Αν η δολοφονία του Μένη Κουμανταρέα έδωσε στο βιβλίο του «Ο θησαυρός του χρόνου» έναν σχεδόν «εξωτικό» τόνο, η κυριότερη συνέπειά της δεν είναι ότι παρερμηνεύτηκε το ίδιο το βιβλίο όσο το γεγονός ότι δεν στάθηκε –μέχρι αυτή τη στιγμή τουλάχιστον –δυνατόν να «μετρηθούν» ψύχραιμα τα χαρίσματα και τα μειονεκτήματά του. Φαίνεται ότι η σκέψη αδυνατεί να συλλάβει πως κι αν ακόμη όσα εξιστορούνται μέσα σε ένα καθαρά «αυτοβιογραφικό» βιβλίο συμβεί να συμπέσουν με περιστατικά που θα συμβούν μετά την έκδοσή του, η απόσταση ανάμεσα στα εξιστορούμενα και στα πραγματοποιούμενα μέσα στη ζωή είναι τεράστια –αβυσσαλέα θα πρόσθετε κανείς.

Αν αίφνης κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με θέμα την αυτοκτονία και την επομένη της κυκλοφορίας του αυτοκτονήσει ο συγγραφέας του, το βιβλίο κάνει ακόμη πιο δυσεξιχνίαστο το μυστήριο της αυτοχειρίας, έστω και αν κατονομάζονται οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για δολοφονία –άρα, ο μόνος που δεν είναι υπεύθυνος είναι ο συγγραφέας που έτυχε να γράψει για τη δολοφονία.

Η αχίλλειος πτέρνα του «Θησαυρού του χρόνου» είναι κυρίως το γεγονός ότι οι ήρωές του, οι περισσότεροι τουλάχιστον, δεν συναντιούνται ποτέ μεταξύ τους. Αν τους γνωρίζουμε είναι χάρις στον ίδιο τον δημιουργό τους –χώρια που η πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθώς τους κάνει να υπάρχουν σε αποκλειστική αναφορά με αυτόν, αντί να τους δίνει ζωή, τους υποχρεώνει να παίξουν έναν ρόλο. Με αποτέλεσμα να γίνεται αναπόφευκτη η προβολή πάνω στους ήρωες στοιχείων που διακρίνουν τον ίδιο τον δημιουργό, ή να προεκτείνονται στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους ήρωες πάνω στον δημιουργό, καθώς απουσιάζουν οι συγκρούσεις που θα επιβεβαίωναν ή θα υπονόμευαν την όποια αλήθεια τους. Κι αν η Λιλή (το μοναδικό υπαρκτό πρόσωπο που αναφέρεται με το όνομά του, χωρίς όλα τα άλλα να είναι επινοημένα ώς έναν βαθμό) θα ήταν αδύνατον να συναντηθεί, για την οικονομία τόσο του αφηγήματος όσο και της ζωής, με τον «Καμικάζι» ή με τον Λούνα, θα μπορούσε τα δύο τελευταία να έχουν συναντηθεί μεταξύ τους ή και τα δύο αυτά με τον «Σπίνο» (τον Λευτέρη με το μόριό του όσο ενός μικρού παιδιού), αφού και οι τρεις τους στοιχειώνουν στον ίδιο βαθμό τις νύχτες και τα γραπτά του αφηγητή. Σάμπως να ήθελε ο τελευταίος με τον τρόπο αυτό να διατηρήσει την αυτοδυναμία τους ώστε να λάμψει ακόμη περισσότερο η ιδιαιτερότητά τους.

