Τρία ανέκδοτα κείμενα που «έγραψε ή υπαγόρευσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής»,

κατά την πολυετή παραμονή του στο Παρίσι, περιλαμβάνει το νέο βιβλίο του

στενού συνεργάτη του, πρώην υπουργού και ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Παναγιώτη

Λαμπρία. Αφορούν «στις σχέσεις με το στέμμα, στις σχέσεις με το κεφάλαιο και

στις σχέσεις με τους αντιπάλους». Τα κείμενα αυτά αποτελούν το τελευταίο

κεφάλαιο του βιβλίου τού κ. Λαμπρία «Καραμανλής, ο φίλος», που θα κυκλοφορήσει

από τις Εκδόσεις Ποταμός. «ΤΑ ΝΕΑ» προδημοσιεύουν το κεφάλαιο για «τις σχέσεις

του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το στέμμα». Ο ίδιος ο ιδρυτής της ΕΡΕ και της

Ν.Δ. δίνει τη δική του ερμηνεία, γιατί επελέγη αυτός από τα Ανάκτορα για

πρωθυπουργός και όχι οι αντιπρόεδροι του Συναγερμού, Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ή Στέφανος Στεφανόπουλος. Ακόμη, μιλάει για τις σχέσεις του με το Παλάτι και

την «πολυμήχανη, ικανή να ασκήσει γοητεία Φρειδερίκη», αλλά και τη διαφωνία

του μαζί της γιατί η τελευταία ζητούσε συνεχώς να αυξηθεί η χορηγία ή να δοθεί

μεγάλη προίκα στην πριγκίπισσα Σοφία για να παντρευτεί τον Χουάν Κάρλος της

Ισπανίας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σ’ αυτό το ανέκδοτο κείμενο ­ που

εμπιστεύθηκε το 1995 στον προσωπικό του φίλο Τάκη Λαμπρία, «εσύ θα κρίνεις,

όταν εγώ θα έχω φύγει, αν αξίζει, πότε και πώς, να δοθεί στη δημοσιότητα», ­

υποστηρίζει ότι δεν γνώριζε για τη βία και νοθεία της ΕΡΕ στις εκλογές του

’61. Και σημειώνει ότι περισσότερα γνώριζαν οι αντίπαλοί του, ο Γεώργιος

Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος, παρά ο ίδιος. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής

λέει ακόμη ­ πάντα με βάση το κείμενο που περιλαμβάνει στο βιβλίο του ο Τάκης

Λαμπρίας ­ ότι ο ίδιος ήθελε υπηρεσιακή κυβέρνηση να κάνει τις εκλογές του

’61, αλλά δεν τον άφησε το Παλάτι. Προσθέτει ότι «την ψυχολογική βία στην

Αριστερά» την άσκησε το Παλάτι και όχι αυτός και το κόμμα του, η ΕΡΕ. Και ότι,

όχι μόνο δεν συνέβαλε στη βία και στη νοθεία της εποχής, όπως έχουν καταγράψει

οι ιστορικοί για τη δεκαετία του ’60, αλλά αντιθέτως η ΚΥΠ κατ’ εντολήν των

Ανακτόρων είχε τυπώσει προκηρύξεις εναντίον του, οι οποίες, όμως, όπως

αναφέρει, δεν μοιράστηκαν.


Το βιβλίο «Καραμανλής, ο φίλος» του ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Τάκη Λαμπρία,

κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποταμός

ΜΕΧΡΙ την εποχή που έγινα Πρωθυπουργός, οι σχέσεις μου με το Στέμμα ήταν

τυπικές, παρ’ όλο που οι Βασιλείς έδειχναν ιδιαίτερη εκτίμηση για το έργο μου

και τον χαρακτήρα μου. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η εκλογή μου ως

Πρωθυπουργού δεν υπήρξε, όπως ελέχθη, προϊόν προσωπικής ευνοίας, αλλά η

επιλογή, κατά την κρίση του Βασιλέα, του καταλληλότερου πολιτικού για τις

κρίσιμες εκείνες στιγμές.

Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας μου κράτησα τις σχέσεις μου με τα Ανάκτορα

σε επίπεδο υπηρεσιακό και όταν ακόμη η Βασιλική Οικογένεια ενεθάρρυνε την

ανάπτυξη οικειοτέρων σχέσεων. Και το έκαμα αυτό και διότι δεν ήθελα να

εκτίθεται ο Βασιλεύς απέναντι των κομμάτων και της κοινής γνώμης αλλά και

διότι, δημοκρατικός εξ ιδιοσυγκρασίας, δεν αισθανόμουν άνετα στο ανακτορικό περιβάλλον.

