνει έτσι ώστε να

«πέσει» πάνω στην Κάτια Κολιτσοπούλου, που δούλευε ως τηλεφωνήτρια στο

ξενοδοχείο. Εκείνη δείχνει ευγενική, την συμβουλεύει και συμφωνεί να βοηθήσει

τον Σγουρίδη μόλις πάει στο ξενοδοχείο να ρωτήσει για τη δουλειά. Η πρώτη

πράξη του δράματος έχει μόλις ολοκληρωθεί…


Το 1983. Ο Γιάννης Σγουρίδης μόλις είχε τελειώσει τον Στρατό, έδειχνε έτοιμος

να «ρουφήξει» τη ζωή όμως ένα μοιραίο πάθος τον οδήγησε στη φυλακή

Έδειχνε μεγάλος ο έρωτας που γεννήθηκε γρήγορα ανάμεσα στην Κάτια και στον

Γιάννη. Εκείνος μόλις είχε τελειώσει τον Στρατό, έδειχνε έτοιμος να «ρουφήξει»

τη ζωή. Και εκείνη, με ένα παιδί και έναν γάμο που έμοιαζε προβληματικός,

φαινόταν να έχει βρει αυτό που έψαχνε καιρό.

Η «ευτυχία» κράτησε λίγο

Έξι μήνες κράτησε η «ευτυχία». Μέσα σε λίγα λεπτά, στις 6 Νοεμβρίου 1982, τα

πάντα είχαν καταστραφεί: ένας άνθρωπος δολοφονημένος, ένα ζευγάρι χωρίς

μέλλον, ένα μοιραίο πάθος και ένα παιδί να ψάχνει το πώς και το γιατί.

Δεκαεπτά χρόνια μετά, και οι δύο είναι ελεύθεροι. Ο Γιάννης Σγουρίδης εδώ και

δύο περίπου μήνες ζει με τη μητέρα του στη Λούτσα προσπαθώντας να ξαναρχίσει

τη ζωή του. Όταν άκουσε χθες ότι η Κολιτσοπούλου αφέθηκε ελεύθερη, δεν

αντέδρασε. Νόμιζε ότι ήταν πρωταπριλιάτικο ψέμα, όμως δεν τον πείραξε. «Δεν θα

ευχόμουν ούτε στον χειρότερο εχθρό μου να μείνει στη φυλακή», λέει στα «ΝΕΑ».

«Δεν αισθάνθηκα άσχημα που έμαθα ότι βγαίνει. Άλλωστε υπάρχει χειρότερη

τιμωρία από το να σε τιμωρεί το ίδιο σου το παιδί με την περιφρόνησή του; Μην

με ρωτάτε πώς αισθάνομαι για την Κολιτσοπούλου. Όταν έχεις προδωθεί από

κάποιον που έχεις αγαπήσει, δεν μπορείς να αισθανθείς μίσος, γιατί το μίσος

έχει σχέση και με την αγάπη. Σιχαίνομαι ακόμα και να ακούω γι’ αυτή…».

Ξεπέρασε το παρελθόν


Γιάννης Σγουρίδης Μπορεί να συνεχίζει να παρουσιάζεται κάθε πρώτη του μήνα

στο αστυνομικό τμήμα, όμως στη ζωή του έχει ήδη αλλάξει

Μοιάζει να έχει ξεπεράσει το παρελθόν. Μιλάει αργά και σταθερά, σαν να μην

ήταν ο ίδιος στο επίκεντρο αυτής της υπόθεσης, αλλά κάποιος άλλος. «Η

Κολιτσοπούλου έψαχνε ένα άλλοθι για να απαλλαγεί από τον άνδρα της και το

βρήκε στο ερωτικό μου πάθος. Ήμουν το όπλο που χρησιμοποίησε και όταν δεν της

χρειαζόταν πλέον, το πέταξε. Δεν ένιωθε απολύτως τίποτα για μένα. Ουσιαστικά

με απείλησε ότι θα διακόψουμε αν δεν το κάνω. Και εγώ τυφλωμένος από το πάθος

μου το έκανα. Μετά κατάλαβα ότι όλα ήταν ένα σχέδιο».

