Ο Κώστας Χατζής και πάλι επί σκηνής. Ο «Γιος της άνοιξης», επικεφαλής

συγκροτήματος, παίζει και τραγουδά στον «Σκορπιό» της οδού Φιλελλήνων 5 παλιές

του επιτυχίες, αλλά και όμορφα καινούργια τραγούδια του που κυκλοφόρησαν

πρόσφατα, «Τα βράδια που ονειρεύονται οι Τσιγγάνοι».

Ο ιδιόρρυθμος Τσιγγάνος καλλιτέχνης, πιστός στο ποιοτικό τραγούδι αλλά και

στα ιδανικά της φυλής του, πιστεύει ότι αναβιώνει τις νύχτες της δόξας του

’70, του παλιού «Σκορπιού» και θυμάται τις πιο σημαντικές στιγμές που

σημάδεψαν τη ζωή και την πορεία του στην ελληνική μουσική σκηνή.


Ένας δυνατός προβολέας φωτίζει (σε σχήμα στρογγυλό) το κέντρο της σκηνής, με

την άδεια καρέκλα. Στην κατάμεστη αίθουσα της μπουάτ επικρατεί σιγή. Δέκα παρά

δέκα ακριβώς, εμφανίζεται ο Κώστας Χατζής. Παίρνει θέση μπροστά στο μικρόφωνο,

χαϊδεύει απαλά τις χορδές της κιθάρας, λέει μια ξερή καλησπέρα και ο κόσμος

ξεσπάει σε χειροκροτήματα. Σαββάτο βράδυ, παραμονή των Φώτων 1970. Η μπουάτ

«Σκορπιός» στις δόξες της. Πριν κλείσουν οι πόρτες, τουλάχιστον 100 άτομα που

περίμεναν πολλή ώρα στην ουρά, στην οδό Κηδαθηναίων, έχουν μείνει απ’ έξω.

Μέρες και νύχτες της δικτατορίας. Ο Κώστας Χατζής ένα από τα είδωλα της

νεολαίας, του λαού γενικότερα. Ο πιο τολμηρός, ίσως, καλλιτέχνης που έλεγε

τραγούδια διαμαρτυρίας, χωρίς να υπολογίζει τον οποιονδήποτε κίνδυνο:

«Την μοίρα μου άλλοι κυβερνάνε,

άλλοι την τύχη μου κρατούν,

τον κόσμο στον γκρεμό τον πάνε

κι εμένα ούτε με ρωτούν».

Στο τέλος κάθε ενότητας τραγουδιών ο κόσμος μέσα στον «Σκορπιό» ξεσπούσε σε

χειροκροτήματα και ιαχές. Ήταν μια εκτόνωση κατά της χούντας. Έχουν περάσει 30

χρόνια και τώρα ο Κώστας Χαζής, το ίδιο απλός, λαϊκός, αλλά πάντα ιδιόρρυθμος,

από τη σκηνή του «Σκορπιού» της οδού Φιλελλήνων, δίνει το στίγμα του ποιοτικού

τραγουδιού, στο οποίο συμπληρώνει μια γόνιμη θητεία που μετριέται, επισήμως,

σε 38 χρόνια και ανεπισήμως σε 43! Αυτή η πενταετία αποτελεί για τον Χατζή το

πιο δημιουργικό αλλά και ταυτόχρονα οδυνηρό ­ όπως λέει ­ κομμάτι της ζωής

του. Το χαρακτηρίζει αληθινό θρίλερ και για πρώτη φορά ζωντανεύει εικόνες και

γεγονότα από τα χρόνια της φωτιάς που έζησε περιπλανώμενος με μια κιθάρα στην

επαρχία και στην Αθήνα.

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Ο «Γιος της Άνοιξης», όπως τον αποκαλούν, είναι το δεύτερο από τα τρία παιδιά

της οικογένειας Τσιγγάνων από τη Λιβαδειά (Ευάγγελος Χατζής ο πατέρας, Ζωή η

μητέρα, Δήμητρα και Μαρία οι αδελφές).

