Ακολουθώντας την πεπατημένη, η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Παιδείας

αρνήθηκε τον απογαλακτισμό της από τις «μεθοδεύσεις του καλοκαιριού» και

παρουσίασε το πρόγραμμά της για το «σχολείο του 2000».ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ μας αυτό

κριτικό σημείωμα θα αναφερθούμε αποκλειστικά στο ζήτημα της επετηρίδας των

εκπαιδευτικών, που η κατάργησή της περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του ΥΠΕΠΘ.

Δεν υπάρχει άλλος θεσμός στην εκπαίδευση που να έχει δεχθεί περισσότερες

αρνητικές κριτικές, από τη μια, και σταθερή επιχειρηματολογία και πρακτική

υπεράσπισης, από την άλλη, όσο η επετηρίδα των εκπαιδευτικών.

Πραγματικά, η επετηρίδα διορισμού των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και

δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας έχει συγκεντρώσει, ιδιαίτερα τα

τελευταία δέκα περίπου χρόνια, τα συντονισμένα πυρά δεκάδων ­ σχετικών ή

άσχετων με το σχολείο και την εκπαιδευτική διαδικασία ­ προσώπων ή φορέων,

εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, δημοσιογράφων, υπουργών Παιδείας όλων των

μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, κ.λπ.


Το 1990, ο τότε υπουργός Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλος ήταν ο πρώτος που

προέβαλε τον θεσμό της επετηρίδας ως το «υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της

εκπαίδευσης» και προσπάθησε να προωθήσει την κατάργησή της. Στα ίδια περίπου

πλαίσια κινήθηκε και ο αμέσως επόμενος υπουργός Παιδείας Γ. Σουφλιάς και

αργότερα ο Γ. Παπανδρέου ο οποίος υποστήριξε σε λόγο του στη Βουλή (20-3-1995)

ότι η επετηρίδα «δεν προωθεί την αξιοκρατία, δεν θεραπεύει την ανεργία, δεν

τιμά το επάγγελμα του εκπαιδευτικού».

Την ίδια περίπου περίοδο, ο σημερινός πρόεδρος του Κέντρου Εκπαιδευτικής

Έρευνας του ΥΠΕΠΘ Μ. Κασσωτάκης υποστήριζε ότι «ο διορισμός με βάση την

επετηρίδα είναι αναχρονιστικό μέτρο και αποτελεί σημαντική τροχοπέδη για την

ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού των σχολείων».

Στην ίδια πάντα κατεύθυνση, στις αρχές του 1996, η Έκθεση των Εμπειρογνωμόνων

του ΟΟΣΑ υπογράμμιζε ότι «η γήρανση του σώματος των εκπαιδευτικών είναι

συνέπεια του συστήματος της επετηρίδας», ενώ στις 30 του περασμένου Μαΐου η

εφημερίδα «Εξουσία» πανηγύριζε «για την δικαίωση της πρωτοβουλίας που είχε

αναλάβει για την κατάργηση της επετηρίδας» καθώς, όπως σημείωνε στο κεντρικό

της άρθρο, ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κ. Καραμανλής «θα καταθέσει πρόταση νόμου με

την οποία θα ζητείται η κατάργηση της επετηρίδας».

Δύο περίπου μήνες αργότερα, ο γνωστός φιλόλογος και κριτικός θεάτρου Κώστας

Γεωργουσόπουλος σε άρθρο του στα «ΝΕΑ» (22/7/1997) δηλώνει ότι «αξίζει η

κυβέρνηση να δώσει τη μάχη μέχρις εσχάτων με τα συντεχνιακά συμφέροντα για την

κατάργηση της επετηρίδας».

Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί στην κατάργηση του θεσμού της επετηρίδας πρόσληψης

των εκπαιδευτικών συναινούν τόσο απροκάλυπτα διαφορετικοί (;) πολιτικοί και

ιδεολογικοί φορείς και πρόσωπα;

Η «ανίχνευση» των «πυρομαχικών» που χρησιμοποιούνται για να κατακεραυνωθεί η

επετηρίδα διορισμού των εκπαιδευτικών φέρνει στην επιφάνεια μια δοκιμασμένη

ρητορική, σύμφωνα με τα οποία η επετηρίδα ευθύνεται:

* για την αδιοριστία

* για τη γήρανση του εκπαιδευτικού σώματος

* για την έλλειψη παιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών

Η ανάγνωση του πίνακα 1 φανερώνει ότι οι αριθμοί της αδιοριστίας των

εκπαιδευτικών ευημερούν…

Περίπου 120 χιλιάδες νηπιαγωγοί, δάσκαλοι και καθηγητές βρίσκονται

εγγεγραμμένοι στην επετηρίδα διορισμών του ΥΠΕΠΘ και η κατάσταση αυτή

αναδεικνύει με σαφήνεια την έκταση και την ένταση του προβλήματος. Πρόκειται,

βέβαια, για μια εξέλιξη που με αριστοτεχνικό τρόπο συνδέεται συνήθως και με τη

συζήτηση για την «κρίση του σχολείου», με όρους και προϋποθέσεις που ευνοούν

την ανάπτυξη μιας λογικής, η οποία οριοθετεί την ίδια την ύπαρξη της

επετηρίδας ως αιτία ή μία από τις κύριες αιτίες της κρίσης.

