Σε ένα από τα πρώτα κείμενα της σατιρικής ιστοσελίδας «Το κουλούρι» γύρω στο 2012, μια νεαρή κοπέλα από την Εκάλη υποτίθεται πως έμεινε έκπληκτη σε βόλτα της στον Βύρωνα ανακαλύπτοντας ότι δεν έχουν όλα τα σπίτια πισίνα. Το κείμενο είχε κάνει αίσθηση και στην εποχή του φάνταζε πολύ αστείο, καθώς μάλιστα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η οικονομική κρίση (πολλοί χρήστες του Διαδικτύου, παρασυρμένοι από την αληθοφάνεια της αφήγησης, το είχαν πάρει τοις μετρητοίς).
Αυτή η μικρή ιστορία μού ήρθε στο μυαλό βλέποντας την ταινία «Πικρό ψωμί», αυτό το συγκλονιστικό νεορεαλιστικό δράμα του 1951, στην ιστοσελίδα της Ταινιοθήκης (για την ταινία έγραψε αναλυτικά ο Γ. Ζουμπουλάκης στις σελίδες των «ΝΕΩΝ»). Η ταινία περιγράφει την καθημερινή οδύσσεια μιας εργατικής οικογένειας στην Αθήνα που η μοίρα τη βυθίζει ολοένα και περισσότερο στην απελπισία. Ο πατέρας πεθαίνει στην οικοδομή δουλεύοντας σκληρά, η μάνα ξενοδουλεύει, ο σακάτης (χωρίς χέρια) από τα χρόνια της Κατοχής μεγαλύτερος γιος αυτοκτονεί για να μην είναι βάρος, ο δεύτερος στη σειρά γιος έχει εγκαταλείψει τα όνειρά του για σπουδές προκειμένου να ψάξει δουλειά. Μοναδικό αποκούμπι και ακτίνα φωτός στο δυσοίωνο μέλλον, ο ταλαντούχος και άριστος μαθητής Φωτάκης, ο Βενιαμίν της οικογένειας. Θα καταφέρει να σπουδάσει ώστε η οικογένεια να βγάλει έναν επιστήμονα ή θα εγκαταλείψει κι αυτός το σχολείο για να πάει στην οικοδομή;
Ο σημερινός νέος που δεν έχει παραστάσεις από τον κόσμο αυτόν, αν δει την ταινία, πιθανώς να μείνει έκπληκτος όπως η πρωταγωνίστρια στο δημοσίευμα του «Κουλουριού».
Ο κόσμος που περιγράφεται δεν έχει σχέση με τον σημερινό, αποτελούσε όμως στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και ιδίως τη δεκαετία του 1950 τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού.
Πρόκειται για στρώματα που δεν ανήκουν ακριβώς στην εργατική τάξη, τοποθετούνται στη «φτωχολογιά» (ο όρος αυτός είναι και ο πιο κατάλληλος για να τα χαρακτηρίσει) και επιβιώνουν στα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο μέσα σε ανείπωτη φτώχεια και δυσκολίες που η σκληρότητα της περιόδου και οι πολιτικοί αποκλεισμοί επιτείνουν.
Πρόκειται για ένα σύμπαν που αναπτύσσει τις δικές του τεχνικές επιβίωσης, ξεχασμένες οι πιο πολλές από αυτές στα κατοπινά χρόνια. Πρόκειται ωστόσο και για έναν κόσμο αισιόδοξο μέσα στη θλίψη του, πεπεισμένο ότι θα ξημερώσει μια καλύτερη μέρα με τη σκληρή δουλειά και την αυταπάρνηση.
Το μεγάλο έπος της μεταπολεμικής εποχής είναι ακριβώς η μεταμόρφωση μιας κοινωνίας φτωχών και αποκλεισμένων (απόκληρων, όπως τους έχει χαρακτηρίσει το ομότιτλο λαϊκό τραγούδι) σε κοινωνία αφθονίας, κατανάλωσης και ανεμελιάς. Το χρονικό διάστημα που τούτο συνέβη (από το 1950 έως το 1990 – τα όρια βεβαίως συμβατικά) είναι τίποτα μπροστά στον μακρύ χρόνο που σμίλεψε τις κοινωνικές πραγματικότητες της φτώχειας. Το μπαλόνι της μνήμης ωστόσο ξεφουσκώνει όσο τα χρόνια περνούν και οι τελευταίοι που βίωσαν ως παιδιά (σαν τον Φωτάκη) τη συνθήκη της ανάγκης αποχωρούν σιγά σιγά από τη ζωή.
