Ήταν ένας Μάιος σαν όλους τους Μαΐους που έχει η άνοιξη. Η παρουσία του

νεαρού Γουλιέλμου Ουάσιγκτον σχεδόν καθημερινά έξω από το σπίτι του μακαρίτη

Μάρκου Μπότσαρη είχε τραβήξει από την πρώτη στιγμή την προσοχή της γειτονιάς.


Μαντώ Μαυρογένους. Στη φλόγα του πολέμου άνθησε ο έρωτας της πανέμορφης

Μαντώς με τον πρίγκιπα Δ. Υψηλάντη

«Σαν να πολυπηγαίνει ο Αμερικανός στη Χρυσούλα του Μάρκου Μπότσαρη» έλεγαν οι

κακές γλώσσες, αφού, όπως σημειώνει και ο Θάνος Βαγενάς, «το κουτσομπολιό δεν

μπορούσε να λείψει ούτε στις πιο κρίσιμες ώρες!». Την ίδια στιγμή σ’ αυτή τη

γειτονιά της Ζακύνθου του 1827, στις αρχές Μαΐου, οι υπόλοιπες «κακές γλώσσες»

ήταν καλύτερα πληροφορημένες: «Μπα, φαίνεται πως θα είναι ερωτευμένος με τη

Βασιλική της καπετάνισσας», έλεγαν.

Ο έρωτας στα χρόνια της Επανάστασης του ’21 είναι μια σελίδα της Ιστορίας για

την οποία ελάχιστα διασώζονται. Ακόμα και γι’ αυτούς τους διάσημους έρωτες του

Κολοκοτρώνη για την Μπουμπουλίνα και του Υψηλάντη για τη Μαντώ Μαυρογένους οι

μαρτυρίες και οι πηγές είναι περιορισμένες. «Αυτό το κομμάτι, οι σχέσεις

δηλαδή των ηρώων της Επανάστασης, αλλά και γενικότερα ο έρωτας την ίδια εποχή

αποτελούν ίσως χώρο εξερεύνησης» θα πει ο κ. Στέφανος Παπαγεωργίου, καθηγητής

στο Πάντειο.

Ο ίδιος μαζί με την Ιωάννα Πεπελάση-Μίνογλου, στην έκδοση του Μορφωτικού

Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, με τίτλο «Τιμές και Αγαθά στην Αθήνα (1834)»

αναφέρονται μεταξύ άλλων και στη σχέση του Βάσου με την Ελέγκω Μαυροβουνιώτη.

Μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου όπου παρουσιάζονται οι δαπάνες και τα έσοδα

της οικογένειας Μαυροβουνιώτη, περιγράφονται με λεπτομέρεια τα ήθη και οι

πρακτικές ενός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας στο θέμα των σχέσεων.

Ήταν αρχές Μαρτίου του 1826 όταν οι στρατηγοί Νικόλαος Κριεζώτης, Βάσος

Μαυροβουνιώτης και Χατζημιχάλης, μαζί με οχτακόσιους άτακτους αγωνιστές,

μίσθωσαν πλοία με σκοπό να εκστρατεύσουν στα παράλια της Συρίας. Ενώ τα

στρατεύματα αυτά που ξεκίνησαν με δική τους πρωτοβουλία την επιχείρηση

στάθμευαν στην Κέα, ο 28χρονος Βάσος Μαυροβουνιώτης γνωρίστηκε με την Ελέγκω

«… στίλβουσα εκ κάλλους και έμπλεως χαρίτων». Η Ελέγκω στα 16 της χρόνια

είχε ήδη φήμη καλλονής και από την ομορφιά της είχε ήδη γοητευτεί ο ποιητής Σούτσος.

Ο Μαυροβουνιώτης δεν έκατσε με τα χέρια σταυρωμένα: την ερωτεύτηκε, την

απήγαγε με τη θέλησή της και την εγκατέστησε στον πύργο του φίλου του

Γιαννούλη Δημητρίου, αρχηγού των αλβανοφώνων της Άνδρου. Εκεί η Ελέγκω πέρασε

μάλλον δύσκολα χρόνια, καθώς ήταν σχεδόν φυλακισμένη «υπό του ζηλοτύπου

στρατηγού» και μάλιστα ακόμα κι αυτό το φαγητό της το ανέβαζαν με… σχοινί

από το παράθυρο!

