Στα 60 χρόνια της καριέρας του, οι καμπύλες, οι ασύμμετρες φόρμες, οι όγκοι που μοιάζουν να χορεύουν ή να καταρρέουν έγιναν το σήμα κατατεθέν του, πρωτοπορώντας σε μια σχεδιαστική γλώσσα που μετέφραζε την κίνηση σε μορφή και το συναίσθημα σε δομή. Από την Πράγα ως την Πόλη του Παναμά, τα κτίριά του έμοιαζαν να αψηφούν τη βαρύτητα και τη λογική, προκαλώντας τον θεατή με μια αίσθηση θεατρικής υπερβολής κόντρα στις αρχές του μοντερνισμού με τις οποίες μεγάλωσε.

Ο Φρανκ Γκέρι, που έφυγε από τη ζωή την περασμένη Παρασκευή σε ηλικία 96 ετών, είχε γεννηθεί στο Τορόντο του Καναδά, αλλά μετακόμισε σε μικρή ηλικία με την οικογένειά του στο Λος Αντζελες, όπου και σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας. Κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, εστιάζοντας στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την πειραματική χρήση υλικών και την ανατροπή των καθιερωμένων μορφών. H καριέρα του δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Για χρόνια ζούσε σχεδιάζοντας δημόσια έργα στέγασης, εμπορικά κέντρα, ακόμη κι οδηγώντας για κάποιο διάστημα φορτηγό διανομής.

Το κτίριο-σύμβολο

Η διεθνής αναγνώριση ήρθε στα 60 του χρόνια με το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο, που εγκαινιάστηκε το 1997. Το κτίριο, επενδυμένο με 33.000 φύλλα τιτανίου που λαμπύριζαν σαν λέπια ψαριού και σχεδιασμένο με καμπύλες που μοιάζουν να κινούνται, έγινε παγκόσμιο σύμβολο της λεγόμενης «αρχιτεκτονικής του Μπιλμπάο», καθώς συνέβαλε στην οικονομική και πολιτιστική αναγέννηση της πόλης. Ακολούθησαν έργα όπως το Walt Disney Concert Hall στο Λος Αντζελες, με όγκους από ανοξείδωτο χάλυβα που θύμιζαν πανιά ή μεταλλικά ξάσματα κι εσωτερικό επενδυμένο με ξύλο το οποίο δίνει την αίσθηση ότι ο θεατής βρισκόταν μέσα σε μουσικό όργανο. Χαρακτηριστικά δείγματα της αντισυμβατικής αρχιτεκτονικής του ήταν το συναυλιακό κέντρο New World Center στο Μαϊάμι με τις κυλινδρικές αίθουσες πρόβας για τους μουσικούς, το «Dancing House» στην Πράγα, σχεδιασμένο μαζί με τον Βλάδο Μιλούνιτς, που έμοιαζε με ζευγάρι που χορεύει, εμπνευσμένο από τους Τζίντζερ Ρότζερς και Φρεντ Αστέρ, και το Jay Pritzker Pavilion στο Σικάγο με κορδέλες από ατσάλι που αγκαλιάζουν το υπαίθριο αμφιθέατρο. Επιμελήθηκε επίσης την επέκταση των κεντρικών γραφείων του Facebook στη Βόρεια Καλιφόρνια, μετά από επιμονή του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας, Μαρκ Ζούκεμπεργκ.

Υπήρξε επίσης πρωτοπόρος στη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών για τον σχεδιασμό. Εισήγαγε στην αρχιτεκτονική το λογισμικό CATIA, που χρησιμοποιούνταν στην αεροναυπηγική, προκειμένου να υλοποιήσει τις περίπλοκες μορφές του. Με τον τρόπο αυτόν άνοιξε τον δρόμο για μια νέα γενιά αρχιτεκτόνων που αξιοποιούν την τεχνολογία για να επεκτείνουν τα όρια της δημιουργικότητας.

Απέχθεια για τη μετριότητα

Παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε κατά καιρούς για το υψηλό κόστος των έργων του ή για την υπερβολή των μορφών του σε έργα όπως το Ιδρυμα Louis Vuitton στο Παρίσι ή το Experience Music Project στο Σιάτλ, παρέμεινε πιστός στην άποψη ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να προκαλεί συναίσθημα και να εμπνέει, δηλώντας πως «δεν θέλω να κάνω αρχιτεκτονική που είναι στεγνή και βαρετή». Την απέχθειά του για τη μετριότητα την έδειξε σχολιάζοντας πως «στον κόσμο που ζούμε, το 98% όλων όσα κατασκευάζονται και σχεδιάζονται σήμερα είναι καθαρή βλακεία. Δεν υπάρχει καμία αίσθηση σχεδιασμού, κανένας σεβασμός για την ανθρωπότητα ή για οτιδήποτε άλλο».

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του τιμήθηκε με το Βραβείο Pritzker το 1989, το Χρυσό Μετάλλιο του American Institute of Architects και το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Μπαράκ Ομπάμα το 2016 για το έργο του που έχει χαρακτηριστεί ως «αναζωογονητικά πρωτότυπο και απόλυτα αμερικανικό».