ΗΤΑΝ ΠΡΟΤΙΜΩΤΕΡΟ

Δεν υπήρξα βασιλόφρων εκ πεποιθήσεως. Γιατί, όπως λέει ο Αριστοτέλης, η

Βασιλεία αυτή καθαυτή συμβολίζει την ανισότητα. Πίστευα όμως ότι, παρά τις

αδυναμίες του, το υφιστάμενο καθεστώς ήταν προτιμώτερο από την υποτροπή του

Πολιτειακού, που επί 60 χρόνια δίχαζε το Έθνος. Πίστευα εξάλλου ότι με τη

ρευστότητα που παρατηρείται στην πολιτική μας ζωή, η Βασιλεία θα μπορούσε να

αποβεί σταθεροποιητικός παράγοντας, εφόσον βέβαια εκπλήρωνε ορθώς την αποστολή

της. Στην υιοθέτηση της θέσεως αυτής με ενίσχυε και η προσωπικότητα του

Βασιλέως Παύλου, ο οποίος, πέραν της αγαθότητος και της εντιμότητός του,

διεπνέετο και από ειλικρινή αγάπη για τον Ελληνικό Λαό.


Τάκης Λαμπρίας: Μου εμπιστεύθηκε ο Καραμανλής, το ’95, τα ανέκδοτα κείμενά

του. Και μου είπε: «Εσύ θα κρίνεις, όταν εγώ θα έχω φύγει, αν αξίζει πότε και

πώς, να δοθούν στη δημοσιότητα»

Διακατεχόμενος από αυτές τις αντιλήψεις και αντιλαμβανόμενος ότι πολλές φορές

η συμπεριφορά του Στέμματος ενοχλούσε την κοινή γνώμη και προκαλούσε φθοροποιά

σχόλια και κρίσεις, προσπάθησα ευθύς εξ αρχής και με τρόπο διακριτικό να πείσω

τους Βασιλείς να καταστήσουν τη ζωή τους λιτή και όσο το δυνατόν αθόρυβη.

Είχα τη γνώμη ότι η Βασιλεία, για να επιζήσει, έπρεπε να μην ενοχλεί με την

παρουσία της, πολύ περισσότερο μάλιστα στη χώρα μας, όπου τα κόμματα αναζητούν

αφορμή για να δημιουργούν ζητήματα στο Στέμμα.

Βεβαίως η προσπάθεια αυτή ήταν δύσκολη, πρώτον διότι αφορούσε και την

προσωπική ζωή της βασιλικής οικογένειας (τα οικονομικά τους θέματα, σχέσεις

κοινωνικές και προσωπικές, συχνά ταξίδια στο εξωτερικό κ.λπ.) και δεύτερον

διότι υπήρχε διαφορετική εκτίμηση όσον αφορά τον ρόλο του Στέμματος. Σε

αντίθεση προς εμένα, εκείνοι πίστευαν, και ιδίως η Βασίλισσα, ότι η

δραστηριότητα και η μεγαλοπρέπεια προσέθεταν στο κύρος του θεσμού και τον

επέβαλλαν στη λαϊκή συνείδηση.

ΗΤΑΝ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ


Φρειδερίκη – Καραμανλής. Ο ιδρυτής της ΕΡΕ πίστευε πάντα πως «η βασίλισα ήταν

πολυμήχανη, ικανή να ασκήσει γοητεία»