«Ο Βάσος έχει αθλητικό παράστημα, ταραχώδη βίο, ελάχιστες γραμματικές γνώσεις

και εμπειρική μόνο στρατιωτική κατάρτιση», όπως σημειώνεται επίσης στο ίδιο

βιβλίο. «Με την Ελέγκω γνωρίζεται υπό βίαιες, ή «ρομαντικές» περιστάσεις,

έρχεται μαζί της σε δεύτερο (δικό της) γάμο, που διαλύεται όταν η όμορφη

κοκόνα υπερβαίνει τα εσκαμμένα και ρίχνει τα μάτια της αλλού».


Σάμιουελ Χάου. Στο ημερολόγιό του κατέγραψε σημαντικές στιγμές από την

καθημερινότητα των Ελλήνων αγωνιστών. (Πορτρέτο της ζωγράφου Φρειδερίκης Παπά)

Το ενδιαφέρον του ανεψιού του Τζώρτζ Ουάσιγκτον για την κόρη του Μπότσαρη δεν

θα μπορούσε να μείνει για μεγάλο διάστημα κρυφό. Δεν ήταν μόνο οι συχνές

βόλτες του φουστανελοφόρου Αμερικανού έξω από το σπίτι του νεκρού ­ πλέον ­

ήρωα, που έζησε στην Ελλάδα από το 1825 έως το 1827.

Ηταν και το βλέμμα των 25 του χρόνων που πρόδιδε τα αισθήματα για την μόλις 16

χρόνων Βασιλική.

Η Βασιλική ζούσε στη Ζάκυνθο μαζί με τη μητέρα της Χρυσούλα, τα αδέλφια της

Κατερίνα και Δημητράκη και τη θεία τους Μάρω ­ ήταν αδελφή του Κίτσου Μπότσαρη

και έγινε καλόγρια. Η Βασιλική είχε αφεθεί ελεύθερη μετά 18 μήνες αιχμαλωσίας

από τους Τούρκους ­ πριν από την Επανάσταση, το 1820 στο Σούλι ­ έπειτα από

ανταλλαγή Τούρκων αιχμαλώτων στη Λάρισα. Όλα αυτά, μαζί με το χαμό του πατέρα

της, την έκαναν ακόμα περισσότερο αξιαγάπητη.

Ο νεαρός Αμερικανός, συνεπαρμένος από τη φήμη του πατέρα της και

εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα της μικρής, την ερωτεύτηκε αμέσως.

Όπως είχε ερωτευτεί λίγο καιρό πριν την μεγαλύτερη κόρη του καραβοκύρη Λάζαρου

Κουντουριώτη, όταν το 1825 βρέθηκε να τον φιλοξενούν οι προεστοί

Κουντουριώτηδες στην Ύδρα. Άλλη όμως ζήτησε σε γάμο. Τη Βασιλική ή Ρόζα, όπως

τη φώναζαν, Μπότσαρη.

Ο νεαρός Ουάσινγκτον πήρε αρνητική απάντηση στο αίτημά του.

Ούτε η μητέρα ούτε η θεία του κοριτσιού συμφωνούσαν με το γάμο.

Του είπαν όμως πως μόνο ο θείος της, ο καπετάν Κώστας Μπότσαρης μπορεί να

απαντήσει. Ανέλαβε να του γράψει σχετικά η καλόγρια θεία, σε ένα γράμμα που

σώθηκε, και από αυτό αντλούνται και οι πληροφορίες για το ειδύλλιο.

«… εις τις μέρες ταύτας του θρήνου μας και κοπετού μας κατακλησμένες, μας

ήλθεν εδώ προς χαιρετισμόν κάποιος Βάσικτος αμερικάνος, ο οποίος είναι γνωστός

σας και ο ίδιος κομιστής της παρούσης μας, αυτός λέγω μας επερίσευσε την λύπη

μας ζητώντας μας την Βασιλική διά γυναίκαν του νόμιμην, ημείς άλλο δεν

απροκρήθημεν ει μη ότι αυτού οπού έρχετε να ομιλείσετε οι δυο σας και να μας

συγχωρήτε όπου σας γράφωμεν και σας ρίχνωμεν το βάρος, πρώτον επειδής ούτως

πρέπει με το να ήσε ο πατήρ πάντων ημών, δεύτερον και μας εβίασεν πολύ να σας

γράψωμεν, λοιπόν παμφίλτατε μοι πάρε μέτρα δραστήρια μην ακολουθήση κανένα

σφάλμα και γίνωμεν όνιδος θεού και ανθρώπων…».

