Οι θεσμοί της Πολιτείας, το Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου, υπηρετούνται από πρόσωπα. Από τις ενέργειες και τις παραλείψεις τους αποκτούν δύναμη ή καταρρακώνονται. Οση σοφία κι αν έχει ο συντακτικός και ο κοινός νομοθέτης, δεν μπορεί να αποκλείσει εκ προοιμίου και απολύτως τη διαστροφική εφαρμογή κανόνων και διαδικασιών, εις βάρος των αρχών και των σκοπών για τις οποίες θεσπίστηκαν συνταγματικές διατάξεις, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και ειδικοί ποινικοί νόμοι.

Εν προκειμένω, ποιος άραγε μπορούσε να φαντασθεί ότι η δυνατότητα να προστατεύονται οι μάρτυρες σοβαρών εγκλημάτων, ακόμα και με απόκρυψη των στοιχείων τους, θα χρησιμοποιούνταν για να εμφανισθούν δήθεν ξαφνικά και ταυτόχρονα τρεις άνθρωποι, που η Εισαγγελία Διαφθοράς έκρινε αμέσως ότι πρέπει να καταθέσουν με ψευδώνυμο τρομακτικές αοριστολογίες, διηγήσεις τρίτων και εικασίες κατά πρώην πρωθυπουργών και υπουργών; Και ότι μόλις η δικογραφία (έπειτα από μήνες…) διαβιβάστηκε «αμελλητί» στη Βουλή και έμαθε το πανελλήνιο τι καταθέτουν θα έσπευδε ο αρμόδιος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μετά τη δημόσια έγερση του ζητήματος, να εγκρίνει τον χαρακτηρισμό τους ως μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος κατά το άρθρο 45 Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας;

Η ανώνυμη μαρτυρία, που εξ ορισμού εκφεύγει του ολοκληρωμένου ελέγχου που απαιτείται από τους κανόνες της δίκαιης δίκης αλλά, αντιθέτως, παραμένει υπό τον έλεγχο της αρχής (εισαγγελικής ή δικαστικής) που πραγματικά τη λαμβάνει, είναι ένα απολύτως εξαιρετικό μέτρο. Μπορεί να γίνει ανεκτή υπό πολύ αυστηρές ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις. Ενόψει και της πρόσφατης νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν συγχωρείται ακόμα και η άσκηση ποινικής δίωξης, πόσω μάλλον η παραπομπή στο ακροατήριο, αποκλειστικά επί τη βάσει τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων. Αυτά για μια οποιαδήποτε δίκη.

Από τη στιγμή ωστόσο που αποφασίστηκε να συσταθεί Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος και τα άρθρα 154 επ. του Κανονισμού της Βουλής, αυτή ασκεί πλέον καθήκοντα εισαγγελέα. Οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί είναι, όσο διαρκεί αυτή η διαδικασία, απολύτως αναρμόδιοι. Η Επιτροπή έχει, κατά το Σύνταγμα, τον Κανονισμό της Βουλής και τον Νόμο 3126/2003 για την Ποινική Ευθύνη των Υπουργών, κάθε σχετική εξουσία. Συνεπώς έχει τώρα την ευθύνη, ορθότερα την υποχρέωση να εξετάσει τους «προστατευόμενους» μάρτυρες. Πράγματι, εφόσον από τη δικογραφία που διαβιβάστηκε δεν υπάρχει άλλο στοιχείο που να αφορά τα πρόσωπα για τα οποία κινήθηκε η διαδικασία, η εξέτασή τους είναι μονόδρομος. Η κλήση τους προς εξέταση είναι υποχρεωτική, με αποκάλυψη των στοιχείων τους, τουλάχιστον στην Επιτροπή που ασκεί, υπενθυμίζεται, εισαγγελικά καθήκοντα. Υπό οποιαδήποτε τεχνική εκδοχή, π.χ. τυχόν μαρτυρία εξ αποστάσεως, με εξέταση από άλλο πρόσωπο ή μέλος της Επιτροπής, εφόσον γίνει με απόκρυψη των στοιχείων τους από την Επιτροπή και τα πολιτικά πρόσωπα που ελέγχονται, δεν θα επιτρέπεται νομίμως να συνιστά το αποκλειστικό έρεισμα ποινικής δίωξης ή παραπομπής. Εκτός και αν μεθοδευθεί η συσκότιση, για να μείνουν μόνο οι «χρήσιμοι λεκέδες».

Συμπέρασμα: ή εξετάζονται κανονικά οι ανώνυμοι μάρτυρες ή όποιοι δεν το επιτρέψουν θα είναι υπαίτιοι για ένα μελανό στίγμα στο Κράτος Δικαίου.

Ο Γιάννης Φ. Ιωαννίδης είναι δικηγόρος, πρώην γενικός γραμματέας των υπουργείων Δικαιοσύνης και Εσωτερικών