Πάντως, στην προσπάθειά μου αυτή, τους γινόμουν συχνά δυσάρεστος. Παρά τη

διαφορά μας αυτή των αντιλήψεων οι σχέσεις μου με τους Βασιλείς ήταν άριστες

κατά τα πρώτα χρόνια, καθόσον δεν ανεμιγνύοντο στο έργο της Κυβερνήσεως. Ο

Παύλος ιδίως ήταν τόσο διακριτικός…

Η πρώτη αναταραχή, παροδική όμως, παρατηρήθηκε στις σχέσεις μας το 1956, όταν

έφερα στη Βουλή το θέμα της αυξήσεως της βασιλικής χορηγίας. Προτού να

καταθέσω το σχετικό νομοσχέδιο, συνεβούλευσα στον Βασιλέα να επιζητήσει και τη

σύμφωνη γνώμη της αντιπολιτεύσεως, για ν’ αποφευχθεί η συνήθης δημαγωγική

εκμετάλλευση του θέματος. Ο Βασιλεύς με βεβαίωσε ότι τόσο ο Παπανδρέου όσο και

ο Βενιζέλος όχι μόνο συμφωνούσαν αλλά και πλειοδοτούσαν επ’ αυτού. Αφού όμως

με τον τρόπο αυτό παγίδευσαν την Κυβέρνηση, δημιούργησαν κατά τη συζήτηση του

νομοσχεδίου εκτεταμένο και απρεπή θόρυβο, ο οποίος ανάγκασε τον Βασιλέα, με

επιστολή την οποία μου απηύθυνε, να παραιτηθεί εν τέλει από την αύξηση της χορηγίας.

Το 1958 προκλήθηκε κυβερνητική κρίση λόγω της γνωστής αποστασίας ωρισμένων

βουλευτών του κόμματός μου. Και είναι μεν βέβαιο ότι, ενθαρρυνθείς και από τη

Βασίλισσα, αναμίχθηκε ενεργά ο Ποταμιάνος στην κίνηση αυτή, αλλά νομίζω ­ παρά

τις αντίθετες διαβεβαιώσεις των αποστατών ­ εν αγνοία του Βασιλέως. Το γεγονός

αυτό όμως έγινε αφορμή να έχουμε μία δυσάρεστη σκηνή με τον Βασιλέα και, όταν

του ζήτησα να θέσει τέρμα στη δραστηριότητα του Ποταμιάνου, του οποίου οι

πράξεις εξέθεταν πολλές φορές το Στέμμα, ο Βασιλεύς, ο οποίος είχε μια

περίεργη αδυναμία στον Ποταμιάνο, υπεραμύνθηκε αυτού κατά τρόπον ώστε να

χωρίσουμε ψυχραμένοι. Το απόγευμα όμως μου έστειλε τον Διάδοχο για να μου

εκφράσει τη λύπη του για το επεισόδιο αυτό και επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη του

προς εμένα με την υιοθέτηση της εισηγήσεώς μου περί αμέσου διαλύσεως της

Βουλής, για την οποία ο Βασιλεύς είχε επιφυλάξεις που τις ενεθάρρυναν εκτός

της αντιπολιτεύσεως και ωρισμένοι συνεργάτες μου.

ΑΝΑΜΙΞΕΙΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗΣ

Τις δυσκολίες αυτές τις ενέτεινε και η παρουσία της Βασιλίσσης Φρειδερίκης, η

οποία ήταν πολυμήχανη και ικανή να ασκήσει γοητεία, αλλά είχε φεουδαρχική

νοοτροπία και ανάλογες ιδέες και συμπεριφορά. Σε αντίθεση προς τον Βασιλέα,

αναμιγνυόταν πολλές φορές σε θέματα ξένα προς τα καθήκοντά της και προκαλούσε αντιδράσεις.

Αυτές ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες φθάσαμε στις εκλογές του 1961. Ο

Βασιλεύς μου ζήτησε να κάνω εγώ τις εκλογές, διότι επιθυμούσε, και πολύ ορθά,

να τεθεί τέρμα στην ιστορία των υπηρεσιακών κυβερνήσεων οι οποίες, εκτός του

ότι αποτελούν πολιτειακή ανωμαλία, εμφανίζουν και τη χώρα μας ως υποανάπτυκτη

πολιτικά. Παρ’ ότι υπεστήριζα και εγώ την άποψη αυτή, του εξήγησα γιατί στην

περίπτωση αυτή, που θα έπρεπε να είναι και η τελευταία, επιβαλλόταν ο

σχηματισμός υπηρεσιακής κυβερνήσεως. Όταν μάλιστα με ρώτησε ποιον θεωρώ

κατάλληλο για το έργο αυτό, του υπέδειξα τον στρατηγό Τσακαλώτο, και διότι

προερχόταν από την παράταξη των αντιπάλων μου αλλά και διότι υπήρχε η

πληροφορία ότι η αντιπολίτευση θα επεδίωκε με την πρόκληση ταραχών να

καταστήσει διαβλητές τις εκλογές. Ο Βασιλεύς συμφώνησε και κάλεσε προς τούτο

τον Τσακαλώτο. Η ύποπτη όμως ανάμιξη του κ. Ποταμιάνου περιέπλεξε και πάλι τα πράγματα.