Δίπλα του η μητέρα του. Πέρασε 17 βασανιστικά χρόνια, έναν «Γολγοθά που δεν

τον εύχομαι σε κανέναν» κλαίγοντας για τα χαμένα χρόνια του γιου της και

φωνάζοντας με όλη τη δύναμή της ότι «δεν ήταν ο Γιάννης αυτός που έκανε τον

φόνο, απλώς δεν θέλει να το πει». Εκείνος αντιδρά με χαμόγελο και κοιτώντας με

τρυφερότητα τη μητέρα του. «Έτσι είναι οι μάνες», λέει. «Και εμένα μου

δημιούργησε έκπληξη η αλλαγή του χαρακτήρα μου μέσα σε λίγα λεπτά, όμως γι’

αυτά έχω πληρώσει».

Γύρισε σελίδα

Μπορεί να συνεχίζει να παρουσιάζεται κάθε πρώτη του μήνα στο αστυνομικό τμήμα,

όμως για τον Γιάννη Σγουρίδη η ζωή έχει ήδη αλλάξει σελίδα. Εδώ και μερικά

χρόνια έχει γνωρίσει, όπως λέει, την πραγματική αγάπη στο πρόσωπο μιας

γυναίκας που δεν ενδιαφέρεται για το παρελθόν του.

Με τους παλιούς φίλους ξέκοψε «για να μην τους φέρω σε δύσκολη θέση».

Το δύσκολο είναι να βρει δουλειά. «Απορώ ποιοι μιλάνε για προγράμματα

κοινωνικής επανένταξης. Το μόνο που σου προσφέρει το κράτος μετά την

αποφυλάκιση είναι 3 μηνιαία επιδόματα 46.300 δραχμών. Τίποτε άλλο, καμία

μέριμνα, κανένα ενδιαφέρον».

Δεν σταμάτησε να δουλεύει

Στη φυλακή δεν σταμάτησε να δουλεύει ούτε στιγμή, «από τις 6 το πρωί έως τις

10 το βράδυ καθημερινά». Έφτιαξε τις ηλεκτρικές κλειδαριές των φυλακών της

Πάτρας, διόρθωσε πράγματα που κανένας δεν είχε ακουμπήσει, «προσπάθησα με κάθε

τρόπο να αξιοποιήσω τον χρόνο μου».

Άντεξε τη φυλακή

Αρνείται να αναφέρει την Κολιτσοπούλου με το μικρό της όνομα. «Αν πραγματικά

ήταν τόσο αθώα, γιατί ούτε μια φορά στη διάρκεια της δίκης δεν με κατηγόρησε

που σκότωσα τον άνδρα της; Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να δείξει ότι δεν

φταίει για τίποτα. Θέλω να ξέρετε κάτι: όταν είσαι αθώος δεν μπορείς να

αντέξεις τη φυλακή, σε πνίγει το δίκιο. Η Κολιτσοπούλου, όμως, άντεξε…».

Χαϊδεύει τον Σώτορ, τον σκύλο που τόσα χρόνια κρατούσε συντροφιά στη μητέρα

του. Παίζει μαζί του, γελάει και δείχνει πιο ήρεμος από ποτέ, έτοιμος για το

καινούργιο ξεκίνημα. Ένα ξεκίνημα που δείχνει να «παλεύει» με την προκατάληψη

των υπολοίπων. Για το λάθος που έκανε 17 χρόνια πριν. Και που ακόμα η «άσπιλη»