Το θέμα είναι, λοιπόν, από ποια πλευρά βλέπει κανείς το ζήτημα της επετηρίδας

διορισμού των εκπαιδευτικών:

* από την πλευρά της αδιοριστίας;

* από την πλευρά των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας και της εκπαίδευσης;

Γιατί τι άλλο είναι η αδιοριστία των εκπαιδευτικών, αν όχι η μορφή που παίρνει

η μάστιγα της ανεργίας στο χώρο της εκπαίδευσης; Υπήρχε μήπως περίπτωση στην

κοινωνία του κέρδους και της απαξίωσης της εργασίας, στην εποχή της διόγκωσης

της ανεργίας, οι εκπαιδευτικοί χώροι να αποτελέσουν όαση;

Μήπως η καταδίκη στην ανεργία δεκάδων χιλιάδων επιστημόνων δεν είναι το τίμημα

που πρέπει να πληρωθεί για να φυσάει ούριος άνεμος στην συγκάλυψη της χρόνιας

πολιτικής των ελάχιστων διορισμών (πίνακας 2), κοντολογίς της πολιτικής

υποχρηματοδότησης της εκπαίδευσης;

Σε αυτά τα πλαίσια, η επετηρίδα, η μονιμότητα, η ακώλυτη υπηρεσιακή και

μισθολογική εξέλιξη, τα ενιαία εργασιακά δικαιώματα, ό,τι με μια φράση μπορεί

να χαρακτηριστεί σταθερή και αξιοπρεπής εργασιακή σχέση, παρουσιάζονται σαν «αναχρονισμός»!

Δύο ακόμη βασικά επιχειρήματα συναρμολογούν τα «πήλινα πόδια» της

επιχειρηματολογίας υπέρ της κατάργησης της επετηρίδας. Κατηγορείται για τη

γήρανση του εκπαιδευτικού σώματος, αν και είναι γνωστό ότι αυτή λιπαίνεται

άριστα στο έδαφος της αναγκαστικής παραμονής των λειτουργών του με βάση τους

τελευταίους ασφαλιστικούς – συνταξιοδοτικούς νόμους που θέλουν τον

εκπαιδευτικό να διδάσκει μέχρι και το 65ο έτος της ηλικίας του για να μπορεί

να κατοχυρώνει πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Παράλληλα, είναι φανερό ότι οι αδυναμίες και οι χρόνιες ελλείψεις των

ελληνικών πανεπιστημίων θα χρησιμοποιηθούν και θα αξιοποιηθούν μια ακόμη φορά

για την «θυματοποίηση των θυμάτων», αφού οι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί

κατηγορούνται για έλλειψη παιδαγωγικής κατάρτισης που δεν περιλαμβάνεται στα

προγράμματα σπουδών τους!

«ΔΙΑΙΡΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕ»

Οφείλουμε, όμως, στο σημείο τούτο να ανασύρουμε από την αφάνεια αυτό που άμεσα

υπονοεί, χωρίς να το δηλώνει, ο λόγος που υπερασπίζεται την κατάργηση της επετηρίδας.

Στον υπουργικό λόγο για την κατάργηση της επετηρίδας δεν είναι λίγοι εκείνοι

που θα «διαβάσουν» την αναπτέρωση των ελπίδων τους για διορισμό. Πατώντας,

ακριβώς, πάνω στις ανοιχτές ανάγκες, αγωνίες και ελπίδες χιλιάδων νέων για

διορισμό, προβάλλοντας μια πλαστή ανταπόκριση στο βασικότερο αίτημά τους,

λιπαίνοντας τις πιο καθυστερημένες συνειδήσεις του τύπου «να βολευτώ εγώ και

ό,τι θέλει ας γίνει», το ΥΠΕΠΘ επιδιώκει την υφαρπαγή της συναίνεσής τους για

την κατάργηση της επετηρίδας, δημιουργώντας έτσι δύο μέτωπα υποψηφίων

εργαζομένων, που θα βρίσκονται σε αντιπαράθεση χωρίς να ωφελείται κανένα από

τα δύο, αφού η πολιτική των ελάχιστων διορισμών όχι μόνο θα συνεχίζεται αλλά

θα μένει και στο απυρόβλητο!

