Σαν προχθές λοιπόν (2 Δεκέμβρη) θα είχε γενέθλια ο Διονύσης Σαββόπουλος (1944-2025). Ο πιο πρωτοπόρος και επιδραστικός – με έναν παράξενο και σχεδόν αδιόρατο τρόπο – βάρδος μετά το ’60 στη χώρα. Νομίζω, δεν έχει καμία σημασία τι πιστεύω εγώ, τι αισθάνομαι ή τι προσλαμβάνω από το έργο του, τους κύκλους τραγουδιών και τις δημόσιες παρεμβάσεις του. Πέρασαν στην Ιστορία με το τέλος του δικού του βιολογικού κύκλου. Μπορώ να πω μόνο πως υπάρχουν τραγούδια του που όχι απλώς περιγράφουν, όχι απλώς ανατέμνουν αλλά και προφητεύουν τον καιρό και τα σημεία του. Αρκεί να ακούσεις «Τη Σούλα και τον Δεσποτίδη» για να ψηλαφίσεις το δράμα της άλλης Αριστεράς. Τον «Μικρό μονομάχο». Τις «Εκλογές μαντινάδα» («Μα κι αν ταΐζεις του απαντώ κακάο τη γελάδα / δε θα ‘ναι πάλι πιθανόν ν’ αρμέξεις σοκολάδα»).
Είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό πώς ένας δημιουργός που πολύ γρήγορα είχε σταματήσει να παράγει και να αναπαράγει το έργο του μέσα στην κοινωνία, την αφουγκράστηκε τόσο καλά, τόσο καθαρά είδε και προέβλεψε τις αντιφάσεις της μέσα από τις δικές του. Η διαύγειά του καθρεφτίστηκε στον λόγο του και αντίστροφα. Μοναδικό φαινόμενο στην ελληνική δραματουργία, ένας δημιουργός – φορέας που προμήνυσε τα πάντα, ακόμη και τις αλλαγές που τον περιείχαν, στάθηκε με εμφανή αμηχανία, μετωπικά σε ένα κοινό που επίσης με αμηχανία στεκόταν απέναντί του, μπερδεύοντας συχνά το πρόσωπο και το έργο. Κι όμως, για το δεύτερο – το κοινό – αρκεί να ξανασκύψει με θέρμη στην αποσκευή του, στον ασύγκριτο στίχο του (Σαββόπουλος – Λευτέρης – Ελευθερίου – Ακης Πάνου – Μανώλης Ρασούλης – Λίνα, οι μεγάλοι του στίχου μετά το ’70), στην κραυγή και στον αριστουργηματικό τρόπο που σκηνοθέτησε την αναπαράσταση του λάκκου και του χρυσού μιας χώρας, πέφτοντας κι ο ίδιος μέσα σε αυτόν ή απογειωμένος στον ουρανό της μουσικής του.
Και πριν βιαστούν κάποιοι να τον εντάξουν σε σχήματα ιδεολογικά, τώρα που είναι ο καιρός των εγγραφών και των συνόψεων ερμηνευτικά, μανιχαϊστικά και σε τελεολογίες (όλα ευθύγραμμα ερμηνεύονται από τα μικρά μας εργαλειάκια την ίδια ώρα που το πλήθος γκρεμίζει τις πόλεις δίπλα μας κι εμείς αμήχανοι μετράμε τα μηνιάτικα ή ποστάρουμε στα κοινωνικά δίκτυα ως αυτόκλητοι δημοσιολόγοι), ας θυμούνται πως πέτυχε και έγραψε εντός του συλλογικού κέντρου της χώρας. Υμνώντας και συνοψίζοντας όλο το μεταπολεμικό τραύμα, όλο το αδιόρατο πέπλο μιας άγριας λαϊκότητας και των κωδίκων της, όλες τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας που μεταπολιτευτικά είτε οχυρώθηκε πίσω από ιδεολογικά σχήματα είτε αντικατέστησε την Ιδεολογία με τον Καταναλωτισμό.
Η στήλη θέτει στο κέντρο του σημερινού σημειώματος τον Σαββόπουλο και λόγω της σημερινής πολιτικής αμηχανίας και των ορίων του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος. Μια διττή συνθήκη που θα σχολίαζε ή θα περιέγραφε.
Αυτός, Αυτή, Αυτό: Δίκες
Διαπίστωση έμπειρου δημοσκόπου: Το πολιτικό σύστημα είναι σε στασιμότητα και το εκλογικό σώμα σε αναμονή. Μια από τις μεταβλητές που θα μπορούσαν να μεταβάλουν το μείγμα είναι ένας φορέας με επίκεντρο τη Μαρία Καρυστιανού και με συλλογικό αίτημα τη δικαιοσύνη. Εδώ, και από νέες ομάδες κοινού θα μπορούσε να πάρει, και από δεξιά ακροατήρια, θυμωμένα ή με πρόθεση να στείλουν μήνυμα στον Μητσοτάκη. Βήμα βέβαια δεν έχει γίνει. Η δίκη των Τεμπών, στις 23 Μαρτίου, αποτελεί σημείο-τομή για μια τέτοια διεργασία. Μια στρατηγική αναβολών ή τεχνικών προσκομμάτων θα ενεργοποιούσε αυτό το ρεύμα.
#Hashtag: Χρυσάφι
Πότε πέρασε ο καιρός από το καλοκαίρι και βλέπουμε σήμερα την Πανεπιστημίου με χριστουγεννιάτικα; Σαν ο χρόνος να τρέχει τόσο που ξεχνάει και εμάς τους ίδιους.
Και το ερώτημα είναι αν εμείς μέσα σε αυτή την πύκνωση, που είναι τέτοια όσο μεγαλώνεις, προλαβαίνουμε όντως να κάνουμε όσα ονειρευόμαστε στις συμπληγάδες της καθημερινότητας και της επιβίωσης. Είναι βέβαιο πως οι μελλοντικές γενιές, αν δεν γίνουν κινούμενα παραρτήματα της τεχνολογίας, θα ιεροποιήσουν τον χρόνο και θα τον μετατρέψουν σε ιερό δισκοπότηρο.
Ο πραγματικός πλούτος θα είναι ο χρόνος, όχι τα υλικά αγαθά, ούτε καν τα ψηφιακά χρήματα.
Η έννοια της βραδύτητας θα είναι το νέο χρυσάφι.







