Οι ερωτικές περιπέτειες του γάλλου προέδρου Φρ. Ολάντ έχουν επισκιάσει ένα σημαντικό γεγονός που εμμέσως πλην σαφώς ενδιαφέρει (και) την Ελλάδα: η Γαλλία «επιστρέφει» στην Ευρώπη. Βεβαίως η Γαλλία ήταν και παραμένει στην Ευρώπη, στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η έννοια της «επιστροφής» βρίσκεται στο ότι, μετά την εκλογή του (Μάιος 2012), ο Φρ. Ολάντ θέλησε να ακολουθήσει έναν κάπως ξεχωριστό δρόμο στη διαχείριση της γαλλικής και ευρωπαϊκής οικονομίας και γενικότερα να αποστασιοποιηθεί σε σημαντικό βαθμό από τη λογική της ΕΕ αλλά και από αυτή της Γερμανίας. Προχώρησε, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε έντονες επικρίσεις των επιλογών της ΕΕ (κυρίως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) αλλά και της στρατηγικής δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας του Βερολίνου στη διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη. Επιχείρησε να οικοδομήσει εναλλακτικούς συνασπισμούς χωρών – μελών που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην παντοδυναμία της Γερμανίας και της οικονομικής ορθοδοξίας που εκπορευόταν από Βερολίνο και Βρυξέλλες. Οι προσπάθειες αυτές δεν απέδωσαν. Ούτε εναλλακτικοί συνασπισμοί δημιουργήθηκαν (ούτε θα μπορούσαν, άλλωστε, να δημιουργηθούν) ούτε η ορθοδοξία Βερολίνου – Βρυξελλών κλονίστηκε. Από την άλλη μεριά, η γαλλική οικονομία έδειξε ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον υποτιθέμενο εναλλακτικό δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της οικονομικής ανάκαμψης που θα επέτρεπαν στο Παρίσι να έχει ισχυρότερη φωνή στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής της ΕΕ.

Για να είμαστε δίκαιοι, από τις πρώτες αυτές προσπάθειες του Φρ. Ολάντ προέκυψε ένα Σύμφωνο για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση, όμως χωρίς καμιά δεσμευτικότητα (ως πολιτικό κείμενο) και χωρίς νέους πρόσθετους οικονομικούς πόρους. Αλλά έστω και έτσι, το Σύμφωνο αυτό παραμένει εν πολλοίς ανεφάρμοστο. Ταυτόχρονα, η Γαλλία άρχισε να περιγράφεται (με μια δόση υπερβολής από τα αγγλοσαξονικά ΜΜΕ) ως «ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης», ενώ οι διάφοροι οίκοι αξιολόγησης επιδόθηκαν στη γνωστή τους άσκηση, στην υποβάθμιση δηλαδή της πιστοληπτικής ικανότητάς της. Και το σημαντικότερο, η «αποστασιοποιούμενη Γαλλία» εμφανιζόταν ολοένα και περισσότερο ανήμπορη να επηρεάσει αποτελεσματικά την ευρωπαϊκή πολιτική, με αποτέλεσμα τη μονοκρατορία της Γερμανίας που έφερε τις γνωστές, ανεπιθύμητες συνέπειες. Η περίοδος αυτή φαίνεται ότι τερματίσθηκε. Ο Φρ. Ολάντ επαναλαμβάνει τον προκάτοχό του Σοσιαλιστή πρόεδρο, τον Φρ. Μιτεράν, που και εκείνος το 1983, σχεδόν δύο χρόνια μετά την εκλογή του το 1981, εγκατέλειψε τους «εναλλακτικούς δρόμους» και γύρισε στην τότε ευρωπαϊκή ορθοδοξία.

Η «ευρωπαϊκή επιστροφή» του Φρ. Ολάντ αφορά τρεις ειδικότερες πτυχές:

(α) Την οικονομική πολιτική. Ο γάλλος πρόεδρος κινείται από το Σύμφωνο Ανάπτυξης στο Σύμφωνο Υπευθυνότητας, όπως το ονόμασε, με μεταρρυθμίσεις που συνεπάγονται μεταξύ άλλων δραστικές περικοπές δαπανών (ύψους 50 δισ. ευρώ για την περίοδο 2015-17), περικοπές οικογενειακών επιδομάτων, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας κ.ά., μεταρρυθμίσεις δηλαδή στη λογική της πολιτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας. Γι’ αυτό άλλωστε το Βερολίνο αισθάνθηκε –όπως γράφτηκε –ανακούφιση και χειροκρότησε τον γάλλο πρόεδρο.

(β) Την επιστροφή της Γαλλίας στη Γερμανία. Το Παρίσι εγκαταλείπει ολοσχερώς τους πειραματισμούς των «εναλλακτικών συνασπισμών» ρίχνοντας το βάρος στην ενδυνάμωση του γαλλογερμανικού άξονα ως κινητήριας δύναμης για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στη βάση αυτή θα υπάρξει συνεργασία για την προώθηση σειράς φιλόδοξων προγραμμάτων που, απ’ ό,τι φαίνεται, θα συμφωνηθούν στην κοινή συνάντηση των Υπουργικών Συμβουλίων των δύο χωρών στις 19 Φεβρουαρίου στο Παρίσι.

(γ) Την επιστροφή στην Ευρώπη. Η Γαλλία εμφανίζεται τώρα πολύ περισσότερο πρόθυμη, σε συνεργασία με τη Γερμανία, να προωθήσει πρωτοβουλίες για την εμβάθυνση της ενοποίησης, όπως αυτές της οικονομικής διακυβέρνησης σε επίπεδο ευρωζώνης, της φορολογικής εναρμόνισης, της κοινής αμυντικής πολιτικής κ.ά.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Πολλά και σημαντικά. Πρώτον, είναι θετικό για την Ελλάδα ότι η Γαλλία θέλει να έχει μια περισσότερο ισχυρή φωνή στην Ευρώπη. Οπως είναι επίσης θετικό ότι ενισχύεται ο γαλλογερμανικός άξονας γιατί, είτε μας αρέσει είτε όχι, χωρίς τη στενή συνεργασία Γαλλίας – Γερμανίας η Ευρώπη παραλύει –και αυτό δεν συμφέρει καθόλου την Ελλάδα. Από την άλλη μεριά, πρέπει να είναι σαφές ότι οι «εναλλακτικοί δρόμοι» που ονειρεύονται ορισμένοι, είτε σε επίπεδο πολιτικών είτε σε επίπεδο συνασπισμών, δεν πρόκειται να ανοίξουν εύκολα στη σημερινή Ευρώπη. Η σοσιαλιστική Γαλλία προσχώρησε στη λογική της λιτότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Κατά κάποιον τρόπο, στη λογική του Βερολίνου. Με ποιους λοιπόν θα ανοίξουν οι εναλλακτικοί δρόμοι;

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.