Το θρίλερ της ζωής του Κώστα Χατζή αρχίζει από τα παιδικά χρόνια του. Σε

γάμους, βαφτίσια και πανηγύρια ακολουθούσε τον πατέρα του, που έπαιζε

σαντούρι. Ο Κώστας είχε έρωτα με την κιθάρα από παιδί. Μουσικός ήταν και ο

παππούς του, ο Κώστας Καραγιάννης, από τους πιο γνωστούς σολίστες του

κλαρίνου. «Στο σχολείο ­ θυμάται ο Κώστας Χατζής ­ δεν τα πήγαινα καλά. Είχα

προβλήματα. Παράλληλα με τα μαθήματα βοηθούσα τον πατέρα μου, που περνούσε

ψαθιά σε καρέκλες για σαλόνια. Όταν τελείωσα το Δημοτικό, πήγα να γίνω

αρμενιστής. Κάποιοι από τη Λιβαδειά, μέσω του συντοπίτη μας, τότε υπουργού

Δικαιοσύνης, Δημητρίου Παπασπύρου, φρόντισαν να πάω στο πλοίο «Μαχητής -04″

που ανήκε στο Βασιλικό Ίδρυμα. Εκεί πήγαιναν κι άλλα παιδιά που έβγαιναν

τεχνίτες και έπαιρναν φυλλάδιο για να μπαρκάρουν. Εκεί είχα μεγαλύτερα

προβλήματα. Ήμουν άτακτος και με το ζόρι πήρα ναυτολογημένο φυλλάδιο».

Από το πλοίο «Αρμενιστής» ο Χατζής επιστρέφει στη Λιβαδειά, όπου τον περιμένει

μια μεγάλη περιπέτεια. Ένα βράδυ πήγε στο σπίτι ενός φίλου του οικογενειακού.

Έπαιξε κιθάρα και τραγούδησε αντάρτικα τραγούδια, το 1955! Την άλλη μέρα το

πρωί, συνελήφθη από την Ασφάλεια Λιβαδειάς. Τον έστειλαν στο δικαστήριο, με

ογκώδη φάκελο δικογραφίας. Επίσημη κατηγορία: «Τραγουδούσε απαγορευμένα άσματα

των κομμουνιστοσυμμοριτών». Όλοι ήταν εναντίον του. Καταδικάστηκε. Θα είχε

υποστεί και άλλες διώξεις, αν ένας καλός άνθρωπος και φίλος του πατέρα του, ο

Ζητουνιάτης, δεν μεσολαβούσε στις αρχές. Ήταν επιχειρηματίας, είχε δεσμούς με

την τάξη του, αλλά ήταν αντίθετος με τους κομμουνιστοφάγους της εποχής.

Η μεσολάβηση Ζητουνιάτη ηρέμησε κάπως την κατάσταση, αλλά ο νεαρός Χατζής και

η οικογένειά του ήταν στο στόχαστρο της Χωροφυλακής και των χαφιέδων. Έτσι

αναγκάσθηκαν να φύγουν και να κατοικήσουν οικογενειακώς στη Χαλκίδα. Εκεί τα

πράγματα ήταν καλύτερα, λέει ο Κώστας Χατζής και θυμάται: «Άρχισα να δουλεύω

σε ταβέρνες της Χαλκίδας. Έπαιζα κιθάρα. Ήταν πόλη που είχε κοσμική ζωή και

χρήμα. Σε μια ταβέρνα της παραλίας, ήρθε ο γνωστός τραγουδιστής της εποχής,

Οδυσσέας Μοσχονάς με το συγκρότημά του. Με άκουσε να παίζω και με πήρε μαζί

του. Την κιθάρα μού την είχε χαρίσει στον Βόλο ­ όπου δούλεψε βοηθός μαραγκού

­ ο επί αδελφή γαμπρός μου, Λάκης Τελκής. Με το συγκρότημα του Μοσχονά, από τη

Χαλκίδα, βρεθήκαμε στη Ρόδο! Δουλεύαμε στο παραλιακό κέντρο Βασιλειάδη. Εκεί,

σ’ ένα διάλειμμα, είπα στον Μοσχονά και τους άλλους: Θέλετε να σας κάνω να

γελάσετε; Και πήρα το μικρόφωνο. Τραγούδησα ένα ρεφρέν από κάποιο λαϊκό: «Μεσ’

αυτή την κοινωνία, ζούμε όλοι μ’ αγωνία». Ο Μοσχονάς δεν το πίστευε. Έχεις

καταπληκτική φωνή, μου είπε. Από σήμερα θα τραγουδάς. Του αρνήθηκα και

διαφωνήσαμε. Έτσι, έφυγα από το συγκρότημά του».

