Ηδη ο τίτλος «Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις» περιγράφει συνοπτικά και με σαφήνεια το περιεχόμενο. Θέτει μάλιστα έμμεσα και το κεντρικό ερώτημα του βιβλίου του Γιώργου Β. Δερτιλή, αναζητώντας τον συσχετισμό ανάμεσα στους πάσης φύσεως πολέμους και τις πτωχεύσεις της χώρας. Στην ουσία δεν πρόκειται καν για ερώτημα, ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής Σπουδών στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales δίνει την απάντηση ευθύς εξαρχής ως δεδομένη και απλώς στο βιβλίο αναλύει τον βαθμό επαλήθευσής της ανά εποχές.

Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ελληνικού κράτους από συστάσεώς του, μας λέει, είναι οι στρατιωτικές του δαπάνες. Αυτό σημάδεψε την Ελλάδα ήδη από τα πρώτα της χρόνια. Πέρα από τις ανάγκες της ίδιας της Επανάστασης, που οδήγησαν στα πρώτα αγγλικά δάνεια αλλά και στην πρώτη πτώχευση, λόγω και του Εμφυλίου των ετών 1824-1826, οι στρατιωτικές δαπάνες των επόμενων ετών οδήγησαν και στη δεύτερη πτώχευση, της περιόδου 1837-1844. Αυτή προκλήθηκε κατά βάση από το αίσθημα ανασφάλειας που προκάλεσε η δολοφονία του Καποδίστρια, γεγονός που οδήγησε τον πολιτικό κόσμο να ζητήσει επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και για τον σκοπό αυτόν εγκατέστησαν τον Οθωνα, προικοδοτώντας τον με 60 εκατομμύρια χρυσά φράγκα για να λειτουργήσει η χώρα. Ταυτόχρονα όμως η Συνθήκη προέβλεπε και βαυαρικό εκστρατευτικό σώμα που θα επέβαλλε την τάξη, το κόστος διατήρησης του οποίου ανερχόταν όμως στο 16,9% του ελληνικού ΑΕΠ. Ηδη μέχρι το 1840, λέει ο Δερτιλής, το βαυαρικό σώμα είχε κοστίσει το τριπλάσιο του δανείου του 1833 και η πτώχευση ήρθε περίπου αναπόφευκτα. Αυτές οι δύο πρώτες πτωχεύσεις έβγαλαν την Ελλάδα εκτός αγορών για πενήντα χρόνια! Τα δάνεια της δεκαετίας του 1820 αναδιαρθρώθηκαν μόλις το 1879 και αφού πρώτα είχε προηγηθεί μια δωδεκαετία (1866-1878) μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης.

Δυσβάσταχτο ύψος

Το βιβλίο διατρέχει όλες τις βασικές συγκρούσεις και τις πτωχεύσεις του υπόλοιπου 19ου και του 20ού αιώνα μέχρι και τη σημερινή πτώχευση που ταλαιπωρεί τη χώρα. Θεωρεί, όπως έχει ξαναγράψει, ως εμφύλιο και τον περίφημο προ εκατονταετίας Εθνικό Διχασμό, τον οποίο συνδυάζει με τον μεταπολεμικό Εμφύλιο θεωρώντας ότι οι επιπτώσεις των δύο αυτών μεγάλων συγκρούσεων είναι απτές ακόμα και σήμερα. Ανεξαρτήτως των άλλων παραγόντων που συμβάλλουν στις πτωχεύσεις (πελατειακό σύστημα, διαφθορά, ανεδαφικές διεκδικήσεις συνδικάτων κ.ά.), ο συγγραφέας δεν παύει να τονίζει ότι σε καμία περίπτωση οι στρατιωτικές δαπάνες, από το 1833 μέχρι το 1997, δεν υπήρξαν μικρότερες του 17% των δημόσιων δαπανών, ενώ και από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά η Ελλάδα μαζί με την Τουρκία ήταν σταθερά οι χώρες με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες στον κόσμο ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Και αν αυτό σε παλιότερες εποχές δικαιολογούνταν από τον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό, η περίοδος από τη δικτατορία και μετά έχει λιγότερες δικαιολογίες. Τη στιγμή δηλαδή που οι περισσότερες χώρες του ΝΑΤΟ ξόδευαν 2% έως 3% του ΑΕΠ τους το πολύ σε στρατιωτικές δαπάνες, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 5,8% τη δεκαετία του ’70, 6,2% τη δεκαετία του ’80 και 4,2% έως 4,9% στη συνέχεια. Ποσοστά που, πέρα από το δυσβάσταχτο ύψος τους, διόγκωναν και την ολοένα αυξανόμενη διαφθορά που, όπως όλοι ξέρουμε, ενδημεί στο περιβάλλον της αγοράς όπλων.