Το γεγονός πάντως είναι ότι παρά την παρατακτική συχνά μνεία των ηρώων και την έλλειψη μιας στοιχειώδους επαφής ανάμεσά τους, η δραματικότητα του βιβλίου, αντί να αραιώνει, πυκνώνει αφάνταστα. Ακριβώς γιατί ο ίδιος ο δημιουργός έχει επιφυλάξει τόσες μάσκες για τον εαυτό του ώστε είτε του απευθύνεται ενώ ήταν πολύ νέος αποκαλώντας τον «παλιέ συνάδελφε και αδελφέ μου», είτε «συνομιλεί» με το φάντασμα του «Αλληλογράφου» και μέσω του φαντάσματος με τον μέντορά του, τον Μανώλη Μανωλάκη, να καταλαβαίνουμε πως στην ουσία πρόκειται για το ίδιο ακριβώς πρόσωπο. Που όσο κι αν φαίνεται να θέλει διακαώς να εκτεθεί σε σχέση με την κάθοδό του στον Αδη των νυχτερινών γκέι περιπλανήσεων, να αναρωτιέσαι μήπως κατά βάθος πρόκειται για συγγραφικά τεχνάσματα απλώς για να γίνει πιο συναρπαστική η αφηγηματική σύνθεση. Με αποτέλεσμα όταν ο αφηγητής, που αν και θεωρεί ως πρωταγωνιστικό πρόσωπο μια γυναίκα, είναι τελικά ο ίδιος που κυριαρχεί, μυείται μέσα στη νύχτα χάρις στον «Καμικάζι», το νεαρό που μεταφέρει τις πίτσες, να νιώθει καθώς καταδύεται μέσα σε ένα χαμαιτυπείο πως καταξιώνεται κοινωνικά όσο δεν το αισθάνθηκε με τα γραψίματα και τις μουσικές του στην «κανονική» επαφή του με τους άλλους.

Ο διακόπτης

Να μας αφορά επιπλέον η κατάδυση αυτή όσο μας αφορά ως «εξαίρεση» η Μαντάμ Μποβαρί του Μπαλζάκ ή η Αννα Καρένινα του Τολστόι (ή για να χαμηλώσουμε τον πήχη η Τερέζα Ντεκερού του Μοριάκ) καθώς αισθάνεσαι πως δεν χρειάζεται παρά το γύρισμα ενός μικροσκοπικού διακόπτη για να αισθανθείς φυσιολογικότατα μέσα στην πιο αγοραία συνθήκη. Τελικά η «αληθοφάνεια» των προσώπων και των περιστατικών στον Κουμανταρέα, ή για να κυριολεκτήσουμε, η αλήθεια τους η ρυθμισμένη σε ορισμένα σημεία σύμφωνα με τους αφηγηματικούς κανόνες, είναι η πιο «δόλια» μέθοδος που χρησιμοποίησε ως σήμερα ο δημιουργός του «Αρμενίσματος» και του «Δυο φορές Ελληνας». Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι την χρησιμοποίησε στο πιο «αυτοβιογραφικό» του βιβλίο, τον «Θησαυρό του χρόνου». Οσο κι αν δεν αρνούνταν ή μάλλον κατέφασκε στην παρατήρηση ότι το βιβλίο είναι ένα είδος συγγνώμης και εξιλασμού σε σχέση με τη σύζυγό του Λιλή, που υπήρξε ο σιωπηλός προστατευτικός μάρτυρας μιας οδηγημένης στα άκρα ζωής –όπως η δική του -, του ήταν ταυτόχρονα αδύνατον να μη διαπραγματευτεί συγγραφικά ακόμη και την οδύνη και τη μεταμέλειά του.

Αν και πρόκειται για ένα «Ημερολόγιο καταστρώματος», έχει συντεθεί με έναν τρόπο που όσο αμφισβητούμενα ή μετέωρα νιώθει κανείς τα πραγματικά περιστατικά, άλλο τόσο αδιαμφισβήτητα να ηχούν τα επινοημένα ώστε να μη μας χρειάζεται καν το ντοκουμέντο της στάχτης για να πιστέψουμε πως υπήρχαν ώρες που το «Φάντασμα» αποκτούσε σάρκα και οστά. Αλλά η κατεξοχήν «δολιότητα» του «Θησαυρού του χρόνου» έγκειται στο γεγονός πως τόσο παρών ο ίδιος ο Κουμανταρέας –έστω κι αν συστήνεται μέσα από άπειρες μάσκες, με τρεις μόνο να γίνονται ιδιαίτερα αισθητές -, μένεις τελικά με την εντύπωση πως δεν είναι ένας συγγραφέας που έχει γράψει το βιβλίο, αλλά είναι η ίδια η ζωή που μεταλλάσσει τον χρόνο σε «θησαυρό», όποιος κι αν είναι αυτός για τον καθέναν, και όσο διαφορετικοί κι αν είναι τελικά οι «θησαυροί» των ανθρώπων ανάμεσά τους.