κοινωνία δεν του το έχει συγχωρέσει…


Στη δίκη. Τόσο στην πρώτη όσο και στην τελευταία δίκη, που έγινε το 1986 η

απόφαση ήταν η ίδια: ισόβια και στους δύο

Σάββατο, 6 Νοεμβρίου 1982. Η Κάτια Κολιτσοπούλου μαζί με τον τετράχρονο γιο

της, Αλέξανδρο, και τον σύζυγό της Χρήστο, επιστρέφουν από το σπίτι των γονιών

του. Μια επίσκεψη, που όπως θα δηλώσει η ίδια αργότερα στο δικαστήριο, «της

φάνηκε παράξενη, γιατί η νύφη της δεν συνήθιζε αυτές τις επισκέψεις».

Φτάνοντας στο σπίτι της οδού Αλκέτου 17 στο Παγκράτι, η Κάτια Κολιτσοπούλου,

με τη δικαιολογία ότι «θέλει να ρίξει ένα ΠΡΟ-ΠΟ», καθυστέρησε να ανέβει. Ο

σύζυγός της μαζί με τον μικρό Αλέξανδρο προχώρησε, ξεκλείδωσε κι εκεί δέχτηκε

το θανατηφόρο χτύπημα με μαχαίρι. Ο 24χρονος (τότε) Γιάννης Σγουρίδης, όπως θα

ομολογήσει αργότερα, παραφύλαγε κρυμμένος μέσα στο διαμέρισμα.

Το θύμα, αστυνομικός, δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ακόμη και το υπηρεσιακό του

περίστροφο το είχε παραδώσει γιατί ήταν σε άδεια. «Είδα τον Χρήστο πνιγμένο

στο αίμα. Χτυπούσε την πόρτα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε το λαιμό

του, όπου είχε μια μεγάλη πληγή. Πίσω του, ο 4χρονος γιος είχε πάθει σοκ»,

κατέθεσε ο γείτονάς τους, Δημοσθένης Βλάχος.

Οι πρώτες υποθέσεις οδηγούσαν στην εκδοχή της ληστείας, παρ’ ότι δεν υπήρχαν

ίχνη παραβίασης της κλειδαριάς. Στην ομολογία του αργότερα, ο Σγουρίδης δεν

άφησε κανένα περιθώριο για ερωτηματικά: ομολόγησε ότι το ερωτικό του πάθος για

την Κολιτσοπούλου τον οδήγησε στο έγκλημα, αυτός ήταν ο δράστης και εκείνη η

ηθική αυτουργός και ο άνθρωπος που του έδωσε τα κλειδιά για να μπει στο διαμέρισμα.

Την δίκη, που άρχισε την άνοιξη του 1984, την παρακολούθησε όλη η Ελλάδα. Μέσα

από τους τίτλους μερικών εφημερίδων η Κάτια Κολιτσοπούλου ήταν «η τίγρης του

Παγκρατίου», «η μαινάδα», «η μοιραία γυναίκα», ενώ μαζί με τον Σγουρίδη ήταν

«το σατανικό ζευγάρι». Τόσο στην πρώτη όσο και στην τελευταία δίκη, που έγινε

το 1986 στις γυναικείες φυλακές του Κορυδαλλού ­ για να αποφευχθεί το

λιντσάρισμα ή οι ακραίες αντιδράσεις εναντίον των κατηγορουμένων ­ η απόφαση

ήταν η ίδια: ισόβια και στους δύο.

Η δίκη έγινε κάτω από ένα ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα. Υβριστικές επιθέσεις,

λιντσάρισμα, απειλές κατά της ζωής των γονιών της, συγκεντρώσεις γυναικείων

οργανώσεων στα δικαστήρια προκάλεσαν μέχρι και την επέμβαση του τότε υπουργού

Δικαιοσύνης κ. Γ.Α. Μαγκάκη.

