«Κωλοζωόφιλοι, νοιάζεστε τα σκυλιά κι όχι τους ανθρώπους» είπε ο σκατόψυχος και κλώτσησε το κουτάβι.

«Παλιοκομμούνια, νοιάζεστε για τα προσφυγάκια κι όχι για τα Ελληνάκια» είπε ο σκατόψυχος και πούλησε 5 ευρώ το ροδάκινο στο παιδάκι της Ειδομένης.

Σκατοψυχιά. Συγγνώμη αλλά «πολιτικώς ορθός» χαρακτηρισμός δεν μου βγαίνει. Σκα-το-ψυ-χιά. Σκατόψυχοι άνθρωποι –με έμφαση στο «σκατόψυχοι» κι όχι στο «άνθρωποι». Αυτοί που φαντασιώνονται για τον συνάνθρωπό τους «κακό ψόφο» και «καρκίνο». Αυτοί που σε καταριούνται. Αυτοί που σε μισούν. Αυτοί που ζουν, τρέφονται κι αναπνέουν μέσα απ’ τη δική σου απελπισία. Μέσα από τον δικό σου πόνο. Αυτοί που δεν περπατάνε: έρπουν. Ερπουν μέσα στη βία, τη σκληρότητα, στην κακοποίηση.

Οι σκατόψυχοι. Ζουν ανάμεσά μας. Καταπίνουν τον αέρα μας. Κουνάνε το δάχτυλο. Κι ανάθεμα αν οι ίδιοι ποτέ έχουνε κάνει μια καλή πράξη στη ζωή τους. Ανάθεμα αν οι ίδιοι έχουν δώσει ένα πακέτο μακαρόνια στον έλληνα –εγώ σου λέω –άνεργο. Ανάθεμα αν οι ίδιοι ποτέ έχουν σκεπάσει με μια κουβέρτα τον έλληνα –εγώ σου λέω –άστεγο. Ανάθεμα κι αν έχουν βάλει ένα τσουκάλι στη φωτιά για τον έλληνα –εγώ σου λέω –γείτονα. Αν έχουν χαρίσει ένα παιχνίδι στο Ελληνάκι –εγώ σου λέω –του ισογείου.

Οι σκατόψυχοι. Κρίνουν τι κάνεις, πώς το κάνεις, γιατί το κάνεις και κυρίως για ΠΟΙΟΝ το κάνεις. Γιατί η μόνη αποδεκτή ομάδα που χρήζει συνδρομής είναι οι Ελληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Κι αυτούς μόνον όταν τους βοηθάς εσύ. Εσύ, όχι εκείνοι. Ποτέ εκείνοι.

Σκατοψυχιά:

«Νοιάζεστε τα σκυλιά κι όχι τους ανθρώπους».

Λες και το ένα αποκλείει το άλλο. Λες κι εδώ δεν είναι απλά μαθηματικά: ο άνθρωπος που θα αγκαλιάσει το αδεσποτάκι θα νοιαστεί και τον συνάνθρωπο. Ο άλλος που θα βασανίσει ένα κουτάβι θα χτυπήσει και τον αδύναμο.

Γιατί όλοι αυτοί είναι ΚΑΙ θρασύδειλοι. Χέστηδες. Χτυπάνε παιδιά, χτυπάνε ηλικιωμένους, χτυπάνε άτομα με κινητικά ή νοητικά προβλήματα. Χτυπάνε, κακοποιούν, βιάζουν όποιον τους παίρνει και γλείφουν όποιον δεν τους παίρνει. Τον οποίον καταριούνται πίσω απ’ την πλάτη του. Να ψοφήσει από καρκίνο –κλασική διαχρονική αξία σαν το ταγέρ Σανέλ.

Τελικά, όποιος «ρωτούσε για την ποιότητα» αυτή η κρίση τού έδωσε την απάντηση. Μια κρίση που ξεσκαρτάρισε συμπεριφορές και χαρακτήρες. Μια κρίση που έβγαλε προς τα έξω τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό μας. Απ’ τη μια μεριά, άνθρωποι που τους χαίρεσαι, απ’ την άλλη, ανθρωπάκια και τα φτύνεις. Καθάρματα με σφιχτά χείλη, μάτια σχισμές, χέρια γροθιές και την κατάρα στην κωλότσεπη.

Επί προσωπικού: αλλιώς μου τα ‘πανε κι άλλα μου τάξανε. Νόμιζα πως τα χρόνια θα με προικίσουν με τις αρετές της ανοχής, της υπομονής, της κατανόησης. Αντί γι’ αυτό, μου ‘κατσε το εντελώς αντίθετο: θυμώνω πιο πολύ. Δεν έχω πια ούτε ανοχές, ούτε αντοχές με τον σκατόψυχο. Στον διάολο να πάει και στα τσακίδια. Αλλά μέχρι εκεί. Δεν θα ασχοληθώ παραπάνω. Ούτε ψόφο θα του… ευχηθώ –ούτε με καρκίνο θα τον καταραστώ. Τόση τοξικότητα στη ζωή μου δεν την αντέχω, δεν τη θέλω –και συνεπώς δεν την επιλέγω.

Αρα τι κάνουμε; Αρα συνεχίζουμε, μάγκες. Συνεχίζουμε κανονικά και ψύχραιμα. Ετσι, για να τους σπάσουμε τα νεύρα, ρε γαμώτο. Συνεχίζουμε να είμαστε εθελοντές. Συνεχίζουμε να στηρίζουμε όποιον μας έχει ανάγκη. Τον Ελληνα, τον ξένο, τον πρόσφυγα, τον μετανάστη, την κακοποιημένη γυναίκα, τον ανήμπορο ηλικιωμένο, το χτυπημένο παιδί, το βασανισμένο ζώο… Είμαστε εδώ, είμαστε εκεί, είμαστε παντού, είμαστε όπου μπορούμε, είμαστε όσο αντέχουμε, είμαστε όσο μας βαστάν τα πόδια μας, τα κότσια μας, η τσέπη μας και η καρδιά μας.

Είμαστε παρόντες. Και σε όποιον αρέσουμε, γατάκια.