Στοχαστική διάθεση

Με το να είναι τελικά η ζωή που γράφει το αφήγημα, ο καθένας μπορεί να αισθάνεται ως ένας δυνάμει ήρωας, ενώ ο καθένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα τον επέλεγε για ήρωά του ένας συγγραφέας. Με την αφηγηματική του μετριοπάθεια, τις ελαφρές πινελιές μιας στοχαστικής διάθεσης και προπαντός με την αναγνώριση της ζωής ως συγγραφέα, ο Κουμανταρέας κατορθώνει τα ακραία και τα επικίνδυνα και γι’ αυτό ακριβώς πιο αποκαλυπτικά να τα μεταβάλλει σε μια κοινή μοίρα. Καθώς το γεγονός της δολοφονίας του Κουμανταρέα θα έκανε ακόμη και τον πιο απροκατάληπτο κριτή του «Θησαυρού του χρόνου» να ταυτίσει ήρωές του με πραγματικά πρόσωπα –όσο κι αν καταλαβαίνει κανείς το μάταιο ενός αντίστοιχου εγχειρήματος, αφού δεν είναι η ταύτιση που θα κρίνει την επιβίωση του βιβλίου -, ας χρησιμοποιήσουμε ως κλειδί την περιέργεια αυτή για μια ακέραια ανάγνωσή του.

Το υποβάλλει άλλωστε ο ίδιος ο «Θησαυρός του χρόνου» καθώς οι σελίδες οι σχετικές με το πρόσωπο της Λιλής («δεν ήθελα ο καθένας να πιάνει το όνομά της στο στόμα του», θα πει ο συγγραφέας) όσο κι αν είναι εξόχως συγκινητικές είναι και οι πιο αδύνατες πεζογραφικά. Αντίθετα αποκτούν μια τρομερή προοπτική –μυθιστορηματική εννοείται –πρόσωπα που, αν και άγνωστα ουσιαστικά στον αφηγητή, μοιράζονται μαζί του, ή βιώνουν, το μυστικό της ερωτικής του ιδιαιτερότητας, ενώ πρόσωπα οικεία του, αν και κοινωνοί του μυστικού του, αισθάνεται ακόμη και τη συζήτηση μαζί τους ανεπίτρεπτη ή αδιέξοδη. Ισως γιατί με τον τρόπο αυτό διατηρεί ο ίδιος καθαρή την εικόνα του προσώπου του, ενώ στις στενές διαπροσωπικές του σχέσεις η εικόνα του προσώπου του θα αμαυρωνόταν σε περίπτωση που συζητούσε οτιδήποτε για την ιδιαιτερότητά του. «Για μια στιγμή το μάτι μου παίρνει τον Λούνα, τον Ρουμανοτσιγγάνο με τα γκριζογάλανα μάτια και το ανοιχτόχρωμο δέρμα. Είναι το παιδί που γνώρισα στο μπαρ τις προάλλες. Εμπορεύεται παλιοσίδερα που μαζεύει από κάθε γωνιά της πόλης αλλά και το κορμί του. Τα πηγαινοφέρνει μ’ ένα φορτηγάκι που από μόνο του μοιάζει παλιοσιδερικό. Ο Καμικάζι κοιτάζει υποψιασμένα το φορτηγάκι του Λούνα, απορεί τι δουλειά μπορεί να κάνει αυτός ο πιτσιρικάς που έχουν περίπου την ίδια ηλικία. Κι ο Λούνα κοιτάζει μ’ αυτό το πεινασμένο βλέμμα το μηχανάκι του «ντελίβερι» που κρύβει πίτσες λαχταριστές. Το γεγονός ότι έχουν υπάρξει και οι δύο κατά περίεργο τρόπο φίλοι αυτού του ηλικιωμένου με τα γυαλάκια, το πιάνο και τη γραφομηχανή, που τους κοιτάζει ερευνητικά και που, σαν να μην έφτανε αυτό, γράφει κιόλας γι’ αυτούς δεν περνάει από το μυαλό τους περισσότερο απ’ ό,τι μια ενοχλητική μύγα που ζουζουνίζει και που τη διώχνουν με μια κίνηση του χεριού».

Μένης Κουμανταρέας

Ο θησαυρός του χρόνου

Εκδ. Πατάκη, 2014, Σελ. 480

Τιμή: 20 ευρώ