Η συμφωνία Λονδίνου και Ουάσιγκτον στις αρχές Δεκέμβρη δεν αποτελεί μόνον ένα διμερές εμπορικό βήμα. Με αυτήν, η Βρετανία κατάφερε να ξεπεράσει τον σκόπελο των δασμών, ταυτόχρονα όμως πυροδότησε έναν νέο γύρο πιέσεων στην Ευρώπη ώστε να αναλάβει δράση – με τη χώρα μας να μη μένει, όπως όλα δείχνουν, ανεπηρέαστη.
Μάλιστα, όπως σημειώνουν στελέχη του κλάδου στα «ΝΕΑ», η συμφωνία αυτή μπορεί να επιφέρει ένα ντόμινο αλλαγών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επηρεάζοντας σε δεύτερο χρόνο τη διαθεσιμότητα φαρμάκων (με έμφαση στην καινοτομία) αλλά και τις τιμές εντός των συνόρων, εάν η Ελλάδα δεν προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.
Ενδεικτικό των διεργασιών και των πιέσεων που λαμβάνουν χώρα, σε ένα ασταθές επιχειρηματικό περιβάλλον, υπό τη μόνιμη απειλή επιβολής δασμών, είναι ότι οι λομπίστες ορισμένων από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως προβάλλουν την εν λόγω συμφωνία ως πρότυπο για την Ευρώπη, έστω στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών. Συνοπτικά, πρόκειται για ένα «win-win» σενάριο: αύξηση των τιμών στην Ευρώπη – για ενίσχυση της καινοτομίας – και μείωση στις ΗΠΑ, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση Τραμπ.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα – μία από τις χώρες με τις χαμηλότερες τιμές φαρμάκων στη Γηραιά Ηπειρο και χωρίς το οικονομικό εκτόπισμα των πλούσιων χωρών – ουσιαστικά δεν βρίσκεται στο «ραντάρ» της αμερικανικής πλευράς. Παρ’ όλα αυτά, όποιες μεταβολές προκύψουν στην ευρωπαϊκή αγορά θα την αγγίξουν αναπόφευκτα, ασκώντας περαιτέρω πίεση στο σύστημα υγείας και εντείνοντας τα εμπόδια στην πρόσβαση των ασθενών σε νέα φάρμακα.
Η κατάσταση σήμερα
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μελέτη Patients WAIT Indicator 2025 (EFPIA – IQVIA), από τα 173 νέα φάρμακα που εγκρίθηκαν κατά την περίοδο 2020-23 από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ), μόλις τα 75 (43%) εισήχθησαν στην Ελλάδα, και μάλιστα με καθυστέρηση που αγγίζει τα δύο έτη. Οσο για τα υπόλοιπα, ορισμένα καθυστερούν ακόμη περισσότερο, ενώ άλλα δεν έρχονται καθόλου στην ελληνική αγορά.
Πιο συγκεκριμένα, και όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, ο χρόνος που μεσολαβεί από την έγκριση κυκλοφορίας ενός νέου φαρμάκου από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκου (EMA) έως την ένταξή του στον ελληνικό κατάλογο αποζημίωσης αγγίζει τις 654 ημέρες, όταν ο αντίστοιχος χρόνος στη Γερμανία δεν ξεπερνά τις 128 και στην Ιταλία τις 439 ημέρες.
Η εικόνα είναι ακόμη πιο ανησυχητική όταν εστιάζει κανείς στις ιδιαίτερες ανάγκες μιας ευαίσθητης ομάδας ασθενών – εκείνων που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο και για τους οποίους ο χρόνος είναι πολύτιμος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της EFPIA, την περίοδο 2020-23 εγκρίθηκαν στην Ευρώπη 56 νέα ογκολογικά φάρμακα, από τα οποία τα 33 – δηλαδή το 59% – είναι διαθέσιμα στην Ελλάδα.
