Το επανέλαβε ο Ευάγγελος Βενιζέλος μέσα στο προηγούμενο διάστημα με πιο νωπή τη διατύπωση της θέσης στην παρουσίαση του βιβλίου του πρώην υπουργού Τάσου Γιαννίτση («ΕΛΛΑΔΑ 1953-2024. Χρόνος και Πολιτική Οικονομία»): «Η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη». Διευκρινίζοντας πως δεν εννοεί ότι δεν έχει κυβέρνηση, αλλά «αν η κοινωνία έχει διάθεση να καταστεί διακυβερνήσιμη. Αν μπορεί να διασφαλίσει την εσωτερική της συναίνεση, τους όρους της συμπεριληπτικότητας και της συνύπαρξής της». Συμπληρώνουμε το σκεπτικό με μια διαπίστωση. Η χώρα σήμερα δεν μπορεί να λάβει – μέσω της κυβέρνησής της και του συνολικού της πολιτικού συστήματος – μεγάλες αποφάσεις.
Η κυβέρνηση με μια λογική μικρο-διαχείρισης των αριθμών των δημοσκοπήσεων περισσότερο αναζητεί συνταγές ανάταξης των δικών της εκλογικών (;) επιδόσεων και χαϊδέματος της Κοινοβουλευτικής της Ομάδας παρά επιλέγει να δρομολογήσει σοβαρές και σε βάθος τομές για μείζονα θέματα. Να αποσαφηνίσουμε πως σε αυτά θέτουμε τον προσανατολισμό της χώρας – μακριά από μπίζνες επιπολαιότητας – και βέβαια τους όρους εσωτερικής κοινωνικής συνοχής που είναι έτοιμοι να διαρραγούν κάτω από το βάρος των ανισοτήτων.
Η Ελλάδα, παρά τη διαρκή της πολυασθενικότητα, δεν είναι μια χώρα όπου οι μεταβαλλόμενες λαϊκές κοινωνικές της τάξεις έχουν τον χώρο περαιτέρω απομείωσης της αγοραστικής και ουσιαστικής τους δύναμης. Ο «φόρος πληθωρισμού» – θα λέγαμε έτσι την ανθεκτικότητα της θεαματικής ακρίβειας – προσθέτει προβλήματα στο μέσο σπίτι και αναπροσαρμόζει τον καθημερινό προϋπολογισμό εις βάρος συχνά των όρων ποιότητας και βελτίωσης της ζωής των πολιτών.
Η συνδυαστική στεγαστική κρίση, που είναι κρίση για αυτούς που δεν είναι ιδιοκτήτες, μετακινεί ακόμη και τον σχεδιασμό του συνόλου των επιλογών μιας οικογένειας. Το κέντρο των μεγάλων πόλεων αρχίζει να είναι απλησίαστο για ένα ενοίκιο διαμερίσματος. Το μεγάλο θέμα της πληγής της περιφέρειας επιβαρύνει η μείωση του πρωτογενούς τομέα της παραγωγής και με ανεξέλεγκτες διαστάσεις στο εν συνόλω διατροφικό ζήτημα.
Ολη η πατρίδα μοιάζει προσανατολισμένη στο real estate, στην εστίαση και στον καφέ και σε ένα μοντέλο τουρισμού χωρίς σχέδιο και χωρίς βάθος. Συχνά ακούμε για μεταρρυθμίσεις και σχεδόν πάντα συνδέονται με κουρέματα του κοινωνικού κράτους και όχι με ποιοτικές αναδιαρθρώσεις της λειτουργίας του ή με τομές διεύρυνσης της δημοκρατίας και της συμπερίληψης.
Η κυβέρνηση σήμερα δεν πάσχει από μεταρρυθμιστική κόπωση αλλά από κόπωση αφηγήματος που να συμπεριλαμβάνει πραγματικά τους ασθενέστερους. Σε αυτούς δεν εγγράφονται απλώς οι φτωχοί ή όσοι ζουν σε επισφαλές περιβάλλον, εργασιακό και υλικό. Αλλά και όσοι παίρνουν από τα έτοιμα για να εκπληρώσουν βασικές ανάγκες τους ή όσοι αναγκάζονται να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία. Μια πρώην μεσαία τάξη που επίσης δεν απολαμβάνει σταθερότητα.