Το γράμμα συνοδευόταν από την αρνητική απάντηση των δύο γυναικών.

Ο καπετάν Κώστας Μπότσαρης το διάβασε στο Ναύπλιο επιστρέφοντας από μια

αποτυχημένη εκστρατεία στην Αττική. Ήταν λίγο μετά το θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη.

Ο καπετάνιος έδωσε αρνητική απάντηση στον νεαρό Αμερικανό ο οποίος χτυπήθηκε

από σφαίρα στις 16 Ιουλίου 1827 και πέθανε μέσα σε ένα αγγλικό καράβι στην

αγκαλιά ενός άλλου Αμερικανού φιλλέληνα, του Τζόναθαν Μίλερ.


Ορισμένες μαρτυρίες και περιγραφές για τον έρωτα στα χρόνια του ’21 έχουν

διασωθεί μέσα από τα ημερολόγια και τις καταγραφές φιλλελήνων που έζησαν από

κοντά την Ελλάδα εκείνης της εποχής. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά κομμάτια

είναι αυτό του Αμερικανού φιλλέληνα Σάμιουελ Χάου, ο οποίος βρέθηκε να δίνει

τις ιατρικές του υπηρεσίες εθελοντικά και γνώρισε από κοντά τους Έλληνες στην

καθημερινότητα του αγώνα.

Από το ημερολόγιο του Χάου

«Σήμερα με κάλεσε ένας Έλληνας καπετάνιος για να εξετάσω κάποιον άρρωστό του.

Ανέβηκα στο άνω πάτωμα της παράγκας του και ‘κει βρήκα ξαπλωμένο πάνω σ’ ένα

από τα στρώματα ένα ουρί του Παραδείσου. Μόλις με είδε ανασηκώθηκε και κάθησε

πάνω στο στρώμα της τινάζοντας πίσω τα κατάμαυρα σγουρά μαλλιά της κι ύστερα

έσκυψε το κεφάλι προς τα μπρος σαν από δειλία ή ντροπή. Και ‘γω στάθηκα εκεί,

στο κατώφλι, λες και μ’ είχε χτυπήσει κεραυνός ή θωρούσα μπροστά μου το

φάντασμα του παππούλη μου. Σ’ ένα στρατόπεδο που θάρρευα πως δεν υπήρχε ούτε

κουνούπι θηλυκό, να βρεθώ ξαφνικά μπροστά σ’ ένα αβρό πλάσμα που είχε μια

τέτοια χάρη και φυσικότητα στην κάθε της κίνηση που ποτέ στη ζωή μου δεν είχα

ξανασυναντήσει σε γυναίκα! Η παρουσία μου όπως ήτανε φυσικό την αναστάτωσε

γιατί ήτανε μισόγυμνη κι αυτό την έκανε στα μάτια μου ακόμα πιο γοητευτική.

Έχασα την ψυχραιμία μου. Είχα μπει μέσα μ’ ολη την σοβαρότητα του Ιπποκράτη

για να εξετάσω κάποιον άρρωστο φουκαρά κι έπεσα πάνω σ’ έναν ανήμπορο άγγελο!

Και τα αισθήματά μου από Ιπποκρατικά έγιναν αυτά ενός οποιουδήποτε νέου άντρα,

είκοσι τριών μάλιστα Μαΐων! Βάζοντας ωστόσο όλη μου τη δύναμη, κέρδισα την

αυτοκυριαρχία μου και προχώρησα στην εξέτασή της. Το κορίτσι δεν είχε τίποτα

το σοβαρό ­ ένας κεφαλόπονος που είχε βάλει σε ανησυχία τον ερωτευμένο μας καπετάνιο!

Αργότερα έμαθα πως η κοπέλα δεν ήτανε γυναίκα του, μα η «chere amie» του.

Είναι Τούρκισσα και γι’ αυτό δεν μπορεί να την παντρευτεί. Μα αυτό δεν παίζει

ρόλο, γιατί σε παρόμοιες περιπτώσεις θαρρώ πως οι Ελληνες δεν παντρεύονται

ποτέ άλλη γυναίκα ­ μένουν πιστοί στην «amie» τους».