Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε τρία μόλις χρόνια μετά την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης. Στα πέντε του είδε τα Επτάνησα να ανεξαρτητοποιούνται από τους Ενετούς που τα κατείχαν για πολύ μακρά περίοδο. Τα είδε να γίνονται το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό έδαφος από την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης, αν και η ελληνική κυριαρχία ήταν σχετική: πρώτα πέρασε από τη γαλλική και τη ρωσική επιρροή και μετά ήρθε η αγγλική προστασία που βάρυνε το εύθραυστο κράτος. Ταξίδεψε πολύ στην Ιταλία και την υπόλοιπη Ευρώπη (έζησε λ.χ. στην Αγγλία και για λίγο στην Ελβετία), γνώρισε την εποχή του Μέτερνιχ και του Ναπολέοντα, επέστρεψε το 1820 στη Φλωρεντία και εντάχθηκε στο κίνημα των Καρμπονάρων, αργότερα επανήλθε στα Επτάνησα, για να φύγει ξανά στο τέλος της ζωής του και να πεθάνει στο Λάουθ της Αγγλίας, το 1869, «πτωχός, πτωχότατος εις ξένην γην άκλαυστος», όπως γράφτηκε σε νεκρολογία μιας κερκυραϊκής εφημερίδας.

Ο ποιητής των «Ωδών» αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα αίνιγμα. Υπάρχουν πολλά κενά στη βιογραφία του και η πραγματική του εικόνα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, παραμένει θολή. Απεικόνισή του, ως γνωστόν, δεν βρέθηκε ποτέ, αλλά και η συγκρότηση του βίου του όπως και η μελέτη του έργου του αποτελούν διαδικασίες σε συνεχή εξέλιξη και κίνηση. Σημαντικές τομές στην έρευνα έφεραν πρώτα η βιογραφία του Ελληνοϊταλού Σπύρου δε Βιάζη στις αρχές του 20ού αιώνα και μετά η δεκαετία του 1960 κυρίως με τις ανακαλύψεις του σπουδαίου ελληνιστή καθηγητή Μάριο Βίτι, ο οποίος έφερε στο φως σχετικό σώμα επιστολών από τη Βατικανή Βιβλιοθήκη.

Είναι τέτοια η αχλή μυστηρίου που καλύπτει το πρόσωπό του, που δεν λείπουν ούτε οι απόπειρες να βιογραφηθεί μυθιστορηματικά –πιο πρόσφατη το βιβλίο του Βλάσση Τρεχλή «Ανδρέας Κάλβος. Το χαμένο πορτρέτο» (Κέδρος) που κυκλοφόρησε τον περασμένο Απρίλιο. Αλλά και ως προς τη μελέτη του έργου του, παρ’ όλο που ασχολήθηκαν εκτενώς όχι μόνο οι νομπελίστες μας του 20ού αιώνα Σεφέρης και Ελύτης (ο τελευταίος σκιτσάρισε και ένα επινοημένο πρόσωπο με βάση τις περιγραφές των πηγών) αλλά και πολλοί σημερινοί γνωστοί φιλόλογοι πανεπιστημιακοί (Νάσος Βαγενάς, Γιώργος Ανδρειωμένος, Ευριπίδης Γαραντούδης κ.ά.), σημειώνεται ένα σχετικό έλλειμμα ως προς το ιταλόφωνο κομμάτι. Ο Κάλβος, όπως και άλλοι Επτανήσιοι της εποχής του, είχαν τη δυνατότητα να υιοθετούν πολλαπλές ταυτότητες γιατί έτσι ακριβώς αισθάνονταν. Ο Κάλβος σε μια νεανική φάση της ζωής του αισθανόταν Ιταλός, σε άλλη Ελληνας και πιθανότατα σε άλλη και τα δύο. Οταν ήρθε στον κόσμο, δεν υπήρχε καθόλου η ίδια αίσθηση εθνικής ταυτότητας που έχουμε σήμερα. Και γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο από έλληνες γονείς, η ενετική επιρροή ήταν όμως ακόμα παρούσα, ενώ πέρασε και μερικά από τα νεανικά του χρόνια στην Ιταλία. Και έγραψε τραγωδίες στα ιταλικά.

