Η πρόσφατη σύνοδος των «αντιρρησιών» (με εκπροσώπους από όλο το πολιτικό φάσμα και κριτικές ομιλίες των κ.κ. Καραμανλή και Βενιζέλου) αποτελεί την ώριμη συγκρότηση ενός αντιφατικού αντικυβερνητικού μετώπου ή απλώς εκδήλωση και μορφοποίηση της διάχυτης κοινωνικής, πολιτικής άρνησης; Αυτής που δεσπόζει σε ευρύτατα πολιτικά κοινά, λόγω της ακρίβειας, λόγω θεσμικών παρεκτροπών, λόγω οίησης κυβερνητικών στελεχών κ.λπ. Αυτής της πολύπλευρης άρνησης, που «παραγγέλνει» τον σχηματισμό του συμπτωματικού τρυγητή της; «Πρόεδρε δεν αρέσουμε πια» για να μεταχειριστώ την παλιά φράση της Μερκούρη. Αυτό συμβαίνει; Δεν «αρέσει» η κυβέρνηση ή βαρέθηκε ο κόσμος το κυβερνητικό θέαμα; Εξάντλησε τους «ηθοποιούς» του;

Η «σύνοδος» την οποία προανέφερα και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της (και με την πρόσθεση νέων δυνάμεων στις ήδη υπάρχουσες) είναι εν μέρει ένδειξη του φουσκωμένου κοινωνικού ρεύματος. Είναι όμως και ένδειξη της βαθύτερης πολιτικής αδυναμίας σύνθεσης θέσεων που να έχουν συνοχή, ιδεολογική καθαρότητα και λειτουργικότητα. «Λέω αυτό» γι’ αυτόν τον λόγο, έναντι αυτού που εφαρμόζει η κυβέρνηση. Και όχι μόνο «λέω αυτό» αλλά «συνδυάζομαι» και με την αντίρρηση στα άλλα πολιτικά πεδία: στην κοινωνική πολιτική, στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό, στην εξωτερική πολιτική κ.λπ.

Οχι συγκολλητικά, συμπτωματικά, αλλά με επίλυση και συναρμογή βαθύτερων θεάσεων. Γιατί στα διάφορα φόρα, υπάρχει μεν ο εύγλωττος αντικυβερνητισμός (όπως, σε περιπτώσεις και ο φανατικός φιλοκυβερνητισμός) και συγχρόνως η αδυναμία να διατυπωθεί κάτι δραστικό, χωρίς την υποχρεωτική αναφορά στην κυβέρνηση που εν τέλει γίνεται συγκολλητική ουσία και όχι αφορμή πολιτικής αντι-σύνθεσης.

Η αδυναμία δηλαδή να βρεθεί η αιτία, η δομή, η πρόταση και όχι απλώς ο εντοπισμός του κυβερνητικού ελαττώματος, είναι ίσως το πιο ισχυρό σημάδι «αρχιτεκτονικής» αδυναμίας.

Για παράδειγμα, ο εκ νέου δομικός ανασχεδιασμός κεντρικών τομέων της οικονομίας (που η ρηχότητά τους σε έναν σοβαρό βαθμό εκτινάσσει τιμές και παραλύει άμυνες), δεν βρίσκεται ως κύριο στοιχείο στις αντιπροτάσεις.

Δηλαδή αυτό που φαίνεται ως πολιτική αδυναμία της κυβέρνησης, αυτό που συσπειρώνει, είναι συγχρόνως και αντανάκλαση της πολιτικής αδυναμίας να εκφραστεί μια δομημένη και όχι συμπτωματικά συναρμολογημένη «αντίρρηση». Δεν υπάρχει ραμμένο μέτωπο.

Η πολλαπλή όμως αντίρρηση, έστω και με αυτούς τους όρους, δημιουργεί μεγαλύτερη ανασφάλεια στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Η λαϊκή δυσφορία είναι το ένα μέτωπο, οι συγκολλητικές ή διαλυτικές διεργασίες της πολιτικής κορυφής, το άλλο. Η σύμπλευση στο δίδυμο ΚαραμανλήΣαμαρά του Ευ. Βενιζέλου λόγω και των θεσμικών εκπτώσεων, δίνει μια άλλη διάσταση. Η κυβέρνηση παράλληλα με τον εσωτερικό πόλεμο ομάδων υπό την πίεση του αγροτικού, έχει και το δυνάμει, μιας απροσδιόριστης (άρα φοβογόνου) αντιπολίτευσης. Γενική πλαστικότητα.

Σαν να μην ξέρει κανείς προς τα πού πάνε ούτε οι κυβερνητικές τακτικές, αλλά ούτε και η αντιρρητική, αντιπολιτευτική έκφραση. Για παράδειγμα, σκληρή βίαιη αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων ή στρατηγική κατευνασμού; Και από την άλλη αντιπολίτευση επί των θεσμικών και συνταγματικών αρχών ή περιστασιακή συμπόρευση με κάθε επεισόδιο κοινωνικής δυσαρέσκειας;

Η επίλυση του πολιτικού γρίφου (ήτοι: χάνω το κοινό μου και δεν ξέρω πώς να το ξανασυλλέξω) δεν έχει έναν λύτη, ούτε μια απλή απάντηση. Σε αντίθεση με τις «επικές» περιόδους του μνημονίου – αντιμνημονίου ή του αντιδεξιού ή αντισύριζα μετώπου, σήμερα οι ωσμώσεις, οι διασπάσεις, κυρίως η απενοχοποιημένη κινητικότητα των πολιτών ανάμεσα σε πολιτικές γλώσσες, κάνουν το πρόβλημα πολύ πιο σύνθετο και απελπιστικό.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι ζωγράφος και καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