Αμερόληπτος κριτής

Ο Γιώργος Β. Δερτιλής, στο βιβλίο αυτό, επιβεβαιώνει τη φήμη του ως αμερόληπτου κριτή τού παρελθόντος. Επισημαίνει τις ευθύνες του πολιτικού προσωπικού όπου υπάρχουν, αλλά και τα κατά καιρούς επιτεύγματά του, ενώ ως προς τον ρόλο των ξένων είναι εξίσου δίκαιος. Θεωρεί «ατυχία» το γεγονός ότι το νέο ελληνικό κράτος βρέθηκε στο σταυροδρόμι συμφερόντων πέντε αυτοκρατοριών και επισημαίνει τις περιπτώσεις στις οποίες οι μεγάλες δυνάμεις έσφιγγαν την τανάλια χρησιμοποιώντας το όπλο του χρέους (λ.χ. επί Γλάδστωνος) αλλά και τις περιπτώσεις στις οποίες έσωσαν ή και ευεργέτησαν την Ελλάδα: λ.χ. όταν το 1897 οι Οθωμανοί είχαν φτάσει στη Βοιωτία και ήταν έτοιμοι να καταλάβουν την Αθήνα και να καταστήσουν την Ελλάδα και πάλι οθωμανική επαρχία ή νωρίτερα, μετά τους σερβορωσοτουρκικούς πολέμους του 1875-1878 και τις συνθήκες του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου που τους διαδέχθηκαν, όταν στήριξαν ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις και έδωσαν στην Ελλάδα τη Θεσσαλία και την Αρτα.

Αλλά και όταν μιλάει με την ιδιότητα του πολίτη περισσότερο, παρά του ιστορικού, εκφράζεται με μετριοπάθεια. Συντάσσεται ευθαρσώς, λ.χ., με την άποψη ότι σήμερα είναι προτιμότερη η λύση της αναδιάρθρωσης του χρέους από τη μερική διαγραφή του, με το επιχείρημα ότι τούτη η τελευταία λύση θα αφήσει για περισσότερα χρόνια τη χώρα εκτός αγορών.

Συμβολήστη συλλογική αυτογνωσία

Μερικά από τα θέματα του βιβλίου ο Γ.Β. Δερτιλής τα έχει αναπτύξει αναλυτικότερα και στο μνημειώδες βιβλίο του «Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920». Εδώ η εξεταζόμενη χρονική περίοδος είναι μεγαλύτερη, ο όγκος πολύ μικρότερος και η επιλογή των θεμάτων έχει άλλου είδους στόχευση. Βιβλία όπως το «Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις» ή και το πρόσφατο του Στάθη Καλύβα «Καταστροφές και θρίαμβοι» που γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία, αλλά και κείμενα του Μαρκ Μαζάουερ που προσπαθούν να εξηγήσουν σε ένα διεθνές κοινό την οικονομικοπολιτική ιστορία της Ελλάδας, έχουν προφανή χρησιμότητα στην ανάπτυξη της συλλογικής μας αυτογνωσίας και αυτό ανεξάρτητα από τυχόν διαφωνίες ως προς τις επιμέρους οπτικές τους. Αν έχει κάποιος κάτι να σημειώσει, είναι ότι σε αυτές τις εργασίες αποφεύγεται γενικά να σχολιαστεί το ζήτημα της συμπεριφοράς των εταίρων – δανειστών. Ο δανειστής θεωρείται περίπου δεδομένο ότι θα συμπεριφέρεται ως τέτοιος και το βάρος πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στην πλευρά του δανειζομένου. Ισως όμως κάπου εκεί να βρίσκεται η εξήγηση γιατί το ελληνικό πολιτικό σύστημα έκανε επτά χρόνια να αποδεχθεί όρους που ο Ζαΐμης, μετά τον Πόλεμο του 1897, εφάρμοσε μέσα σε έντεκα μήνες οδηγώντας τη χώρα σε γρήγορη ανάκαμψη. Η ανάληψη της περιβόητης «ιδιοκτησίας του προγράμματος» δεν έγινε λόγω και του προφανούς σοκ που προκάλεσε στον μέσο έλληνα πολίτη η συνειδητοποίηση ακριβώς αυτού του πράγματος: ότι δηλαδή, ανεξάρτητα από το μερίδιο της δικής του ευθύνης – για άλλον μεγαλύτερο, για άλλον μικρότερο –, η Ευρωπαϊκή Ενωση, που οικοδομήθηκε στη βάση μιας συναισθηματικής ρητορικής πλήρους συνεργασίας και αλληλεγγύης, σε ορισμένες πτυχές της συμπεριφοράς της δεν διέφερε από άλλους δανειστές, που στο παρελθόν καταλάμβαναν τα ελληνικά τελωνεία ή έβαζαν χέρι στα κρατικά μονοπώλια για να διασφαλίσουν τα λεφτά τους. Η συνειδητοποίηση αυτή δεν μπορεί παρά να ήταν οδυνηρή, δυσκολοχώνευτη και να χρειαζόταν χρόνο.

Γιώργος

Β. Δερτιλής

Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις 1821-2016

Εκδ. Πόλις, 2016,

σελ. 168

Τιμή: 14 ευρώ