Μεταπολίτευση, 1974. Χαράματα της 24ης Ιουλίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής

επιστρέφει στην Ελλάδα. Στο πλευρό του πάντα ο Τάκης Λαμπρίας

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ της συμπεριφοράς των αντιπάλων μου έναντι του Στέμματος είναι

το γεγονός ότι παράλληλα με τις απαράδεκτες επιθέσεις των διεμήνυαν συνεχώς

προς τους Βασιλείς ότι η πολεμική των δεν ωφείλετο σε εχθρότητα κατά του

Στέμματος, αλλά στη δική μου παρουσία στην εξουσία. Και αυτό ήταν ασφαλώς

κακόηθες, αλλά ήταν και αληθές. Τόσο, ώστε πολλές φορές είχα το δυσάρεστο

συναίσθημα ότι, χωρίς βέβαια ευθύνη δική μου, αλλά πάντως εξ αιτίας μου,

εβάλλετο το Στέμμα. Παρ’ όλες όμως αυτές τις απαράδεκτες επιθέσεις, που ήταν

φυσικό να επηρεάζουν εμμέσως και τις δικές μας σχέσεις, ο Βασιλεύς δεν έπαυε

να με περιβάλλει με την εμπιστοσύνη του. Η Βασίλισσα όμως και ο Διάδοχος

άρχισαν να εκτίθενται σε εχθρικές εκδηλώσεις εναντίον μου. Οι εκδηλώσεις αυτές

άρχισαν κυρίως από τις εκλογές του 1961. Θα αναφέρω τις πιο χαρακτηριστικές

από αυτές:

Πρώτον, δόθηκε εντολή στην ΚΥΠ να τυπωθούν κατά τις εκλογές εκείνες

εκατομμύρια προκηρύξεις με αντικαραμανλικό περιεχόμενο, οι οποίες όμως τελικά

δεν διενεμήθησαν. Αυτό το πληροφορήθηκα μετά την αποχώρησή μου από πολλές

πλευρές και αποδεικνύει ότι η ΚΥΠ, εν αγνοία της κυβερνήσεώς μου, εκτελούσε

εντολές των Ανακτόρων.

Δεύτερον, ο Διάδοχος κατά τη διάρκεια του Ανενδότου Αγώνα είχε επαφές με τον

Παπανδρέου και όταν επισκέφθηκε τη Γερμανία είπε στον τότε πρεσβευτή Θ. Τσάτσο

ότι «καιρός είναι να γίνει κάποια αλλαγή για να τερματισθεί η πολιτική οξύτης».

Τρίτον, το θέρος του 1961 η κα Κέννεντυ ήρθε στην Ελλάδα ανεπισήμως, ως

προσωπική μου προσκεκλημένη. Οι Βασιλείς, ενοχλημένοι προφανώς, ηθέλησαν να

αγνοήσουν την παρουσία της και με κόπο τούς έπεισα να την καλέσουν σε γεύμα.

Και την κάλεσαν μεν, αλλά δεν κλήθηκα εγώ και η σύζυγός μου. Ένα βράδυ εξ

άλλου που παρέθετα γεύμα προς τιμήν της κας Κένεντυ στον Ναυτικό Όμιλο, ήρθε ο

Διάδοχος και από την αυλή έστειλε σημείωμα στην κα Κέννεντυ, με το οποίο την

προσκαλούσε σε περίπατο. Η κα Κέννεντυ έκπληκτη μου έδωσε το σημείωμα και με

ρώτησε τι έπρεπε να κάνει. Την καθησύχασα και έστειλα στην αυλή τη σύζυγό μου,

η οποία έπεισε τον Διάδοχο και τις πριγκίπισσες να τιμήσουν τη συγκέντρωσή

μας. Εννοείται ότι την επομένη δημιούργησα μέγα θέμα για τη συμπεριφορά αυτή

του Διαδόχου.

ΟΠΩΣ προέβλεψα, η αντιπολίτευση, μόλις εγνώσθη το θέμα ­ της προίκας της

Σοφίας με 300.000 δολλάρια για να παντρευτεί τον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας ­

εξαπέλυσε τόσο με τον τύπο όσο και στη Βουλή μια επίθεση όχι απλώς απρεπή αλλά

και υβριστική κατά του Στέμματος, με δυσάρεστες και πάλι αναφορές για την

Οικογένεια για την ιστορία της Δυναστείας.

