Οι εξωτερικοί κίνδυνοι σε συνδυασμό με τον εσωτερικό σπαραγμό μιας σχετικά νέας γυναίκας που παλεύει διαρκώς με τους δαίμονες που την περιβάλλουν, διαμορφώνουν το πέρα για πέρα δυσάρεστο αλλά συγχρόνως πολύ ενδιαφέρον πλαίσιο της ταινίας «Αν είχα πόδια θα σε κλωτσούσα» (If I had legs I’d kick you, ΗΠΑ, 2025) που έκανε πρεμιέρα στο φετινό κινηματογραφικό φεστιβάλ Βερολίνου, όπου η Ρόουζ Μπερν στον παραπάνω ρόλο απέσπασε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας. Ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, η σκηνοθέτις Μέρι Μπρόνσταϊν αποπειράται μια διεισδυτική ματιά στον εσωτερικό κόσμο αυτής της προφανώς κλονισμένης ψυχικά γυναίκας προκειμένου να αποτυπώσει με ένταση ένα κυριολεκτικό χάος: βλέπουμε τη Λίντα (Μπερν) να έρχεται σε επαφή με τους ασθενείς της (είναι ψυχοθεραπεύτρια), με τον δικό της ψυχοθεραπευτή (ο αμερικανός τηλεπαρουσιαστής Κόναν Ο’ Μπράιαν σε έναν ρόλο-έκπληξη), με τον σύζυγό της (Κρίστιαν Σλέιτερ) που απουσιάζει συνέχεια, όπως και με διάφορους άλλους ανθρώπους σε μια καθημερινότητα που δείχνει αφόρητη, καταπιεστική, ακόμα και τρομακτική όπως και κωμική.
Από την εισαγωγή της κιόλας, όπου το σπίτι της Λίντα γεμίζει νερό μετά την κατάρρευση του ταβανιού, η ταινία σε προδιαθέτει για κάτι ασυνήθιστα οδυνηρό, ανεξήγητο, ακόμα και παρανοϊκό. Συμβαίνουν στ’ αλήθεια τα όσα παρακολουθούμε στην οθόνη ή μήπως κάθε τι που βλέπουμε λαμβάνει χώρα στον εσωτερικό κόσμο της Λίντα που τελικά συμβαδίζει με την παράνοια που επικρατεί στο εξωτερικό περιβάλλον; Η Μπρόνσταϊν παρακολουθεί κάθε στιγμή της Λίντα κινηματογραφώντας τις καταστάσεις χωρίς εξηγήσεις, εμμένοντας στις εκφράσεις της γυναίκας, το πρόσωπο της οποίας γίνεται ο καθρέφτης της ψυχής της. Ακόμα και η κινηματογράφηση αυτής της συνθήκης γίνεται ανορθόδοξα: για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα δεν βλέπουμε παρά μόνο ακούμε τα πρόσωπα που περιβάλλουν τη Λίντα και αυτό εντείνει τις υποψίες μας για το αν όλα αυτά όντως συμβαίνουν ή δεν είναι παρά θραύσματα της φαντασίας μιας βαθιά πληγωμένης γυναίκας που ασφυκτιά και σπαρταράει σαν ψάρι έξω από το νερό.
Στον κόσμο μιας 11χρονης
Το είδος της ταινίας που διαχειρίζεται «ιστορίες ενηλικίωσης» – όπου πρωταγωνιστούν ανήλικα παιδιά – τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε κάτι σαν επαναλαμβανόμενη… μόδα. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων χρόνων, μπορεί κανείς να μετρήσει τουλάχιστον… 15 ταινίες, παραλλαγές του ίδιου πάντα θέματος, που έχουν προβληθεί στις αίθουσες. Από τις ισπανικές «Τοτέμ», «20.000 είδη μελισσών» και «Ρίτα» ως το βελγικό «Με τα μάτια της Νταλβά», το βρετανικό «Αλάνι», αλλά και το γερμανικό «Amrun» του Φατίχ Ακίν που προβλήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο, όλες αυτές οι ταινίες στην ουσία πραγματεύονται το ίδιο θέμα και ενίοτε σου δίνουν την εντύπωση ότι τελικά αυτό το θέμα παρά τις προφανείς δυσκολίες στην καθοδήγηση των παιδιών μπροστά στην κάμερα, έχει καταλήξει σε μανιέρα. Βεβαίως, κάποιες ταινίες νιώθεις πραγματικά να ξεχωρίζουν και σε αυτές φαίνεται να ανήκει η «Ρενουάρ» (Renoir, Ιαπωνία, 2025) που είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους κινηματογραφική δημιουργία της Γιαπωνέζας Τσι Χαγιακάουα.
