Αν επιβεβαιωθεί η υποψία, ολόκληρη η ιστορία του Μάη του ΄68 θα πρέπει να ξαναγραφτεί: Ο γιος του «κόκκινου Ρούντι», ηγέτη του γερμανικού φοιτητικού κινήματος, αποκαλύπτει ότι ο πατέρας του υποπτευόταν πως πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του βρισκόταν η Στάζι- οι «σύντροφοι» από την άλλη πλευρά του τείχους του Βερολίνου.


Ήταν 11 Απριλίου του 1968. Ο Ρούντι Ντούτσκε βγαίνει από το σπίτι του με το ποδήλατό του για να βρει ένα φαρμακείο. Ο γιος του ήταν κρυολογημένος και ο «κόκκινος Ρούντι» καταλήγει σε ένα φαρμακείο κοντά στα γραφεία της Φοιτητικής Ένωσης Γερμανών Σοσιαλιστών, στο Κουρφουρστεντάμ. Όταν κατεβαίνει από το ποδήλατό του, τον σταματά ένας άγνωστός του νεαρός, ο ελαιοχρωματιστής Γιόζεφ Μπάχμαν. «Είστε ο Ρούντι Ντούτσκε;», τον ρωτά. Ο Ρούντι απαντά «ναι» και ο νεαρός τον πυροβολεί τρεις φορές. Ο ηγέτης της γερμανικής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς τραυματίζεται σοβαρά. Ο «κόκκινος Ρούντι» πέθανε έντεκα χρόνια αργότερα, το 1979, από επιπλοκές που του προκάλεσαν τα τραύματά του. Και όπως αποκαλύπτει σήμερα ο γιος του, Μάρεκ, μιλώντας στην εφημερίδα «Μπιλντ», ο πατέρας του είχε αφήσει ένα γράμμα στη σύζυγό του, το οποίο έπρεπε να ανοιχθεί μετά τον θάνατό του. Σε εκείνο το γράμμα, κατέθετε την υποψία του ότι πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του βρισκόταν το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Ανατολικής Γερμανίας. Ο Μάρεκ Ντούτσκε ζητάει σήμερα να του επιτραπεί η πρόσβαση στα αρχεία της Στάζι για να ερευνήσει εάν ο άνθρωπος που είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον πατέρα του και για πολλά χρόνια εθεωρείτο ναζιστής, είχε όντως σχέση με την περιβόητη μυστική αστυνομία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Η υποψία του «κόκκινου Ρούντι» έρχεται να προστεθεί στη βεβαιότητα που συγκλονίζει τις τελευταίες ημέρες τη Γερμανία ότι ο Δυτικογερμανός αστυνομικός που πυροβόλησε και σκότωσε τον Ιούνιο του 1967 τον 26χρονο φοιτητή Μπένο Όνεζοργκ ήταν στην πραγματικότητα μέλος του κομμουνιστικού κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας. Ο Όνεζοργκ δολοφονήθηκε στη διάρκεια φοιτητικής διαδήλωσης, κοντά στην Ντόιτσε Όπερα του Βερολίνου, που πραγματοποιήθηκε εναντίον της επίσκεψης του σάχη της Περσίας. Την υπόθεση ανακίνησαν ιστορικοί που μελετούν εδώ και χρόνια τα αρχεία της Στάζι, ενώ σε συνέντευξή του ο πρώην αστυνομικός Καρλ Χάινς Κούρας, σήμερα 81 ετών, παραδέχθηκε ότι ήταν ταγματάρχης της Στάζι. Σύμφωνα με τα αρχεία που ερεύνησαν οι ιστορικοί, ο Κούρας ζήτησε το 1955 από τις αρχές της Ανατολικής Γερμανίας να ενταχθεί στην αστυνομία της χώρας. Οι Ανατολικογερμανοί αξιωματούχοι τον συμβούλευσαν να παραμείνει στο Δυτικό Βερολίνο και να συγκεντρώνει πληροφορίες. Το ψευδώνυμο που του έδωσαν ήταν «Ότο Μποχλ».

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Συγκλονίζει και η αποκάλυψη πως ο αστυνομικός που σκότωσε το ΄67 τον φοιτητή ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αν. Γερμανίας

Στόχος η εξαγωγή της «επανάστασης»


ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ περιπτώσεις (του κόκκινου Ρούντι, αλλά και του 26χρονου φοιτητή) στόχος της μυστικής αστυνομίας ήταν η ριζοσπαστικοποίηση του αριστερού κινήματος, μια απόπειρα εξαγωγής της «επανάστασης» στο Δυτικό Βερολίνο. «Οι δραστηριότητες της Στάζι θεωρούνται ζήτημα της Ανατολικής Γερμανίας. Η Στάζι όμως είχε την εντολή να εργαστεί σε όλη τη Γερμανία και προσπάθησε να πετύχει τους στόχους της στη Δυτική Γερμανία» δήλωσε η Μάριαν Μπίρθλερ, υπεύθυνη σήμερα των αρχείων της μυστικής αστυνομίας. Η δολοφονία του 26χρονου φοιτητή προκάλεσε βίαιες διαδηλώσεις κατά του «φασιστικού παρακράτους». Την περίοδο εκείνη έκανε την εμφάνισή της η φράξια Κόκκινος Στράτος των Αντρέας Μπάαντερ και Ούλρικε Μάινχοφ. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε τον Απρίλιο του 1968. Λίγες ώρες μετά την απόπειρα δολοφονίας του «κόκκινου Ρούντι», περίπου 5.000 φοιτητές συγκεντρώθηκαν έξω από τα γραφεία της «Μπιλντ» θεωρώντας ότι την απόπειρα δολοφονίας είχε προκαλέσει η εφημερίδα με τις σκληρές θέσεις της εναντίον των φοιτητών. Την ώρα που οι διαδηλωτές στο Δυτικό Βερολίνο φώναζαν το σύνθημα «και η ΄΄Μπιλντ΄΄ πυροβόλησε μαζί», φοιτητές, πανεπιστημιακοί, διανοούμενοι και εργαζόμενοι διαδήλωναν σε 50 πόλεις της Δυτικής Γερμανίας. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες με την αστυνομία να αντιδρά βίαια στην προσπάθειά της να τις καταστείλει. Ο απολογισμός των συμπλοκών ήταν δύο νεκροί και περίπου 400 τραυματίες. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία είχαν κινητοποιηθεί περισσότεροι από 21.000 αστυνομικοί.