Ο εφοπλιστης Αρ. Ωνάσης, λόγω του θορύβου που δημιουργήθηκε στο εξωτερικό, μου

έστειλε την 8η Μαρτίου μία επιταγή 300.000 δολλαρίων και μου έγραφε ότι έχω τη

δυνατότητα να χρησιμοποιήσω το ποσό αυτό για την προικοδότηση της πριγκίπισσας.

Του επέστρεψα την επιταγή και διετύπωσα τις ευχαριστίες μου με την ακόλουθη επιστολή:

«Αγαπητέ κ. Ωνάση,

Σε συγχαίρω διά την χειρονομίαν σου, η οποία είναι πράγματι συγκινητική. Η

μικρολόγος συζήτησις η οποία διεξάγεται γύρω από το θέμα της προικοδοτήσεως

της Πριγκιπίσσης ήτο φυσικόν να θίξη την εθνικήν σας φιλοτιμίαν.

Παρ’ όλον ότι εκτιμώ την προσφοράν σου, δεν δύναμαι να την αποδεχθώ διά λόγους

αρχής. Είναι ανάγκη να μάθη κάποτε ο λαός μας να ακούη την αλήθεια και να

αντιδρά κατά της δημαγωγίας. Διότι θα απετέλει σφάλμα με δυσαρέστους συνεπείας

εάν η Κυβέρνησις φοβούμενη τον θόρυβον της αγοράς εγκατέλειπεν μέτρα τα οποία

θεωρεί ορθά και τίμια. Ούτε είναι σωστόν να υποκύψη εις ωμάς εκβιάσεις της

αντιπολιτεύσεως, η επικράτησις των οποίων θα οδηγήση θάττον ή βράδυον εις την

κατάλυσιν του πολιτεύματος.

Σε παρακαλώ να μου γνωρίσης εις ποίον να παραδώσω την επιταγήν.

Μετά τιμής».

Πράγματι, μετά τρεις ημέρες και χωρίς, για λόγους εθνικής αξιοπρεπείας, να το

ανακοινώσω δημοσία, παρέδωσα την υπ’ αριθμ. 76735 επιταγή στον αντιπρόσωπο του

κ. Ωνάση κ. Μ. Τόμπρα.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ τελική άρνηση του κ. Τσακαλώτου, την οποία ενεθάρρυνα και εγώ, να μην

δεχθεί τον κ. Ποταμιάνο ως Υπουργό Εθνικής Αμύνης, ο Βασιλεύς ανέθεσε την

εντολή, όπως είπα, στον στρατηγό Δόβα, με υπουργό όμως πάντοτε της Εθνικής

Αμύνης τον κ. Ποταμιάνο.

Όταν πληροφορήθηκα την απροσδόκητη και περίεργη αυτή αλλαγή της θέσεως του

Βασιλέως στο θέμα της υπηρεσιακής κυβερνήσεως, διεμήνυσα προς τον Βασιλέα διά

του κ. Αβέρωφ ότι θεωρούσα την απόφασή του ατυχή αλλά και πρόκληση απέναντί

μου, επεκαλούμην δε προς τούτο και τις ευθύνες μου ως αρχηγού της πλειοψηφίας,

αλλά και το γεγονός ότι με άφηνε εκτεθειμένο εφόσον από κοινού είχαμε επιλέξει

τη λύση Τσακαλώτου. Όταν μετά δύο ημέρες συναντηθήκαμε, η ψυχρότητα στις

σχέσεις μας ήταν πλέον εμφανής.

Πάντως για το θέμα των εκλογών του 1961, που τόσο ταλαιπώρησε τη χώρα, η

αλήθεια, όπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων, είναι η εξής:

Η ανάθεση του υπουργείου Εθνικής Αμύνης στον κ. Ποταμιάνο, που εγένετο με

σύμφωνο γνώμη της αντιπολιτεύσεως, ωφείλετο στους εξής λόγους.