Η εικόνα της Φούκι (Γιούι Ζουζούκι), ενός παιδιού που καλείται να αντιμετωπίσει μια κατάσταση όπως η ανίατη ασθένεια του πατέρα της (Λίλι Φράνκι), είναι ασφαλώς οδυνηρή. Ομως η Χαγιακάουα, της οποίας το «Σχέδιο 85» (2022), σκηνοθετικό ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους μυθοπλασία, είχε κάνει αίσθηση για τον ευαίσθητο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε την τρίτη ηλικία, δεν δείχνει εδώ να ενδιαφέρεται τόσο για το ρεαλιστικό υπόβαθρο της ιστορίας της, που ναι μεν υπάρχει, αλλά σε «δεύτερο πλάνο». Με βάση τις προσωπικές εμπειρίες της (γιατί η ιστορία της Φούκι είναι στην ουσία δική της ιστορία), η σκηνοθέτις βουτά με τόλμη αλλά και με γνώσεις στον κόσμο της 11χρονης επιδιώκοντας να λυπηθούμε, ή να χαρούμε, πάντως να νιώσουμε σαν αυτήν. Μαθήτρια του σπουδαίου ιάπωνα σκηνοθέτη Χιροκάζου Κόρε Εντα, εξπέρ σε τέτοιου είδους θέματα («Κανείς δεν ξέρει», «Shoplifters»), η Χαγιακάουα χειρίζεται άψογα τις εμπειρίες της (με χρόνο δραματουργίας το 1987) και προσφέρει αυτό το σπάνιας ευαισθησίας έργο που μέσω μιας βαθιάς, δυσβάσταχτης θλίψης υπερασπίζεται κάτι που λέγεται ελπίδα.
Παράξενο κοκτέιλ
Αν και στοχασμοί πάνω σε έννοιες όπως της ευσπλαχνίας και του ελέους δεν γίνονται συχνά στον κινηματογράφο, ο Αλέν Γκιροντί το αποπειράθηκε στη «Misericordia» (Γαλλία, 2024), μια ταινία που συν τοις άλλοις δύσκολα κατατάσσεται κάπου – ίσως γι’ αυτό και είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα. Παρακολουθούμε το ταξίδι ενός νεαρού άνδρα, του Ζερεμί, προς τη γενέτειρά του πόλη, κάπου στην επαρχιακή Γαλλία. Αφορμή η παρουσία του σε μια κηδεία, όμως σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι το ταξίδι ξεφεύγει, γίνεται κυρίως υπαρξιακό, λες και ο άντρας αυτός (τον οποίο υποδύεται σαν να παίζει το φάντασμα ο Φελίξ Κισίλ), θέλει να εξερευνήσει τα άδυτα της δικής του, μπερδεμένης ψυχής, σε συνάρτηση με τον εξωτερικό του περίγυρο. Λες και θέλει να δοκιμάσει τα όριά του.
Πολλές ευκαιρίες θα του δοθούν, είτε με την παλιά γνωστή του (Κατρίν Φρο) που του ανοίγει το σπίτι της, είτε με τον σωματώδη γιο της (Ζαν Μπατίστ Ντουράν) που τον ζηλεύει, είτε με έναν παλιό γνώριμό του (Νταβίντ Αγιαλά) που σήμερα τον αντιμετωπίζει με επιφύλαξη. Ετσι, ο Γκιροντί, που ανήκει στους πιο αξιόλογους σκηνοθέτες του γαλλικού κινηματογράφου της τελευταίας δεκαπενταετίας, φτιάχνει ένα κοκτέιλ παράξενων καταστάσεων που ξεκινούν από το δράμα και καταλήγουν στην κωμωδία (ή το αντίθετο). Για παράδειγμα, ένα στυγνός φόνος ακολουθείται από το… κρεβάτωμα του κεντρικού ήρωα με τον ιερέα της περιοχής (Ζακ Ντεβελέ), ο οποίος αποδεικνύεται ο μεγαλύτερος απατεώνας όλων, όπως και το κατάλληλο εργαλείο του σκηνοθέτη για να «ποτίσει» την ταινία με χιούμορ βγαλμένο θαρρείς από τον κινηματογραφικό κόσμο του Λουίς Μπουνιουέλ.
Ο Ιησούς του Ντίκενς
Η ζωή του Ιησού Χριστού υπό μορφή κινουμένων σχεδίων και μία μικρή ιστορία του Καρόλου Ντίκενς, την οποία διάβαζε κάθε χρόνο στην οικογένειά του ως χριστουγεννιάτικη παράδοση, διαμορφώνουν την πολύ αξιόλογη ταινία κινουμένων σχεδίων «Ο Βασιλιάς των βασιλιάδων: Μια ιστορία από τον Κάρολο Nτίκενς» (Νότια Κορέα/ ΗΠΑ, 2025) του Σεόνγκ-χο Γιανγκ. Σε μεγάλο βαθμό, η ιστορία αυτή του Ντίκενς παρέμενε άγνωστη μέχρι τη δημοσίευσή της το 1934, έξι δεκαετίες μετά τον θάνατο του συγγραφέα.