Είναι φανερό ότι πίσω από τις βεβαιότητες και τα αυτονόητα της

επιχειρηματολογίας κατάργησης της επετηρίδας απλώνεται το μαύρο φόντο της

νεκρολογίας του πιο αντικειμενικού και αδιάβλητου τρόπου πρόσληψης των εκπαιδευτικών.

Γιατί η επετηρίδα είναι το μόνο αδιάβλητο και δίκαιο σύστημα που προάγει

σταθερές και αξιοπρεπείς εργασιακές σχέσεις απαραίτητες για τον ευαίσθητο χώρο

της εκπαίδευσης. Είναι γνωστό στους εκπαιδευτικούς κύκλους ότι όπου την

επετηρίδα διορισμών αντικατέστησε η ατομική διαπραγμάτευση με βάση τα

«ιδιαίτερα προσόντα», όπως π.χ. μουσικά σχολεία, Προγράμματα Δημιουργικής

Απασχόλησης, ΟΑΕΔ, ΙΕΚ κ.λπ., τα σύνορα της αντικειμενικότητας και του

αδιάβλητου της πρόσληψης δεν ξεπέρασαν την έκταση των γραφείων του «μέσου»!

ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ

Στη «Διακήρυξη αρχών για την προσχολική εκπαίδευση» του Συμβουλίου της Ευρώπης

έχει επισημανθεί η αναγκαιότητα της καθολικότητας της προσχολικής αγωγής. Παρ’

όλα αυτά, στη χώρα μας χιλιάδες είναι τα νήπια που δεν εξασφαλίζουν θέση λόγω

ανεπάρκειας νηπιαγωγείων και διορισμένων νηπιαγωγών, και είναι χαρακτηριστικό

ότι σε 10 νομούς της χώρας δεν υπάρχει ούτε ένας βρεφονηπιακός σταθμός, σε 17

νομούς υπάρχει ένας και σε 10 νομούς δύο!

Μία στοιχειώδης κάλυψη των παραπάνω αναγκών σε εκπαιδευτικό προσωπικό απαιτεί

το διορισμό περίπου 3-3,5 χιλιάδων νηπιαγωγών.

Παράλληλα, η θεσμοθέτηση της 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης δεν είναι

αίτημα του μέλλοντος. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη συνταγματική κατοχύρωση

της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, το μέτρο αυτό θα φέρει σιγά – σιγά

περίπου 60.000 μαθητές στο Λύκειο.

Ακόμη, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι μια ανάσα πριν από το 2000, περίπου

15.000 παιδιά εγκαταλείπουν το υποχρεωτικό σχολείο, κυρίως από τις

υποβαθμισμένες και φτωχές δυτικές συνοικίες της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, τον

Πειραιά, καθώς και από τις περιθωριοποιημένες περιοχές της ελληνικής επαρχίας.

Ένα πρόγραμμα που θα κήρυσσε τις περιοχές αυτές Ζώνες Εκπαιδευτικής

Προτεραιότητας, θα μείωνε τους μαθητές ανά τμήμα σε 20, θα αύξανε το

εκπαιδευτικό προσωπικό, θα δυνάμωνε τις προϋποθέσεις της υποχρεωτικής σχολικής

φοίτησης και θα έβαζε δυναμίτη στη διόγκωση του λειτουργικού αναλφαβητισμού

και του κοινωνικού αποκλεισμού. Τρεις χιλιάδες εκπαιδευτικοί, με ανάλογη

εκπαίδευση και επιμόρφωση απαιτούνται ως πρώτο βήμα για τα 30.000

Τσιγγανόπουλα που δεν πάνε σχολείο και για τα τμήματα υποδοχής των χιλιάδων

Ποντίων προσφύγων, των μεταναστών και των αλλοδαπών, που είτε βρίσκονται έξω

από τους εκπαιδευτικούς χώρους είτε εξοστρακίζονται βίαια από ένα σχολείο το

οποίο δεν είναι ανεκτικό στους «απροετοίμαστους»…

Ο κατάλογος είναι μακρύς και φωτίζει το δρόμο των προτεραιοτήτων…

Στον πίνακα 3 μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι μια γενναία εκπαιδευτική

μεταρρύθμιση πρέπει να ξεκινήσει από την κάλυψη των υπαρκτών αναγκών της

εκπαίδευσης, που πρώτο της βήμα είναι ο διορισμός 40.000 εκπαιδευτικών, βασική

προϋπόθεση για την επιστροφή στο σχολείο, στην κοινωνία και στις πραγματικές

τους ανάγκες.