Τον τελευταίο καιρό

ανακαλύπτουμε (και πάλι) τις «αρετές» του ελληνοτουρκικού διαλόγου:

Διακηρύσσουν κάποιοι ότι ο διάλογος με την Τουρκία είναι «εκσυγχρονιστικό

βήμα» ­ θα καταστήσει την εξωτερική μας πολιτική λιγότερο «απολιθωμένη».

Υποστηρίζουν ότι «όποιος δεν θέλει πόλεμο κάνει διάλογο». Ωραία λόγια ­ αλλά

απολύτως λαϊκιστικά.ΠΡΩΤΟΝ, διάλογο ή χειρονομίες καλής θέλησης προς

την Άγκυρα έκαναν όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις της Ελλάδας. Οι

κυβερνήσεις Καραμανλή (1974-80) χωρίς αποτέλεσμα. Η πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου

διακήρυξε «μορατόριουμ». Ενάμιση χρόνο αργότερα η Άγκυρα προχώρησε στην

ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Κατά τη δεύτερη τετραετία Παπανδρέου είχαμε τη

«διαδικασία του Νταβός». Για να αναφωνήσει αργότερα ο ίδιος ο εμπνευστής της,

το αυτοκριτικό εκείνο mea coulpa. Στην τριετία Μητσοτάκη είχαμε απόπειρα «νέου

Νταβός», το οποίο προσέκρουσε στην τουρκική αδιαλλαξία. Επί νέας κυβερνήσεως

ΠΑΣΟΚ η Ελλάδα ήρε το βέτο της για την τελωνειακή ένταξη της Τουρκίας. Και η

Τουρκία «ανταποκρίθηκε» προχωρώντας στη διακήρυξη του casus belli, στην κρίση

των Ιμίων νήσων και στην ανακάλυψη «γκρίζων ζωνών».

Το 1967, διάλογο με

την Άγκυρα έκανε και η χούντα: απέσυρε την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο με

ολέθρια αποτελέσματα, όπως αποδείχθηκε επτά χρόνια αργότερα. Για σκεφτείτε:

την ελληνική μεραρχία η δημοκρατία την πήγε στην Κύπρο (για την ακρίβεια ο

«Γέρος της Δημοκρατίας») και η δικτατορία την απέσυρε ­ κατόπιν «διαλόγου»! Ο

διάλογος δεν είναι «εκσυγχρονισμός» της εξωτερικής μας πολιτικής. Είναι

αναπαλαίωση ­ είναι μόνιμο και σταθερά επαναλαμβανόμενο στοιχείο της!

*

Δεύτερον, καμία χώρα δεν κάνει διάλογο από θέση αδυναμίας. Και καμία χώρα δεν

διαπραγματεύεται επί των κυριαρχικών της δικαιωμάτων ­ ούτε καν επί των

ζωτικών της συμφερόντων:

Η Γαλλία ουδέποτε δέχθηκε να διαπραγματευτεί το

πυρηνικό της οπλοστάσιο ­ ούτε επί ψυχρού πολέμου ούτε αργότερα. Όταν η

Βρετανία έχασε τα νησιά Φώκλαντ δεν έκανε καμία διαπραγμάτευση με την

Αργεντινή. Όταν οι ΗΠΑ αντελήφθησαν ότι έχαναν το στρατηγικό τους πλεονέκτημα

δεν έκαναν διαπραγματεύσεις με τους Σοβιετικούς ­ αντίθετα, έκαναν μαζικούς

εξοπλισμούς, γεγονός που οδήγησε στην αναστολή των αμερικανοσοβιετικών

διαπραγματεύσεων. Οι Αιγύπτιοι μετά τον πόλεμο των 6 ημερών δεν έκαναν

διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ από θέση αδυναμίας. Διαπραγματεύσεις έκαναν από

θέση ισοδυναμίας, μετά τον πόλεμο του Γιοπ Κιπούρ, όταν έφεραν σε δύσκολη θέση

το Ισραήλ. Και πέτυχαν να τους επιστραφεί ολόκληρη η χερσόνησος του Σινά.

Χώρες μεγάλες, μεσαίες και μικρές, χώρες δυτικές και μη, ευρωπαϊκές και μη,

ένα πράγμα ΔΕΝ κάνουν: δεν διαπραγματεύονται τα συμφέροντά τους και, κυρίως,

δεν διαπραγματεύονται ποτέ από θέση αδυναμίας.

* Τρίτον, λέγεται, ότι

«ακόμα και χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο διατηρούν κάποιον διάλογο μεταξύ

τους». Πολύ σωστά. Χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο διαπραγματεύονται μεταξύ

τους, είτε τους όρους έντιμης ειρήνης είτε τους όρους υποταγής της μίας στην

άλλη. Αλλά αυτά που μας ζητούν να «κουβεντιάσουμε» με την Τουρκία ­ τα

κυριαρχικά μας δικαιώματα ­ τα διαπραγματεύονται μόνον χώρες που έχουν χάσει

πόλεμο!

Κι όσοι μας σπρώχνουν σε τέτοια διαπραγμάτευση, μας ωθούν σε

παραχωρήσεις αμαχητί. Μόνο που, αν ανταμείψουμε την τουρκική επιθετικότητα,

δεν θα την κορέσουμε ­ θα την αποθρασύνουμε. Αυτό που μας ζητείται δεν λέγεται

«διάλογος καλής γειτονίας», λέγεται κατευνασμός επεκτατιστή. Και κατευνασμό

δεν κάνει κανείς.

* Τέταρτον, το δίλημμα «διάλογος ή πόλεμος» είναι

λαϊκιστικός εκφοβισμός. Το πραγματικό δίλημμα πολιτικής που αντιμετωπίζουμε

είναι: κατευνασμός ή αποτροπή. Διάλογο επιχειρήσαμε πολλές φορές μέχρι τώρα ­

χωρίς επιτυχία. Αν πρέπει κάτι καινούργιο ­ και αληθινό εκσυγχρονιστικό ­ να

αποτολμήσουμε, αυτό είναι η αξιόπιστη αποτροπή. Στοιχίζει πολύ λιγότερα από

ό,τι τα «φέσια» των ΔΕΚΟ: Ένα μέρος μόνον από τα χρέη που επισώρευσαν η

Ολυμπιακή και η πρώην ΕΑΣ τα τελευταία χρόνια, αν τα δίναμε για την άμυνα,

σήμερα θα είχαμε αποτρεπτική ισχύ στο Αιγαίο…

Για σκεφτείτε: ενάμιση

χρόνο μετά την Ίμια κάναμε ατελείωτες συζητήσεις περί ελληνοτουρκικού

διαλόγου, αλλά δεν αγοράσαμε ούτε ένα αμυντικό σύστημα που θα αναβάθμιζε την

αποτρεπτική μας ισχύ. Ο λαϊκισμός του διαλόγου νίκησε τον εκσυγχρονισμό της

αποτροπής.

Δυστυχώς…