Μετά τις εκλογές του 1958, που έφεραν την ΕΔΑ δεύτερο κόμμα, είχε δημιουργηθεί

μία εύλογη ανησυχία στα Ανάκτορα και σε ωρισμένους στρατιωτικούς κύκλους. Και

είχε γίνει η σκέψις, εν όψει νέων εκλογών, να ασκηθεί ψυχολογική πίεσις επί

των κομμουνιστών για να συμπτυχθεί η δύναμίς των. Τα ανόητα αυτά σχέδια τα

κατήρτιζαν μυστικές υπηρεσίες εν αγνοία της κυβερνήσεώς μου. Όταν

προκηρύχθηκαν εκλογές για το 1961, ο κ. Ποταμιάνος ενημέρωσε τους αρχηγούς της

αντιπολιτεύσεως για τα σχέδια αυτά και τους συνέστησε να προσπαθήσουν να

επωφεληθούν οι ίδιοι. Πράγματι ο κ. Παπανδρέου ενημέρωσε ωρισμένους βουλευτάς

του ­ που μου το απεκάλυψαν οι ίδιοι ­ να φροντίσουν να αξιοποιήσουν αυτό το μυστικό.

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΠΡΟΣ ΠΑΥΛΟ


Παύλος – Καραμανλής. Οι σχέσεις τους ήταν, σε γενικές γραμμές, καλές. Τις

σκίαζαν, πάντα, οι παρεμβάσεις της Φρειδερίκης

ΔΕΝ ΘΑ αναφέρω και άλλα περιστατικά που χαρακτήριζαν το κλίμα που επικρατούσε

τότε στις σχέσεις μου με το Στέμμα, για να μην μακρηγορήσω. Πάντως, στις 3

Οκτωβρίου 1962, επιθυμώντας να βάλω τάξη στην κατάσταση αυτή, απηύθυνα στον

Βασιλέα την ακόλουθη επιστολή:

«Είναι γνωστή η αφοσίωσίς μου προς Υμάς και το Στέμμα, όπως είναι γνωστή και η

εμπιστοσύνη με την οποία με περιβάλλετε και την οποία προσεπάθησα δι’ όλων μου

των δυνάμεων να δικαιώσω.

Παρά ταύτα, μία διαφορετική εκτίμησις ωρισμένων πραγμάτων, αφορώντων εις την

ζωήν και την δραστηριότητα του Στέμματος, εδημιούργησε προσφάτως ένα κλίμα το

οποίον εκτρέφει παρεξηγήσεις και δυσχεραίνει ενίοτε την ομαλήν συνεργασίαν

μεταξύ Στέμματος και Κυβερνήσεως.

Σας παρακαλώ να βεβαιωθήτε ότι ο υποφαινόμενος ουδεμίαν έχει πρόθεσιν να

αναμιγνύεται εις την προσωπικήν Σας ζωήν και να προκαλή ίσως πολλάκις την

πικρίαν Σας. Οσάκις πράττει τούτο, το πράττει εκ καθήκοντος και μόνον εις τας

περιπτώσεις εκείνας που κρίνει ότι δύνανται να βλάψουν το Στέμμα και, συνεπώς,

και την χώραν.

ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ

Θα απετέλει βαρείαν παράλειψιν εκ μέρους μου εάν, υπεύθυνος κατά το Σύνταγμα

δια τους λόγους και τας πράξεις του θρόνου, απέφευγα, δια να μη γίνω

δυσάρεστος, να διατυπώσω ειλικρινώς τας σκέψεις μου επ’ αυτών. Δύναται ίσως να

αμφισβητηθή η ορθότης των παρατηρήσεών μου. Δεν δύναται όμως να αμφισβητηθή η

καλή μου πίστις και, συνεπώς, το καθήκον μου να τας υποβάλω.

Πάντες αναγνωρίζουν τας αρετάς Σας ως Βασιλέως και Ανθρώπου. Αι αρεταί αυταί

Σας εξησφάλισαν την αγάπην του ελληνικού λαού, η οποία θα πρέπει να διαφυλαχθή

χάριν του Έθνους. Διότι θα ήτο ιστορικώς ασυγχώρητον εάν η δημοτικότης Σας

αυτή και, συνεπώς, η ασφάλεια του θρόνου εκλονίζετο, όχι από σφάλματα πολιτικά

ή ηθικά, αλλά από έλλειψιν επαρκούς προσοχής επί πραγμάτων τα οποία, ενώ αυτά

καθ’ εαυτά είναι ασήμαντα, είναι δυνατόν, ιδίως εις την χώραν μας, να

προξενήσουν φθοράν με δυσαρέστους συνεπείας. Και τούτο διότι δίδουν αφορμήν

σχολίων, το δε Στέμμα, διά να διατηρηθή άφθαρτον, δεν πρέπει να σχολιάζεται.

