Ηρθε λοιπόν η μεγάλη μέρα που ο Αλέξης Τσίπρας θα παρουσίαζε στο Παλλάς, στην οδό Βουκουρεστίου, έναν από τους πιο ακριβούς δρόμους της Αθήνας, το βιβλίο του «Ιθάκη». Και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα έκανε και επισήμως το περιβόητο ριμπράντινγκ, που τόσο καιρό συζητιέται και ο ίδιος τόσον καιρό ονειρεύεται. Είναι τυχερός. Δεν ζει πια στην Ελλάδα της κρίσης, η οποία τελείωσε μαζί με την κυβερνητική θητεία του. Ζει σε μια καλύτερη Ελλάδα, με προβλήματα – αλλά όχι με τα προβλήματα της πρωθυπουργίας του. Μια Ελλάδα που κάθε χρόνο σημειώνει ανάπτυξη, που επέστρεψε στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης, που έχει μειώσει την ανεργία, που εισπράττει ευρωπαϊκούς επαίνους – μια Ελλάδα σταθερή και σίγουρη για τον εαυτό της.

Δεν επούλωσε όλες της τις πληγές, δεν είναι εύκολο να συμβεί αυτό έπειτα από μια χρεοκοπία και, ιδίως, από μια σχεδόν δεκαετία της πολυκύμαντης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, για τη συνέχιση της οποίας ο αντιμνημονιακός Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του έβαλαν καθοριστικά το χεράκι τους.

Λίγες εκατοντάδες μέτρα από εκεί που μιλούσε, στην οδό Σταδίου, ακόμα παραμένει κουφάρι ο πυρπολημένος κινηματογράφος Αττικόν, ο οποίος καταστράφηκε από εμπρηστικές βόμβες κουκουλοφόρων στις 12 Φεβρουαρίου 2012.

Λίγο παρακάτω βρίσκεται το λιτό μνημείο των δολοφονημένων της Μαρφίν, επίσης από εμπρηστικές βόμβες κουκουλοφόρων. Στήθηκε μετά την κατάρρευση της κυβέρνησής του και ο ίδιος δεν πήγε στα αποκαλυπτήριά του, προφανώς επειδή δεν είναι ένα μνημείο που λέει ψέματα, όπως π.χ. το μνημείο των ανύπαρκτων νεκρών της ΕΡΤ.

Η επιστροφή του, χθες, και η ομιλία του δεν ήταν και τόσο ριμπράντινγκ. Δεν είδαμε έναν διαφορετικό Τσίπρα. Είδαμε τον ίδιο αγραβάτωτο, βλοσυρό και ατάλαντο πολιτικό, με ρητορική το ίδιο απόλυτη, συνθηματολογική, εχθροπαθή εναντίον πολιτικών αντιπάλων – αλλά κυρίως εναντίον του πολιτικού χώρου που του έκλεισε το σπίτι, της ΝΔ. Μίλησε για «ομοβροντία ψεύδους και υποκρισίας, με την οποία υποδέχτηκαν την “Ιθάκη” οι γνωστοί κύκλοι της σημερινής εξουσίας», παρακάμπτοντας τις κατηγορίες για ψέματα από τα δικά του παλαιά assets, και προσπάθησε να περιγράψει ένα νέο κύμα εχθροπάθειας του οποίου διεκδικεί την ηγεσία. Δήθεν ότι δεν έχουμε πραγματική δημοκρατία κι ότι ο εγγυητής της είναι ο Τσίπρας – του κοινωνικού μίσους, της Novartis, του ελέγχου του Τύπου, των ψεμάτων του Ματιού.

Τι θέλει; Μια νέα «προοδευτική» παράταξη, που θα καταπιεί όχι μόνο τα σπαράγματα του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο ο ίδιος διέλυσε, αλλά και το ΠΑΣΟΚ και ό,τι άλλο βρει στον δρόμο του. Γιατί; Επειδή στόχος του είναι η «επανίδρυση της πολιτικής και οργανωτικής υπόστασης» αυτής της παράταξης, με επικεφαλής τον εαυτό του.

Με ποιους; Με όσους έσπευσαν από νωρίς στο Παλλάς να δηλώσουν ότι είναι εκεί, διαθέσιμοι, έτοιμοι να ξαναστρατευτούν πίσω του – με πρώτους τους περισσότερους συριζαίους, παρότι τους διέλυσε το μαγαζί διασύροντας την ιδεολογία τους. Αλλά δεν τους νοιάζει να διασύρει και τους ίδιους. Το μόνο που τους νοιάζει είναι μήπως καταφέρουν να ξαναβρεθούν γύρω από ένα τραπέζι μιας επόμενης, δήθεν αριστερής, εξουσιαστικής ευωχίας, περιμένοντας να πέσουν τίποτα ψιχουλάκια για να τ’ αρπάξουν. Λίγα ψίχουλα εξουσίας σού γυρεύω.

Μπορεί το δις εξαμαρτείν να πετύχει; Ο Αλέξης Τσίπρας έχει εγκληματήσει κατά της δημοκρατίας – και λησμονεί ότι δεν έχει τιμωρηθεί ανάλογα με το θράσος του.

Η εποχή των μονολόγων

Με εξέπληξε δυσάρεστα η Μιλένα Αποστολάκη που, μετά τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, την έπεσε κι αυτή στον δημοσιογράφο της ΕΡΤ Κωνσταντίνο Παπαχλιμίντζο. Πίστευα ότι και οι σπουδές της και η κοινωνική της επιφάνεια και η πορεία της μέσα από τους δαιδάλους της εξουσίας θα την προστάτευαν από την επίδειξη ασέβειας προς συνομιλητές που, απλώς, τολμούν να ρωτούν. Δυστυχώς, φαίνεται ότι η πολεμική ρητορική που υιοθέτησε ως επιλογή προσαρμογής στην ταυτότητα του σημερινού μικρού ΠΑΣΟΚ έχει εξαφανίσει και τους καλούς της τρόπους και τη δημοκρατική κουλτούρα της.

Υπό το κράτος της συμπεριφοράς της στον συνάδελφο καταλαβαίνω και τη στάση της στη Βουλή, στην εξεταστική επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Τη μετατροπή της δηλαδή σε εισαγγελέα που δεν χρειάζεται να ακούσει τίποτα για να αποφασίσει την ενοχή όσων έχει απέναντί της.

Ευτυχώς, πάντως, υπάρχουν ακόμα πρόσωπα και χώροι που αποδεικνύουν ότι η δημοσιογραφία δεν είναι άσκηση δημοσίων σχέσεων. Δεν είναι υποκλίσεις και στρώσιμο χαλιού προκειμένου οι πολιτικοί να λένε την ετοιμασμένη από πριν ρητορεία τους. Οι οποίοι πρέπει να ξεβολευτούν και να κατανοήσουν ότι οι δημοσιογράφοι υπάρχουν και για να ρωτάνε – και να επιμένουν να λάβουν απαντήσεις. Η εποχή των μονολόγων έχει πεθάνει.

Κατά τα άλλα, μας φταίει ο Τραμπ…