Στο animation, παρακολουθούμε τον ίδιο τον συγγραφέα μαζί με τον γιο του τον Γουόλτερ και τη γάτα τους, τη Γουίλα, να «ακολουθούν» βήμα βήμα τον Ιησού Χριστό, σαν να είναι τρισδιάστατο εφέ μέσα στα δρώμενα. Εξαίρετη δουλειά σε σκηνοθεσία αλλά και σε γενικότερη σύλληψη διότι προσφέρει με φιλικό τρόπο την ιστορία του Ιησού, που ως γνωστόν είναι πλαισιωμένη από πάρα πολλή βία. Οπως και να το κάνουμε ένας Ηρώδης ή ο αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Βαπτιστή, πόσω μάλλον η σταύρωση του Ιησού δεν είναι στοιχεία που προσφέρονται για μια animation εκδοχή. Και όμως, εδώ λειτουργούν σαν παραμύθι και αυτό γίνεται με πολύ σεβασμό και ομορφιά.
Κλειστοφοβικό θρίλερ
Μετά την επιτυχία του υπερτιμημένου «Longlegs», ο σκηνοθέτης Οσγκουντ Πέρκινς, στο «Keeper» (ΗΠΑ, 2025), πειραματίζεται με το καθαρά κλειστοφοβικό θρίλερ ακολουθώντας ένα ζευγάρι (Τατιάνα Μασλάνι, Ροσίφ Σάδερλαντ) στη μέση του πουθενά, εκεί όπου απομονωμένο μέσα σε μια καλύβα, έχει αποφασίσει να γιορτάσει την πρώτη του επέτειο. Εκεί όπου το ζευγάρι βλέπει τη ζωή του να μετατρέπεται σε κόλαση, με αόρατες σκοτεινές παρουσίες να την απειλούν, λες και η εκδίκηση και η παράνοια ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Αυτά παθαίνει κανείς από τη στιγμή που αποφασίζει να γιορτάσει την πρώτη του επέτειο γάμου του σε μια απομονωμένη καλύβα στη μέση του πουθενά. Και αυτά τα έχουμε δει πολλάκις στο σινεμά, από τα πρόσφατα αμερικανικά θρίλερ «Μαζί» και «Μη σε αγγίξει το κακό» μέχρι την πολύ καλύτερη, περσινή ελληνική ταινία «Μην ανοίγεις την πόρτα» των αδελφών Σάκη και Αλέξανδρου Καρπά.
Επανέκδοση
Συμπτωματικά, μια από τις ομορφότερες ταινίες ιστορίας ενηλικίωσης που έχουν γυριστεί ποτέ στη χώρα μας, το «Δέντρο που πληγώναμε» (1986) του Δήμου Αβδελιώδη, επανέρχεται σε ανακαινισμένη ψηφιακή κόπια, περίπου 40 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της. Δραματουργικός χρόνος της ταινίας είναι τo καλοκαίρι του 1960 και χώρος, ένα γραφικό μαστιχοχώρι της Χίου, εκεί όπου δύο δεκάχρονοι φίλοι περνούν παρέα τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Οσοι γνωρίζουν τον σκηνοθέτη Δήμο Αβδελιώδη, που μεγάλωσε ακριβώς όπως οι πιτσιρικάδες της ταινίας, ξέρουν ότι στα 72 του σήμερα, αυτός ο γνήσιος ποιητής της κινηματογραφικής εικόνας δεν έχασε ποτέ την παιδική αθωότητά του. Και το παιδί είναι η σάρκα, τα οστά και ο παλμός της ταινίας. Αξονας η φιλία, όχι μόνο των παιδιών μεταξύ τους αλλά και η φιλία με τα ζώα – τα σκυλιά, τα γαϊδουράκια, τα κατσίκια…
Η αγάπη για το παιχνίδι μέσα στην «πρωτόγονη» φύση σε μια εποχή που η μικρή αγροτική οικονομία λειτουργούσε ακόμα – και αυτό σήμαινε ότι τα παιδιά έπρεπε να αφήνουν κατά μέρος το παιχνίδι για να βοηθήσουν στα χωράφια, ή την περιποίηση των ζώων. Συγχρόνως, ο σκηνοθέτης εντάσσει στην ταινία το μοτίβο του θανάτου, κατά προέκταση της απελευθέρωσης, εκείνη η στιγμή που κάθε παιδί αντιλαμβάνεται ότι κάποτε στη ζωή του θα βρεθεί αντιμέτωπο με αυτό που τώρα βλέπει να συμβαίνει μόνο στους άλλους. Με γλυκύτητα και κατανόηση και ποτέ με γλυκερή νοσταλγία, όλα τα παραπάνω στοιχεία διαπερνούν το «Δέντρο που πληγώναμε» το οποίο, συγχρόνως, είναι μια τρυφερή επιστολή αγάπης του σκηνοθέτη προς την αγαπημένη του γενέτειρα, τη Χίο (μαζί με το «Δέντρο που πληγώναμε» προβάλλεται και η μικρού μήκους ταινία του Αβδελιώδη «Αθέμιτος ανταγωνισμός», μια κωμωδία που υιοθετεί το βλέμμα του κορυφαίου Τσάρλι Τσάπλιν σε μια ιστορία που επίσης εκτυλίσσεται στη Χίο).