Η έκδοση του Μουσείου Μπενάκη «Ανδρέας Κάλβος – Αλληλογραφία» –μέρος ενός φιλόδοξου σχεδίου της διοίκησης του Μουσείου και του μέχρι πρότινος διευθυντή του Αγγελου Δεληβορριά (και με την οικονομική αρωγή του Ντίνου Μαρτίνου) να εκδοθούν όλα τα «Εργα» του Ανδρέα Κάλβου –έρχεται να βάλει μια κάποια τάξη στο χάος των καλβικών ερευνών. Με τη συγκέντρωση όλων των γνωστών μέχρι σήμερα σωζώμενων επιστολών από και προς τον Κάλβο σε δύο τόμους, με την εξαιρετική τους μετάφραση –οι περισσότερες δεν είναι στα ελληνικά –και τα πολύ διαφωτιστικά σχόλια κάτω από κάθε επιστολή του ιστορικού Δημήτρη Αρβανιτάκη, συνεργάτη του Μουσείου και επιμελητή της έκδοσης, δημιουργείται μια βάση για τη συγκέντρωση στοιχείων βιογραφικών και εργογραφικών που αφορούν τον ζακυνθινό ποιητή. Η δε εξαιρετική εισαγωγή του Δημήτρη Αρβανιτάκη, κοντά στις εκατό σελίδες, δεν είναι απλώς επιστημονικά διεισδυτική, είναι και ως δομή και περιεχόμενο ιδιαίτερα εμπνευσμένη, αφού ακολουθεί μια μέθοδο που ταυτόχρονα ξεδιαλύνει και εδραιώνει τον μύθο. Ο Αρβανιτάκης (Ζακυνθινός και αυτός!) αναπλάθει όχι πια τη φυσική εικόνα του ποιητή, αλλά την εικόνα του Κάλβου στα μάτια των άλλων. Με την ακρίβεια και προσοχή αρχαιολόγου που κρατάει σκαπάνη, παίρνει μία μία τις μαρτυρίες, περίπου χρονολογικά, και τις επιβεβαιώνει ή τις διαψεύδει μετακινώντας και επανασυνδέοντας τις ψηφίδες ενός παζλ που έμοιαζε σχεδόν αδύνατον να φτιαχτεί.

Ετσι επιβεβαιώνεται ότι σχεδόν σε όλο τον 19ο αιώνα ήταν γνωστός στην Ελλάδα μόνο ως λόγιος και όχι ως ποιητής (με πολλές άρσεις σχετικών παρανοήσεων), αλλά και ότι δεν έγινε γνωστός ως ποιητής ούτε μετά την περίφημη ομιλία του Κωστή Παλαμά τον Μάρτιο του 1889, όπως πιστεύεται γενικά. Η διάλεξη του τριαντάχρονου τότε Παλαμά δεν άλλαξε το γεγονός της απουσίας του Κάλβου από τις ανθολογίες. Και χρειάστηκε να μπούμε αρκετά βαθιά στον 20ό αιώνα για να αρχίσει να εκτιμάται το έργο του και σταδιακά να οδηγηθεί στα ψηλότερα σκαλοπάτια της ποιητικής ιεραρχίας. Με βάση μάλιστα το ίδιο ακριβώς στοιχείο για το οποίο επί έναν αιώνα είχε αγνοηθεί ή και λοιδορηθεί: τη γλώσσα του.

Το άλυτο μυστήριο που ακούει στο όνομα Κάλβος επιτείνεται από δύο ακόμη στοιχεία που «φωνάζουν» στην ίδια τη δίτομη έκδοση: το ένα είναι ότι οι επιστολές στη συντριπτική τους πλειοψηφία απευθύνονται στον Κάλβο και δεν είναι γραμμένες από αυτόν –αφού οι δικές του έχουν μάλλον χαθεί στη μικρή διαδρομή από το σπίτι του στο Λάουθ μέχρι το νεκροταφείο της Αγίας Μαργαρίτας όπου ετάφη –και το δεύτερο ότι οι ίδιες αυτές επιστολές χωρίζονται σε δύο άνισα μέρη: στον πρώτο τόμο περιέχονται της περιόδου 1813-1818 και είναι χρονολογημένες, ενώ στον δεύτερο τόμο συμπεριλαμβάνονται όλες οι άλλες (1819-1869) που είναι στο σύνολό τους αχρονολόγητες. Ευτυχώς για την ίδια την ποίηση του Κάλβου φαίνεται ότι ο χρόνος είναι συνοδοιπόρος.