Οι επόμενες γενιές γνώρισαν τη φτώχεια και το σύμπαν της μέσα από το λαϊκό τραγούδι, τις αφηγήσεις του παππού και της γιαγιάς και το σινεμά, έστω και αν ο λαϊκός κινηματογράφος στα χρόνια της Ανοικοδόμησης απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι να αποτυπώσει τη σκληρή όψη της ζωής, και όχι μόνο για τον φόβο της λογοκρισίας.
Ο θεμέλιος λίθος
Θεμέλιος λίθος αυτού του έπους, η οικογένεια. Το «Πικρό ψωμί» θα μπορούσε να ιδωθεί στον αντίποδα ταινιών του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου που αποτυπώνουν σε βαθμό εμμονής τα κακώς κείμενα και τις παθογένειες (;) της «αγίας οικογένειας».
Τι από τα δύο ισχύει; Ηταν η οικογένεια κάποτε κέλυφος που με δοτικότητα πρόσφερε αγάπη, ασφάλεια και εχέγγυα προόδου (έστω και με θυσιαστικές πρακτικές όπως στο «Πικρό ψωμί») ή αυτή ήταν μια εικόνα εξωραϊσμένη που έκρυβε κάτω από το χαλί όσα, κατά τη γνωστή παροιμία, «ξέρει ο νοικοκύρης»; Μήπως άλλαξε η οικογένεια μαζί με την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της στην πάροδο των ετών, καταλήγοντας ένα διαβρωμένο και παρακμιακό κακέκτυπο, οπότε η μία οπτική δεν αναιρεί την άλλη; Ολα αυτά είναι αντικείμενο ιδιαίτερης έρευνας, έτσι κι αλλιώς οι έννοιες και οι θεσμοί (και η οικογένεια είναι θεσμός) έχουν ένα σημασιολογικό περιεχόμενο που συνεχώς μεταμορφώνεται, γι’ αυτό άλλωστε και ενδιαφέρουν την Ιστορία.
Υπάρχουν ωστόσο και κάποια πράγματα που πρέπει να ειπωθούν. Το «Πικρό ψωμί» δεν φτιάχνει σενάριο εκ του μηδενός (βεβαίως και το τελευταίο είναι μυθοπλασία), αντιθέτως ως νεορεαλιστικό εγχείρημα αποτυπώνει τη συγκινητική μέριμνα της μέσης ελληνικής οικογένειας για την «προκοπή» των παιδιών της τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου.
Οι κοινωνίες της εποχής είχαν ενθυλακώσει και τα μέλη τους είχαν εσωτερικοποιήσει ένα πλέγμα αξιών και ηθικών στάσεων, η υλοποίηση των οποίων βασιζόταν στην ανάληψη της ευθύνης. Ευθύνη. Λέξη μικρή και συνάμα τεράστια.
Ο μικρός Φωτάκης εν τέλει θα εγκαταλείψει στην ηλικία περίπου των 12 ετών το σχολείο, στο οποίο και αρίστευε, για να πάει στην οικοδομή όπου ήδη δουλεύει ο αδελφός του.
Χωρίς θλίψη και μεμψιμοιρία αλλά με συγκλονιστική αισιοδοξία, ο μικρός πρωταγωνιστής ατενίζει το μέλλον και λέει στη μάνα του (αλλά και στον θεατή): «Ο Γιάγκος λέει, θα δουλέψουμε εμείς για να σπουδάσουν τα παιδιά μας, κατάλαβες;». Αυτό ακριβώς συνέβη.
Ας κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ στους γίγαντες της βιοπάλης που συχνά θυσίασαν όνειρα και προοπτικές προκειμένου τα παιδιά τους, εμείς δηλαδή ή οι γονείς μας, να σπουδάσουμε και να καταφέρουμε ό,τι εν πάση περιπτώσει καταφέραμε.
Ο Κώστας Κατσάπης (kkats@panteion.gr) διδάσκει Πολιτισμική Ιστορία του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Δημόσια Ιστορία στο ΕΑΠ. Εχει συγγράψει και επιμεληθεί οκτώ βιβλία, με τελευταίο από αυτά το υβριδικό «Αυστραλία. Η επιστροφή» (2024) από τις εκδόσεις Θεμέλιο