Όταν έφυγε από τον Μοσχονά, ο Κώστας Χατζής πήγε σε άλλο μαγαζί στη Ρόδο κι

έπαιζε στο συγκρότημα του Πρόδρομου Τσαουσάκη, ο οποίος όμως έμεινε λίγες

μέρες εκεί. Και όταν ο Τσαουσάκης έφυγε για την Αθήνα, ο Χατζής πήγε στο

συγκρότημα του Πάνου Γαβαλά, που εμφανιζόταν στου «Μπάμπουλα», ένα λαϊκό

κέντρο, που στεγαζόταν σε εξέδρα στη θάλασσα. Μετά την ολοκλήρωση των

εμφανίσεών του στη Ρόδο, με τους λαϊκούς τραγουδιστές, επιστρέφει στη

Λιβαδειά, το καλοκαίρι του 1956:

ΣΤΟ ΚΟΥΤΟΥΚΙ

«Έπιασα αμέσως δουλειά σ’ ένα υπόγειο κουτούκι με δημοτικά στην «Καλύβα».

Έπαιζαν και τραγουδούσαν ο Γιαούζος (κλαρίνο) και ο Γκαμαβέλης (βιολί). Από

εκεί έφυγα και πήγα σ’ άλλο μαγαζί της Λιβαδειάς στου «Χρυσόστομου», όπου

εμφανιζόταν μία Αθηναία τραγουδίστρια, η Νίτσα Σαγιώρ (αδελφή του χορευτή Τάκη

Σαγιώρ). Εκτός από κιθάρα που έπαιζα, και τη συνόδευα, εκείνη μου ζήτησε να

τραγουδώ μαζί της. Στην αρχή δίστασα, αλλά τελικά τόλμησα. Της άρεσε πολύ η

φωνή μου. Αμέσως μου έκανε πρόταση να με πάρει στην Αθήνα για να παίζω και να

τραγουδώ. Δέχτηκα».

Η ανατολή του 1957 βρίσκει τον Κώστα Χατζή στην Αθήνα. Εργάστηκε με λαϊκό

συγκρότημα στου «Ρούκουνα». Του είπαν ότι είναι καταπληκτικός κιθαρίστας και

τραγουδιστής, αλλά σε δύο μήνες τον έδιωξαν. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει μία

νέα μεγάλη περιπέτεια στην Αθήνα. Μέρες και νύχτες γεμάτες αγωνία. Ο Κώστας

Χατζής θυμάται και περιγράφει:

«Έζησα περιπλανώμενος με την κιθάρα μου. Τριγυρνούσα νηστικός, διψασμένος,

άυπνος. Κάποια φορά είχα να φάω 18 μέρες! Η μόνη τροφή μου ήταν το νερό από τη

βρύση των πάρκων. Κοιμόμουν στα παγκάκια και στις κούρμπες, κάτω από τα

σκαλοπάτια των πολυκατοικιών. Πολλές φορές τον χειμώνα έκανα τον ύποπτο, γύρω

από την Ομόνοια, για να με συλλαμβάνει η Αστυνομία και να κοιμάμαι στα

κρατητήρια όπου είχε, τουλάχιστον, ζέστη. Ακόμη και σήμερα μού έχουν μείνει

κατάλοιπα από τις πνευμονίες που με βρήκαν εκείνα τα χρόνια. Όταν κοιμόμουν

στα παγκάκια και έβρεχε, εκάλυπτα το σώμα μου με την κιθάρα, γιατί είχε ντύμα

από χοντρό μουσαμά κι έτσι δεν γινόμουν μούσκεμα. Η κιθάρα ήταν το σώμα μου».

Η οδυνηρή περιπέτεια του Χατζή τελειώνει το 1959, όταν πήγε εθελοντής στην

Αεροπορία και λίγο μετά πέρασε ως τραγουδιστής στις εξετάσεις του ΕΙΡ (Εθνικό

Ίδρυμα Ραδιοφωνίας).


Η οικογένεια Χατζή στη Λιβαδειά το 1957. Καθιστοί: Ο Ευάγγελος και η Ζωή

Χατζή. Όρθια τα τρία παιδιά τους. Στη μέση ο Κώστας. Αριστερά η μεγαλύτερη

αδελφή Μαρία και δεξιά του, η μικρή Δήμητρα. Όλοι φορούν πένθος από το θάνατο

του παππού (πατέρα της μητέρας τους) Κώστα Καραγιάννη, που ήταν από τους

ξακουστούς κλαρινίστες της περιοχής

Η παρουσία του Κώστα Χατζή στο τραγούδι, το 1961, συνδέεται με τις μεγάλες

αλλαγές που έγιναν τότε στον ευρύτερο χώρο της λαϊκής μουσικής, της παραγωγής

δίσκων και της διασκέδασης γενικότερα.

Ο πολυτάλαντος και συμπαθής καλλιτέχνης από τη Λιβαδειά, ύστερα από

πολιτικοκοινωνικούς αγώνες και σκληρές δοκιμασίες, κατόρθωσε να ξεπεράσει τα

εμπόδια και να φθάσει ψηλά!