Έξι χρόνια μετά το μοιραίο βράδυ εκείνου του Σαββάτου, ο Άρειος Πάγος με την

υπ’ αριθμόν 54288 απόφασή του βάζει τέλος σε κάθε ελπίδα της Κολιτσοπούλου για

αναίρεση της πρωτόδικης απόφασης. Στο σκεπτικό η απόφαση αναφέρει, μεταξύ

άλλων, ότι «οι πράξεις των κατηγορουμένων τελέσθηκαν σε ήρεμη ψυχική

κατάσταση», «δεν συντρέχουν ελαφρυντικά πρότερου έντιμου βίου για την

κατηγορούμενη ή κατάσταση βρασμού ψυχής».

Η Κολιτσοπούλου μπήκε στη φυλακή, ζήτησε να δώσει εξετάσεις στη Φιλοσοφική

Σχολή Αθηνών και παρακολούθησε κάποια μαθήματα. Αργότερα εξέδωσε και ποιητική

συλλογή. Τα πιο τρυφερά ποιήματα τα αφιέρωσε στον γιο της Αλέξη, τον οποίο δεν

την άφησαν να ξαναδεί. Η υπ’ αριθμόν 13017/83 απόφαση του προέδρου Πρωτοδικών

είναι σαφής: «Η μητέρα που ολοσχερώς και ανεπανόρθωτα κατέστρεψε τον ψυχικό

κόσμο του παιδιού της για να ικανοποιήσει το ερωτικό της πάθος, δεν έχει

κανένα δικαίωμα να επικαλείται συναισθήματα στις σχέσεις της με το παιδί της».

Δεκαεπτά χρόνια μετά, η Κάτια Κολιτσοπούλου αποφυλακίζεται υπό όρους.

ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Η Κάτια Κολιτσοπούλου δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «εύκολη κρατούμενη».

Ειδικά τα πρώτα χρόνια της φυλάκισής της, λέει πρώην διευθυντής των Γυναικείων

Φυλακών Κορυδαλλού που ζήτησε να μη δημοσιευθεί το όνομά του. «Ήταν

απελπισμένη και αντιδρούσε με βίαιο τρόπο απέναντι στις συγκρατούμενές της».

Ο ίδιος, προσπαθώντας να εξηγήσει τη συμπεριφορά της, ισχυρίζεται ότι

οφειλόταν στο γεγονός ότι και το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τής είχε απαγορεύσει

να βλέπει το παιδί της. «Αυτό την είχε σκοτώσει», συνεχίζει. «Την έκανε

επιθετική, αφού είχε χάσει κάθε ελπίδα. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι η

ποινή που της επιβλήθηκε ήταν πολύ μεγάλη».

Ο πρώην διευθυντής των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού χαρακτηρίζει την Κάτια

Κολιτσοπούλου «μοιραία γυναίκα». Όπως περιγράφει, «τα πρώτα χρόνια προσπάθησε

πολλές φορές να επιβληθεί στις άλλες κρατούμενες και να γίνει αρχηγός. Τα

τελευταία όμως οκτώ χρόνια η συμπεριφορά της άρχισε να αλλάζει προς το

καλύτερο. Ήταν εργατική, δούλευε στο καθαριστήριο και στο ταπητουργείο και

κάθε φορά που έπαιρνε πενθήμερη άδεια γυρνούσε στην ώρα της στη φυλακή. Είχε

πλέον πιστέψει ότι θα μπορέσει κάποια στιγμή να βγει από τη φυλακή. Μάλιστα,

εξέδωσε και μια ποιητική συλλογή».

Ένα από τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα της είναι, σύμφωνα με τον πρώην

διευθυντή, οι συνεχείς μεταπτώσεις. «Εκεί που την έβλεπες ήρεμη και

χαμογελαστή, άλλαζε αμέσως διάθεση και έπεφτε σε μελαγχολία. Πίστευε ότι οι

δικαστές την είχαν αδικήσει και αυτή η πίκρα της μετατρεπόταν σε βίαιη συμπεριφορά…».