Ετσι λοιπόν τελειώνει η λογοτεχνική τροχιά του ποιητή Γιάννη Κοντού που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας. Οχι με κάτι μεγαλεπήβολο αλλά με μικρά πεζά, ποιητικά, γεμάτα ευαισθησία, μεταφορές και με εικονογράφηση του Χρόνη Μπότσογλου, δηλωτική της εκλεκτικής συγγένειας του Κοντού με τον κόσμο της ζωγραφικής (εικονοποιός δήλωνε εξάλλου). Το κομψό τομίδιο που επιμελήθηκαν οι Εκδόσεις των Φίλων –συλλογικές και ιδιοσυγκρασιακές –(και που ο συγγραφέας του το είχε αφιερώσει σε έναν άλλον μεγάλο απόντα, τον Γιώργο Ιωάννου) λέγεται «Θανάσιμα Επαγγέλματα» και ο Κοντός το είχε περιγράψει με ενθουσιασμό στον γράφοντα στην τελευταία συνέντευξή του στο Βιβλιοδρόμιο των «ΝΕΩΝ».

Εδώ ο ποιητής και ζυμωμένος στα γράμματα παίρνει μια σειρά καθημερινών επαγγελμάτων και τα μεταποιεί σε μικρά δοκίμια στοχασμού – ποίησης πάνω στο μείζον θέμα: τον θάνατο. Κι αυτό αφού σε όλα (από τον ραλίστα μέχρι τον αγιογράφο και από τον λογιστή ώς τον αγρότη) διακρίνει ή επιχρωματίζει το φάσμα του θανάτου. Οχι μόνο όμως. Ενας τρόπος ίσως είναι και το βιβλίο τούτο θα έλεγα, να μιλήσει αλληγορικά ο Κοντός και για τον έρωτα, την απώλεια, τη φθορά. Ενα δείγμα: «Δεμένος στον μεγάλο τροχό του Προμηθέα, χαρίζει: φως, φωτιά και την ψυχή του στους θεατές» γράφει για τον ηθοποιό (που αφιερώνει στον φίλο του Κώστα Καζάκο). Και ένα ακόμη για το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη: «Τι εφήμερα που είναι όλα. -Τα φιλιά σου τα θέλω αιώνια, αλλά υπακούω στον νόμο της λησμονιάς. –Λοιπόν λάμπει η άσφαλτος και οι ειδήσεις τρέχουν. Στην επόμενη γωνιά μπαγιατεύουν. Μα δεν έγιναν τόσα, δεν γράφτηκαν τόσα. Τι έγιναν, πού πήγαν. Και εκείνες οι φωτογραφίες που μετά λίγες ώρες τις τρώει το σκοτάδι; Χαμόγελα, χειραψίες, φόνοι. Και ο εφημεριδοπώλης τρέχει – τρέχει και δεν σώνει. Φωνάζει τις ειδήσεις σαν ψαράς που διαλαλεί φρέσκα ψάρια». Εδώ, αριστοτεχνικά ο Κοντός, όπως παρατηρείτε, δεν μιλάει μόνο για το επάγγελμα και το φάσμα του θανάτου. Μιλάει και για τον έρωτα και τον πιο πικρό ίσως: τον ανεκπλήρωτο.

Και ‘κεί που διαβάζεις με χαρμολύπη τα πεζά τού προσφάτως αποχωρήσαντος συγγραφέα, φθάνεις σε ένα επάγγελμα που δεν υπάρχει, όπως λέει, απλώνοντας όλο το αλλόκοτο και συμβολικό ιδίωμα της μετασαχτουρικής γραφής του: εδώ ο Κοντός μιλάει για αυτόν που «μαζεύει αέρα». Πάρτε ένα δείγμα του φανταστικού ήρωα: «Αυτός που μαζεύει τον αέρα. Αυτό συνήθως γίνεται πρωί. Με ένα φτυάρι ή μια σκούπα φέρνει τον αέρα μέσα σε ένα σακί. Αφού γεμίσει πολλά σακιά τα δένει σφιχτά με σκοινί, τα βάζει σε μία αποθήκη και βγαίνει στην αγορά. Αρχίζει και πουλά φρέσκο αέρα με λίγο ουρανό για συμπλήρωμα. Τον μοσχοπουλά γιατί όλοι θέλουν φρέσκο αέρα». Οπως ο Μιχάλης Κατσαρός προφήτευε να πάρουμε μαζί μας νερό αφού το μέλλον θα έχει πολλλή ξηρασία, ο Κοντός πάει ένα βήμα πιο πέρα μέσω της ευαίσθητης και οξυδερκούς ματιάς του.

Γιάννης Κοντός

Θανάσιμα Επαγγέλματα

Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2014, Σελ. 152

Τιμή: 12,80 ευρώ