Οταν εντούτοις εξετάζει κανείς πόσα από αυτά τα νέα καινοτόμα φάρμακα αποζημιώνονται πλήρως από το δημόσιο σύστημα, τότε το ποσοστό πέφτει στο 27%, καθώς μόνο περίπου ένα στα τέσσερα ογκολογικά φάρμακα καταλήγει τελικά στη θετική λίστα και είναι πραγματικά προσβάσιμο σε εκείνους τους ασθενείς που το έχουν ανάγκη. Οι υπόλοιπες καινοτόμες θεραπείες διακινούνται μέσα από άλλα «κανάλια» περιορισμένης πρόσβασης, όπως το Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Ερευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ) ή το Σύστημα Ηλεκτρονικής Προέγκρισης φαρμάκων (ΣΗΠ) του ΕΟΠΥΥ, συχνά με υψηλότερο κόστος. Είναι ενδεικτικό ότι η δαπάνη του ΙΦΕΤ ξεπερνά τα 300 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ ένα επιπλέον 2% των καινοτόμων φαρμάκων διατίθεται μόνο ιδιωτικά στη χώρα μας.
Εν τω μεταξύ, ο κλάδος εντός και εκτός συνόρων επιμένει ότι η καινοτομία δεν πρέπει να αποζημιώνεται με τους ίδιους όρους, όπως ισχύει για τα υπόλοιπα φάρμακα. Ηδη, η Βρετανία, στο πλαίσιο της ίδιας συμφωνίας, ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει κατά 25% την καθαρή τιμή που καταβάλλει για νέα φάρμακα, διασφαλίζοντας έτσι την πρόσβαση των ασθενών εκεί σε νέες θεραπείες. Ο αντίλογος, πάλι, θέλει την περαιτέρω επένδυση στην καινοτομία να ισοδυναμεί με αποεπένδυση από άλλα εξίσου κρίσιμα πεδία του συστήματος υγείας (NHS), που ήδη δείχνει σημάδια κατάρρευσης λόγω έλλειψης προσωπικού αλλά και εξοπλισμού (π.χ. ασθενοφόρων).
Το ΕΣΥ και το clawback
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, μια πιθανή αύξηση τιμών στην Ελλάδα (έστω και ως έμμεση επίδραση των όσων δρομολογούνται εκτός συνόρων) θα απορρύθμιζε ακόμη περισσότερο τις ευάλωτες ισορροπίες στο ΕΣΥ. Κι όμως, επί χρόνια οι οικονομολόγοι της Υγείας επιμένουν ότι η άρνηση ή η καθυστέρηση εισαγωγής της καινοτομίας στην Ελλάδα δεν είναι λύση, όπως δεν είναι και η άκριτη εισαγωγή της. Αντιθέτως, όπως επαναλαμβάνουν, σε ένα περιβάλλον περιορισμένης χρηματοδότησης (όπως ισχύει στην Ελλάδα αλλά όχι μόνον) είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν εργαλεία που θα μετρούν την αξία των νέων θεραπειών και θα ενσωματώνουν την πραγματική τεχνολογία. Ομως, έως και σήμερα, οι προτάσεις αυτές αναβάλλονται για το μέλλον, όπως και η τήρηση αυστηρών πρωτοκόλλων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Σε κάθε περίπτωση, ο σημαντικότερος λόγος περιορισμένης κυκλοφορίας της καινοτομίας που προκρίνουν τα στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας είναι το υψηλό clawback, που επηρεάζει και τη βιωσιμότητα των εταιρειών. Αναλυτικότερα, οι επιστροφές της φαρμακοβιομηχανίας αντιπροσωπεύουν το 54% της συνολικής αποζημιούμενης αγοράς το 2024 με σταδιακή αύξηση τα τελευταία 5 χρόνια. Ομως, η εικόνα γίνεται ακόμη πιο δυσεξήγητη εάν συνυπολογίσει κανείς πως η δημόσια δαπάνη πέρυσι υποχώρησε στο 36%, ενώ η συμμετοχή των ασθενών έμεινε σταθερή στο 10%.
Οι ίδιες πηγές βάζουν μία ακόμη παράμετρο στο τραπέζι: τονίζουν ότι η Ευρώπη πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη, στηρίζοντας την έρευνα και την ανάπτυξη, ώστε να γίνει ανταγωνιστική συγκριτικά με τις ΗΠΑ. Στην αντίθετη περίπτωση, θα ζημιωθεί, και η χώρα μας το 2023 προσείλκυσε μόλις 161 εκατ. ευρώ από τα συνολικά 52,4 δισ. που επένδυσε η Ευρώπη (στοιχεία EFPIA).







