Υπάρχουν ανακολουθίες σε όσα λέμε και κάνουμε όλοι μας που μοιάζουν δικαιολογημένες και αναπόφευκτες, αλλά και ανακολουθίες που προκαλούν διερωτήσεις όσον αφορά την ίδια την ανθρώπινη υπόστασή μας. Ακούμε κατά καιρούς κάθε άλλο παρά ανυποψίαστους ή μη, έστω και στοιχειωδώς, μορφωμένους ανθρώπους να μας λένε πως σχεδόν δυσφορούν όταν βλέπουν στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, επομένως και στην τηλεόραση, έργα δραματικά. Για το μόνο θέαμα που πραγματικά ενδιαφέρονται είναι οι κωμωδίες και όπως αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς, χωρίς να χρειάζεται να του το εξηγήσουν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, δεν έχει καμιά σημασία αν πρόκειται για χοντροκομμένες ή για πιο καλοδουλεμένες κωμωδίες. Κωμωδία να είναι και ό,τι να ‘ναι, έστω κι αν την έχουν δει δέκα το λιγότερο φορές την καθεμιά τους.

Σαν να πρόκειται δηλαδή για ένα είδος Κοκκινοσκουφίτσας ή Χιονάτης για ενήλικους. Η απορία όμως και η εντελώς υπαρξιακής υφής διερώτηση που δημιουργείται είναι πώς γίνεται οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που δεν «αντέχουν» το δράμα, είτε για θέατρο πρόκειται είτε για κινηματογράφο και τηλεόραση, να το καταπίνουν σε πραγματικές τώρα διαστάσεις και σε τεράστιες ποσότητες, και όχι μεταποιημένο πια σε τέχνη, παρακολουθώντας τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων με τις ουρές των πεινασμένων, των συμφοριασμένων, των πολεμόπληκτων, με τα αποστεωμένα παιδιά, τους θρηνούντες γέροντες και τους αλλόφρονες μεσήλικους.

Αν συμβεί να τους ρωτήσεις πώς γίνεται να χαρακτηρίζονται για μια τόσο κατάφωρη αντίφαση, έχουν έτοιμη μιαν αποστομωτική, κατά τη γνώμη τους, απάντηση που δεν αποκλείεται να τη θεωρούν ειλικρινή και – κάτι ωστόσο πιο μεμπτό για τους ίδιους – καθόλου πρόχειρη δικαιολογία: «Μα καλά, να μην ξέρουμε τι γίνεται στον κόσμο;». Εχοντας αναγάγει την ενημέρωση σε αυτοσκοπό και – κάτι ακόμη χειρότερο – λογαριάζοντάς την, την απλή πληροφόρησή τους δηλαδή, ως μια μορφή δραστήριας συμμετοχής στα δράματα των άλλων, κάτι σαν παρεμβατική ενσυναίσθηση, ενώ δεν συνιστά στην ουσία, ο τρόπος που με αυτόν δηλαδή ολοκληρώνεται η πληροφόρησή τους, παρά μια πρώτης τάξεως αναισθησία. Και δεν είναι ο αποσπασματικός χαρακτήρας αυτής της πληροφόρησης,  της ενημέρωσης, αφού γίνεται κατά διαστήματα, που την κάνει ύποπτη ως προς το μέγεθος ή μάλλον ως προς την ειλικρίνειά της σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο παρά να μας διεγείρει ένα αίσθημα συμμετοχής στα δραματικώς τεκταινόμενα.

Η αποφυγή, ή μάλλον η αποστροφή προς το «δράμα» στην έντεχνή του μορφή όπως είναι πάντα ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο, οφείλεται σε έναν λόγο που θα ήταν αδύνατον να τον υποψιαστούν όσοι δηλώνουν ένθερμοι θιασώτες της κωμωδίας, αν και το «δράμα» στην καθαρόαιμη και χωρίς τη διαμεσολάβηση της τέχνης μορφή, ευχαρίστως το παρακολουθούν και κάθε άλλο παρά συμπτωματικά ή τυχαία. Είναι γιατί η τέχνη, το οποιοδήποτε έργο, καλώντας σε να συμμεριστείς τη δραματικότητα μιας συνθήκης σε χρεώνει ως ανθρώπινη οντότητα με ένα έστω ασήμαντο, ελάχιστο ποσοστό ευθύνης οσοδήποτε μακριά σου κι αν εξελίσσεται η συνθήκη αυτή.

Ενώ παρακολουθώντας το οποιοδήποτε δράμα, ακόμα κι αν συντελείται πολύ κοντά σου, τόσο ζωντανά μάλιστα που αν ήθελες να το ακουμπήσεις δεν θα είχες παρά να απλώσεις τα χέρια σου, έχεις την ευχέρεια να πιστεύεις πως μπορείς να χρεώσεις το δράμα αυτό σε οποιονδήποτε άλλον, συνήθως στα πρόσωπα της πολιτικής εξουσίας, με τον εαυτό σου να αποκτά μια πρώτης τάξεως δικαιολογία λέγοντας: «Μα μπορώ εγώ μόνος μου να σώσω τον κόσμο;». Κανείς μόνος του ασφαλώς δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο, αλλά, όπως προσφυώς είπε ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης, όσον αφορά την ποίηση, να σε βοηθήσει να μην αλλάξει εσένα ο κόσμος. Διευρύνοντας δηλαδή έστω και ελάχιστα το σκεπτικό αυτό ενδέχεται να μην μπορεί ο καθένας μας μόνος του να σώσει τον κόσμο, αλλά μπορεί να συμβάλει να σωθεί ο κόσμος παύοντας να καταναλώνει ως θέαμα τη δυστυχία των άλλων.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Vidcast: Στα Σχοινιά