Όπως γνωρίζετε, άλλωστε, η Ελλάς είναι μία χώρα με κρίσιμον γεωγραφικήν θέσιν,

με επικίνδυνον πολιτικήν διάρθρωσιν και με δραματικήν πολιτειακήν ιστορίαν. Η

πραγματικότης αυτή επιβάλλει εις το Στέμμα μείζονα προσοχή παρά εις οιανδήποτε

άλλην χώραν.

ΤΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΞΕΤΕ

Θα μου επιτρέψετε να Σας είπω ποία είναι τα θέματα εκείνα τα οποία, κατά την

γνώμην μου, έχουν ανάγκη ιδιαζούσης προσοχής.

1. Φαίνεται να επικρατή η πεπλανημένη αντίληψις ότι η μεγαλοπρέπεια

ενισχύει τον θρόνον. Συμβαίνει το αντίθετον. Η απλότης και η λιτότης

εδραιώνουν τον Θεσμόν. Αυτό δεν είναι μόνον αληθές, αλλά ανταποκρίνεται πλήρως

και εις τον χαρακτήρα Σας.

2. Τα συχνά ταξείδια εις το εξωτερικόν, όταν μάλιστα συνεπάγονται

ταυτόχρονον απουσίαν Βασιλέως και Διαδόχου, προξενούν κακήν εντύπωσιν και

προκαλούν αντιδράσεις.

3. Τα κείμενα των Βασιλικών Λόγων δεν είναι ακίνδυνον να γίνωνται εν

αγνοία της Κυβερνήσεως. Γνωρίζω και σέβομαι την επιθυμίαν Σας να έχουν τα

κείμενα τη σφραγίδα της προσωπικότητός Σας. Αυτό όμως δύναται να γίνεται εν

συνδυασμώ με την υπεύθυνον τοποθέτησιν του πολιτικού περιεχομένου των λόγων Σας.

4. Η ικανοποίησις αναγκών του Στέμματος, όταν αύτη συνεπάγεται δαπάνας

του Δημοσίου, θα πρέπει να αποφεύγεται, εφ’ όσον δεν είναι αυστηρώς αναγκαία.

Ο λαός είναι σκληρός απέναντι των Αρχόντων του και αρνείται εις αυτούς όχι

μόνον την πολυτέλειαν, αλλά ακόμη και την άνεσιν, την οποίαν εν τούτοις

επιτρέπει εις τον εαυτόν του. Εις τον τομέα δε ακριβώς αυτόν νομίζω ότι

διεπράχθησαν τον τελευταίον καιρόν αρκετά σφάλματα από όλους μας.

5. Η έλλειψις πολιτικού συμβούλου με κύρος, όστις να ενημερώνη τον

Βασιλέα και να κρατή εις διαρκή επαφήν την Κυβέρνησιν με το Στέμμα, είναι

ουσιώδους σημασίας. Διότι πολλάκις γίνονται παραλείψεις και δημιουργούνται

παρεξηγήσεις από έλλειψιν αμοιβαίας ενημερώσεως.

Ο ΕΡΑΝΟΣ ΤΗΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗΣ

6. Ο Έρανος Βορείων Επαρχιών, τελών υπό την καθοδήγησιν της Αυτής

Μεγαλειότητος της Βασιλίσσης, προσέφερε πολυτίμους υπηρεσίας εις το Έθνος, θα

ήτο όμως χρήσιμον να μεταρρυθμισθή τόσον ως προς την νομικήν του μορφήν όσον

και ως προς τας επιδιώξεις του. Ο κ. Μιχ. Πεσμαζόγλου, εξ όσων γνωρίζω, έχει

μελετήσει το θέμα και θα ηδύνατο να κάμη χρησίμους εισηγήσεις.

