Ας αποδεχθούμε, προς στιγμήν, τα κυβερνητικά επιχειρήματα για τη Συμφωνία της

Μαδρίτης. Ας δεχθούμε ότι «καμιάν υποχώρηση ουσίας δεν κάναμε»,

ή τουλάχιστον καμιά νέα υποχώρηση, πέραν όλων όσων έχουμε κάνει στο παρελθόν.

Άρα δεν αποτελεί, βεβαίως, «άλμα προς τα μπρος» (για τις διμερείς σχέσεις),

αλλά δεν αποτελεί και βήμα υποχώρησης (για τις ελληνικές θέσεις). Και όμως!

Ακόμα και αν το δεχθούμε αυτό και πάλι η Συμφωνία της Μαδρίτης ήταν σοβαρό

σφάλμα για την Ελλάδα. Και για λόγους άσχετους με τα επιμέρους σημεία του

κοινού ανακοινωθέντος:

* Είναι σφάλμα από ελληνικής πλευράς, διότι βάζει το Κυπριακό «στο ράφι» ­ για

μιαν ακόμα φορά. Όταν η Ελλάδα συνάπτει Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία, ενώ η

Άγκυρα διατηρεί δυνάμεις κατοχής στην Κύπρο, αυτό ισοδυναμεί με εγκατάλειψη

της Κύπρου από την Ελλάδα ­ έτσι δεν είναι;

* Είναι σφάλμα, επίσης, διότι αποδυναμώνει το αμυντικό μας δόγμα. Πώς είναι

δυνατόν να υπάρχει «ενιαίος αμυντικός χώρος Ελλάδας – Κύπρου», όταν η Ελλάδα

συνάπτει Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία, η οποία είναι δύναμη κατοχής στην Κύπρο;

* Είναι σφάλμα, τέλος, διότι αποδυναμώνει τα διεθνή μας ερείσματα έναντι της

Τουρκίας. Πώς θα μπορέσουμε να ζητήσουμε αύριο διεθνή συμπαράσταση κατά της

τουρκικής επιθετικότητας, όταν εμείς σπεύσαμε να υπογράψουμε Σύμφωνο Φιλίας με

την Άγκυρα; Έναντι ποίων θα τους ζητήσουμε να μας συμπαρασταθούν; Έναντι

των… «φίλων» μας;

Πώς θα υποστηρίξουμε τα «βέτο» μας για τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις προς την

Άγκυρα, όταν έχουμε υπογράψει Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία; Ασφαλώς, θα

υποχρεωθούμε να τα άρουμε. Οπότε η Τουρκία κερδίζει κάτι χειροπιαστό. Εμείς τι

κερδίζουμε; Τίποτε!

Η Συμφωνία της Μαδρίτης ανατρέπει όλες τις «σταθερές» της πολιτικής μας: και

τη διπλωματική συμπαράταξη Ελλάδας – Κύπρου, και την Ελληνική Αποτροπή σε

Αιγαίο και Κύπρο και την οικοδόμηση διεθνών ερεισμάτων εκ μέρους της Ελλάδας.

Καίτοι ζούμε στον αστερισμό του «εκσυγχρονισμού», παραδόξως παραβλέπουμε την

πιο σύγχρονη διάσταση της εξωτερικής πολιτικής: Την επικοινωνιακή!

Σημασία δεν έχει μόνο τι συνομολογούμε διεθνώς, σημασία έχει επίσης τι

«μήνυμα» στέλνουμε στους αντιπάλους μας και στους δυνητικούς φίλους μας στο

εξωτερικό. Από επικοινωνιακή άποψη σημασία έχει και ο «χρονισμός» μιας

διπλωματικής κίνησης (το λεγόμενο timing). Εμείς επιλέξαμε να υπογράψουμε

Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία μία ημέρα μετά τις σκληρές προγραμματικές

δηλώσεις της νέας κυβέρνησης στην Άγκυρα και μια ημέρα πριν από την έναρξη

κρισίμων απευθείας διαπραγματεύσεων Κληρίδη – Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη. Έτσι,

στους μεν συμμάχους μας στείλαμε το μήνυμα ότι υιοθετούμε πολιτική

«κατευνασμού» έναντι της Άγκυρας (αφού συνομολογούμε «φιλία» μαζί της, παρά

τις σκληρές θέσεις που μόλις διατύπωσε η κυβέρνηση Γιλμάζ – Ετσεβίτ), ενώ στον

Κύπριο Πρόεδρο «διαμηνύσαμε» ότι ουσιαστικά τον εγκαταλείπουμε μόνο του.

Ακόμα και αν δεχθούμε τους κυβερνητικούς εφησυχασμούς για το περιεχόμενο της

Συμφωνίας και πάλι υπήρξε σφάλμα η υπογραφή της. Αλλά οι κυβερνητικοί

ισχυρισμοί επιδέχονται αμφισβητήσεων: Ας μας εξηγήσει κάποιος ποια είναι τα

«ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο; Όχι ποια αναγνωρίζουμε εμείς.

Ποια προωθεί εμπράκτως η ίδια η Τουρκία; Ας αναρωτηθούμε επίσης: Ποιες είναι

οι «θεμιτές ανησυχίες» της Τουρκίας στην Κύπρο; Περιλαμβάνουν τα «συμφέροντα

ασφαλείας» που ανέφερε προχθές στην τουρκική Εθνοσυνέλευση ο κ. Γιλμάζ; Και

πώς είναι δυνατόν να θεωρούμε τις δηλώσεις Γιλμάζ «σκλήρυνση» της τουρκικής

εξωτερικής πολιτικής και την επομένη να σπεύδουμε να τις… προσυπογράφουμε;

Ακόμη και αν δεχθούμε ότι εκείνο που χρειάζονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις

είναι μια σοβαρή διαδικασία διαπραγματεύσεων, και πάλι η Συμφωνία υπήρξε

σφάλμα! Διότι οι διαπραγματεύσεις απαιτούν προσεκτική προετοιμασία του εδάφους

­ του «κοινού τόπου» και του συστήματος των εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων

και στις δύο πλευρές ­ για να προκύψει δίκαιη ειρήνη και βιώσιμη ισορροπία.

Όταν αντίπαλες χώρες σύρονται σε βεβιασμένες προσεγγίσεις, το πιθανότερο είναι

να προκύψει νέα ανάφλεξη στο μέλλον που θα προκαλέσει νέα αμοιβαία καχυποψία,

νέες αντιπαλότητες και νέες κρίσεις.

Η ειρηνευτική διαδικασία δεν εκβιάζεται. Και όσοι το προσπαθούν, δεν φέρνουν

την ειρήνη ­ πυροδοτούν την επόμενη κρίση. Σώφρων ηγεσία δεν είναι εκείνη που

υπογράφει ευχολόγια για το καλύτερο, αλλά εκείνη που ετοιμάζεται για το

χειρότερο. Και από αυτή την άποψη έχουμε και κενό ηγεσίας και έλλειμμα σωφροσύνης.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης είναι δημοσιογράφος – οικονομολόγος