Τα βιώματα της φυλής του και η πάλη του εναντίον του κατεστημένου στο ελληνικό

τραγούδι, τον φέρνουν στον «Τιπούκειτο» του Δημήτρη Μπουκουβάλα, την πρώτη,

ίσως, μπουάτ στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Νίκης, στο Σύνταγμα. Εμφανίζεται

κοντά στον πρωτοπόρο Λάκη Παπά και όταν αποχωρεί εκείνος, ο Χατζής παίρνει

μόνιμα τη θέση του και συνεχίζει. Από τον «Τιπούκειτο» πάει στα «Κεριά» της

Τσακάλωφ και ύστερα στη «Ρουλότα» (Βουλής 21). Μετά στην «Καρυάτιδα» και στην

«Μπουάτ του Τσιγγάνου» στην Κέκροπος 12. Παράλληλα, αρχίζουν και οι πρώτες

ηχογραφήσεις δίσκων 45 στροφών για τον Κώστα Χατζή και αμέσως οι πρώτες

επιτυχίες: «Μη μιλάς αλλού γι’ αγάπη», «Το μουράγιο στο λιμάνι», «Ο

πραματευτής», «Τ’ αστέρι του βοριά», «Το κορίτσι με το κορδελάκι», «Αυτούς που

βλέπεις», «Ο Μίμης ο Τσιγγάνος». Οι πρώτες συνεργασίες με Θεοδωράκη,

Χατζιδάκι, Μαρκόπουλο, Πλέσσα, Σαββόπουλο, με τον οποίο ξεκίνησαν σχεδόν την

ίδια περίοδο στις μπουάτ.

Ο ΜΙΚΗΣ


Με τη Γαλλίδα τραγουδίστρια Ζοζιάν Γαβριηλίδου, στον «Σκορπιό» της οδού

Κυδαθηναίων το 1972

Τα τραγούδια του Θεοδωράκη «Αυτούς που βλέπεις» και «Μίμης ο Τσιγγάνος», σε

ποίηση Μιχάλη Κατσαρού, ο Κώστας Χατζής τραγούδησε στο θέατρο «Κατερίνα» το

1962, όταν παιζόταν το έργο: «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα».

Ο Χατζής μιλά πάντα με θαυμασμό μεγάλο για Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, ακόμη και σήμερα:

«Δεν τους θεωρώ απλώς συνθέτες. Είναι μεγάλοι μουσουργοί. Τρομερές

φυσιογνωμίες και οι δύο. Είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές της Ελλάδας σε όλο τον

κόσμο. Τα ξένα κράτη γνωρίζουν τη χώρα μας από τα έργα του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι».

Μία απορία του Κώστα Χατζή, που κρατάει 36 χρόνια, είναι ότι το 1962-63 ενώ

είχε κάνει πρόβες για να τραγουδήσει τους «Λιποτάκτες» του Μίκη Θεοδωράκη

ξαφνικά κάτι μεσολάβησε με τη δισκογραφική εταιρεία και χάλασε η δουλειά. Και

θυμάται πάντα αυτό το παράπονο: «Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι έγινε τότε. Μου

μένει πάντα η απορία και το παράπονο. Αυτά όμως συμβαίνουν, δυστυχώς».

Σημαντική στιγμή για τη μεγάλη πορεία του Χατζή στο ελληνικό ποιοτικό τραγούδι

ήταν όταν άρχισε να ηχογραφεί σε δίσκους τις μπαλάντες που ο ίδιος συνέθεσε.

Τα δικά του τραγούδια που, σε συνδυασμό με την ερμηνεία και την καταπληκτική

του ενορχήστρωση, τον ανέδειξαν ως ξεχωριστή προσωπικότητα στην κορυφή. Η μάχη

που έδωσε στη δικτατορία με τα τραγούδια του, από την μπουάτ «Σκορπιός», τους

δίσκους και τις συναυλίες του, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Τα έργα

του αλλά και τα τραγούδια του αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι του μουσικού μας

πολιτισμού: «Αναγέννηση – Αλόννησος», «Πέτρα και φως», «Ρεσιτάλ» (με τη

Μαρινέλλα), «Ταμ-Ταμ», «Ο γιος της άνοιξης», «Τα νταουλιέρικα» είναι από τις

πιο αντιπροσωπευτικές μουσικές εργασίες του (σε στίχους δικούς του και των

Σώτιας Τσώτου, Φ. Φιλέρη, Η. Λυμπερόπουλου, Ερρ. Θαλασσινού, Σ. Αλιβιζάτου, Μ.