Η ηυξημένη προσοχή και αι μεταβολαί τας οποίας θέτω υπό την κρίσιν Σας θα ήσαν

χρήσιμοι ακόμη και υπό συνθήκας ομαλάς. Καθίστανται όμως σήμερον αναγκαίοι

διότι, όπως γνωρίζετε, η φθορά του Στέμματος επιδιώκεται από οργανωμένας

πολιτικάς δυνάμεις και επί τη βάσει σχεδίου προδιαγεγραμμένου. Η προσπάθειά

των, η οποία είναι εκβιαστική και κακοήθης, ασφαλώς θα αποτύχη. Θα αποτύχη

όμως ταχύτερον και ασφαλέστερον εάν στερηθή και των ισχνών εκείνων προσχημάτων

τα οποία, συντρεχούσης και της κακεντρεχείας της Αγοράς, δίδουν ενίοτε

ερείσματα εις τον ανέντιμον αγώναν των.

Γνωρίζω ότι Σας γίνομαι δυσάρεστος και λυπούμαι βαθύτατα δι’ αυτό. Θα ήμην

όμως ανάξιος της εμπιστοσύνης με την οποία με περιβάλλετε εάν δεν διετύπωνα

τας σκέψεις εκείνας τας οποίας μου επιβάλλει το καθήκον μου απέναντι Υμών και

της χώρας.

Δεν γνωρίζω εάν θα τας εύρετε όλας πρακτικάς. Σας παρακαλώ όμως να τας

μελετήσετε, διότι προέρχονται από άνθρωπον ο οποίος έχει πείραν πολιτικήν,

γνωρίζει καλά τον ελληνικόν λαόν και ο οποίος επιθυμεί να Σας είναι χρήσιμος».

ΓΙΑ τις εξελίξεις που σημειώθηκαν τότε (’61) στο θέμα της υπηρεσιακής

κυβερνήσεως με ενημέρωσε ο κ. Τσακαλώτος με την παρακάτω επιστολή του:

«Σεβαστέ μου και αγαπητέ Κύριε Πρόεδρε,

Τώρα που απολυτρώθηκα από τον βραχνά, από το δίλημμα που μου δημιούργησε ο

Βασιλεύς ­ δεν μ’ ενδιέφερε η ανάθεση της πρωθυπουργίας με μισή εμπιστοσύνη ­,

τον οποίον τόσο ψηλά τοποθέτησα μέσα μου, καθώς και την Βασίλισσα λόγω των

συνεχών κινδύνων των κατά τους πολεμικούς αγώνες του Έθνους, δίλημμα διότι με

ηνάγκασε να απαντήσω «όχι» στη σταθερά του απόφαση να τοποθετήση τον κ.

Ποταμιάνο ως Υπουργό Ενόπλων Δυνάμεων, αισθάνομαι την υποχρέωση να

επικοινωνήσω μαζί Σας.

Για να Σας τονίσω:

Έχει βαθειά η ψυχή μου συγκινηθή από την τόση εκτίμηση του πλέον υπερηφάνου

μεταπολεμικώς και δημιουργού Πολιτικού Αρχηγού, ο οποίος ετοποθέτησε την

εμπιστοσύνη του επάνω μου με πληρότητα, σαφήνεια και προ παντός με εθνικάς

υπερκομματικάς οδηγίας.

Σας ευχαριστεί η ψυχή μου γι’ αυτή Σας την ολοκληρωτική εμπιστοσύνη.

Όμως αυτό δεν αρκεί· υπάρχει κάτι άλλο. Θέλω να Σας βροντοφωνήσω τον θαυμασμό

μου προς την πολιτική Σας ανωτερότητα.

Αν ξεύρατε τι καμπάνα υπήρξαν τα λόγια Σας!! «Στρατηγέ, δεν θέλω καμμιά

ιδιαιτέρα για μένα μεταχείριση σχετικά με τα άλλα κόμματα!!». Και μου το

τονίσατε δύο φορές και έντονα.

Λυπούμαι ειλικρινά που δεν ολοκληρώθηκε η εισήγησή Σας!

Από άλλο πρίσμα ίσως είδε το ζήτημα ο Βασιλεύς. Όμως εγώ δεν μπορούσα να γίνω

συνεργός του προσωρινού ελιγμού Κέντρου-Ποταμιάνου, βασικού δε και απωτέρου

Μποδοσάκη-Ποταμιάνου. Δεν μπορούσα να προδώσω την Εθνικήν Σας εισήγησιν».

Στη συνέχεια της μακράς επιστολής του ο κ. Τσακαλώτος εξιστορεί τον περίεργο

και ύποπτο ρόλο του κ. Ποταμιάνου και των αντιπάλων μου που τον ανάγκασε ν’

αρνηθεί την εντολή και να οδηγηθούμε στην κυβέρνηση Δόβα.