Το γράμμα

Δεν ξέρουν όλοι να οργίζονται με μεγαλοψυχία

Αμέσως παρακάτω ακολουθεί ενδιαφέρουσα επιστολή του διάσημου ιταλού ποιητή Ούγκο Φόσκολο (είχε γεννηθεί στη Ζάκυνθο από ελληνίδα μητέρα) προς τον 23χρονο τότε Ανδρέα Κάλβο, όταν αυτός βρισκόταν στη Φλωρεντία. Ο Κάλβος δούλεψε αργότερα κοντά στον Φόσκολο ως αντιγραφέας.

Χέτιγκεν, 17 Δεκεμβρίου 1815

Πολυαγαπημένε Ανδρέα,

Σε ό,τι αφορά τη δική σας ωδή, μου άρεσε λόγω του κάπως ελληνίζοντος ύφους της και λόγω εκείνου του υψηλού πατριωτικού πάθους που εξευγενίζει κάθε ύφος. Ωστόσο, για δύο πράγματα θέλω, σαν φίλος και σαν πατέρας σχεδόν, να σας προειδοποιήσω. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να αποδεχθείτε το γεγονός ότι δεν θα βγείτε από τη μετριότητα και ότι θα αρκεστείτε στους τίτλους του ακαδημαϊκού της Πιστόια, με άλλους αντίστοιχους ή με τους επαίνους των αρκαδικών συναδέλφων σας, όσο αντιμετωπίζετε τα πράγματα απλοϊκά. Ούτε θα μπορέσετε να εξευγενίσετε το πνεύμα σας ούτε να οργανώσετε την κρίση σας ούτε να θρέψετε ουσιαστικά την ψυχή σας, παρά μόνο από τη στιγμή που θα επιδοθείτε με επιμονή και θέρμη στη μελέτη των λατίνων και αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Και είναι μεγαλύτερη ντροπή για μας που γεννηθήκαμε και που μεγαλώσαμε μαθαίνοντας μέσα σε δυο χρόνια τη γλώσσα του Ομήρου, του Θουκυδίδη και του Πλάτωνα, να την τραυλίζουμε, όταν άλλοι, όπως τούτοι οι Γερμανοί (ανάμεσα στους οποίους ζω), ξοδεύουν τόσα χρόνια, που στο τέλος τη μιλούν και την καταλαβαίνουν καλύτερα από μας. Μα εκτός από ντροπή, είναι και μεγάλη ζημία. Γιατί, πέρα από τους Ιταλούς, δεν πιστεύω πως άλλα πνεύματα μπορούν ποτέ να εκμαιεύσουν, είτε λόγω της ψυχρότητας της φύσης είτε λόγω της τραχύτητας της γλώσσας, τη ζωή και το πνεύμα που τόσο εύκολα μπορούμε εμείς να αντλήσουμε από τους αρχαίους εκείνους.

Βλέπω, παιδί μου Ανδρέα, πώς οι Γερμανοί κάνουν την ανατομία κάθε ελληνικής ή λατινικής λέξης και ξέρουν να σου πουν για κάθε στίχο που τους απαγγέλλεις, αν αυτός είναι της εποχής του Ησιόδου ή των Λυρικών ή της Αλεξανδρινής Σχολής ή της εποχής των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης· το ίδιο σπάνια σφάλλουν για τους Ρωμαίους. Κι όμως, δεν συγκινούνται από μια εικόνα των ποιητών εκείνων· δεν κλαίνε ποτέ· γνωρίζουν, και δεν αισθάνονται· μαθαίνουν, και δεν διδάσκουν· συζητούν, και ποτέ δεν δημιουργούν. Φταίξιμο, ή για να το πω ορθότερα, θέλημα της Μητέρας Φύσης. Μα, αν αυτοί μπορούν να παραπονεθούν για τη φύση, η φύση θα μπορούσε να παραπονεθεί για μας, αφού μας έχει προικίσει με διαφορετική ιδιοσυγκρασία. Κι αν ο αγρός δεν βγάζει καλό καρπό, πάει να πει ότι εμείς δεν έχουμε διαλέξει μήτε σπείρει τους σπόρους που μας άφησαν κληρονομιά οι πρόγονοί μας.