Θειόπουλου κ.ά.).


Έκπληξη! Ο τσιγγάνος Κώστας Χατζής συναντά τον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ

στον Λευκό Οίκο. Η επίσκεψη ήταν εκτός προγράμματος και κράτησε 45 λεπτά. Θέμα

οι διώξεις των αντιρρησιών συνείδησης

Η στερημένη παιδική ζωή, η τρομακτική περιπλάνηση στα εφηβικά του χρόνια και

οι διώξεις έχουν κάνει τον Κώστα Χατζή έναν άνθρωπο γεμάτο απλότητα και

καλοσύνη. Έναν καλλιτέχνη ιδιόρρυθμο, εκρηκτικό και αληθινό. Αγαπάει την

οικογένειά του και τους ομόφυλούς του. Ζει στη Βόρεια Εύβοια, στο Καστρί, μια

παραλία έξω από το χωριό Γούβες. Αγναντεύει το Αιγαίο, παρέα με τη Γερμανίδα

σύζυγό του, την Ούρσουλα. Τα παιδιά μας, λέει ο Χατζής, έχουν πάρει τον δρόμο

τους. Και το διευκρινίζει:

«Έχουν μάθει ωραίους γύφτικους τρόπους και στέκονται σωστά στην κοινωνία, η

Ζωή, ο Ευάγγελος, ο Αλέξανδρος, η Αγάπη».

Για τον Αλέξανδρο ο Κώστας Χατζής λέει: «Έχει τα στοιχεία και τα προσόντα για

να διακριθεί σ’ αυτό που άρχισε. Χρειάζεται δουλειά και προσπάθεια. Θα τα καταφέρει».

Στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης

εντάσσει τη συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ το 1975, στον

Λευκό Οίκο:

45 ΛΕΠΤΑ


Με το γιο του Αλέξανδρο Χατζή, που έχει κάνει ήδη εντυπωσιακό ξεκίνημα στη

δισκογραφία και σε δημόσιες εμφανίσεις

«Όταν βρέθηκα ­ τότε ­ για συναυλίες στον Ελληνισμό Αμερικής και Καναδά, ένας

Έλληνας ιδιοκτήτης ραδιοτηλεοπτικού δικτύου, ο Δημήτρης Καπανάς, μεσολάβησε

για να συναντήσω τον Αμερικανό πρόεδρο. Ο Κάρτερ ­ εκτός προγράμματος και

πρωτοκόλλου ­ με κράτησε στο γραφείο του 45′ (!) και άκουσε τις απόψεις μου

για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εγώ έκανα διάβημα διαμαρτυρίας, γιατί εκείνη την

περίοδο εδιώκοντο ομαδικά αντιρρησίες συνείδησης. Έδειξε μεγάλη κατανόηση και

εκτός των άλλων είπε ότι του αρέσει η Ελλάδα και ότι θαυμάζει τη φυλή των

Τσιγγάνων». Για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο ελληνικό τραγούδι, ο

Κώστας Χατζής πιστεύει ότι συνδέεται άμεσα με την γενικότερη

κοινωνικο-πολιτική. Λέει χαρακτηριστικά: «Έχουμε μπει σ’ ένα σύστημα που

αποτελεί παγίδα για τη ζωή, την κοινωνία, τον πολιτισμό. Οι άνθρωποι δεν

επικοινωνούν όπως παλιά. Είναι μια εποχή που έχει διαρρηχθεί η επικοινωνία.

Τότε, ο κόσμος ήξερε να λέει και ν’ αγαπά τα γλυκά λόγια. Σήμερα, ακούμε λόγια

με ανόητα σλόγκαν. Στην εποχή μας ακόμα και η αργκό ήταν όμορφη!».

Στον «Σκορπιό» της οδού


Κέφι, τραγούδι και χορός με τη Χαρούλα Αλεξίου στο Rex

Φιλελλήνων ο Κώστας Χατζής (με οργανωτή πάντα τον αχώριστο φίλο και σύμβουλό

του, τον γαμπρό του Λάκη Τελκή) με την Αντωνία Χατζίδη, τον Άλκη Κόλλια, την

Ελένη Τσαγκαράκη και μεγάλο συγκρότημα αναβιώνουν τις νύχτες του παλιού

«Σκορπιού» και παρουσιάζουν μία θαυμάσια επιλογή από παλιά τραγούδια με το

καινούργιο «Τα βράδια που ονειρεύονται οι Τσιγγάνοι».