Γι’ αυτό αφήστε για την ώρα τη σύνθεση σονέτων, ύμνων και ομοιοκατάληκτων στίχων και συνομιλείτε μέρα – νύχτα, με ταπεινότητα μαζί και νεανική τόλμη, με κείνους τους μεγάλους της αρχαιότητας και με καμιά δωδεκαριά ιταλούς πεζογράφους και ποιητές. Και αν, όπως μου φαίνεται, είσαστε άξιος να είστε μαθητής τους, αυτό θα φανεί ολοκάθαρα στα γραπτά σας, όποτε και να ‘ναι. Κι αυτό θα σας προσδώσει τιμή μεγαλύτερη κι από χίλια διπλώματα ακαδημαϊκού και αρκαδικού τσοπανάκου. Η άλλη προειδοποίηση είναι πιο σοβαρή, αλλά είναι και πιο εύκολο να την ακολουθήσει κανείς. Σ’ εκείνη την ωδή μιλάτε με οργή για την πατρίδα σας και βρίσκετε παραδείγματα αυτής της οργής στον Δάντη και στον Alfieri. Ας αφήσουμε κατά μέρος το μεγάλο πνεύμα εκείνων των δύο Ιταλών. Θέλω, όμως, οι συμφορές του Δάντη (άπλωσε το χέρι και γύρεψε ελεημοσύνη!), θέλω αυτές να μη σας τρομάζουν. Ας αφήσουμε, επίσης, το ότι ο Alfieri αντιμετώπισε περιστάσεις λιγότερο δύσκολες. Ομως, δεν ξέρουν όλοι να οργίζονται με μεγαλοψυχία, ούτε με τρόπο ωφέλιμο. Και η μεγαλόψυχη οργή είναι δώρο, όπως καθετί άλλο, της Μητέρας Φύσης· είναι τέτοιο δώρο, που πάνω σε αυτό το πάθος δημιουργήθηκε το πρώτο ποίημα του κόσμου. Οπότε, προσέξτε μήπως, ενώ θέλετε να βρυχηθείτε σαν λιοντάρι, μήπως καταλήξετε να μιμηθείτε εκείνον τον πατριώτη μας τον Πιέρη, ο οποίος αποκάλεσε τους συμπατριώτες του πρόβατα και γίδια και δεν κατάλαβε ότι ο ίδιος ήταν σκυλί και γάβγιζε, και αντί να τρομάζει τους άλλους τον έπαιρναν με τις πέτρες: σήμερα, όμως, είναι στο Τρεβίζο και διδάσκει Ρητορική ζητιανεύοντας ψωμί στα ξένα, ενώ θα μπορούσε να το κερδίζει πιο τιμημένο στην πατρίδα του. Θα πρέπει επίσης να προσεχθούν οι περιστάσεις και ο σκοπός: αν δηλαδή η Ιταλία άξιζε να την πει κανείς απαξιωτικά σαπισμένη, ευτελισμένη, ταπεινωμένη, η Ελλάδα, η οποία σήμερα είναι μάλλον εκβαρβαρωμένη παρά εκθηλυμένη, αξίζει λόγια διαφορετικά –και τα περιφρονητικά και επηρμένα λόγια δεν πείθουν κανέναν, αντιθέτως ερεθίζουν. Μα αν θέλετε να απευθύνετε νουθεσίες στα νησιά μας, και έχετε παιδί μου δικαίωμα και πνεύμα, μιμηθείτε το παράδειγμα του Πετράρχη. Το ποίημά του προς τους ιταλούς ηγεμόνες «Ιταλία μου», αν και είν’ ανώφελα τα λόγια, είναι όχι μόνο υπόδειγμα ποιητικής τέχνης, ύφους, φιλοσοφικού βάρους και λυρικού οίστρου, μα είναι επίσης καθρέφτης του πώς να νουθετείς τους ισχυρούς χωρίς να τους ερεθίζεις. (…)

Ούγκο

Ανδρέας Κάλβος

Αλληλογραφία

Εισαγωγή-Επιμέλεια- Σχολιασμός: Δημήτρης Αρβανιτάκης

Εκδ. Μουσείο Μπενάκη 2015

Σελ. 1.136 (δύο τόμοι)

Τιμή: 40 ευρώ