Είναι η γυναίκα που θεμελίωσε τη σύγχρονη νοσηλευτική, αναμόρφωσε τη δημόσια και τη στρατιωτική υγεία και συνάμα αναδείχθηκε σε πρωτοπόρο της στατιστικής επιστήμης. Η μορφή της κόσμησε για δεκαετίες το χαρτονόμισμα των 10 λιρών Αγγλίας, αλλά και τα γραμματόσημα από τη Γερμανία έως την Αυστραλία. Αν και είναι γνωστή ως «η γυναίκα με το φανάρι» επειδή τριγυρνούσε μόνη τις νύχτες επιχειρώντας να οργανώσει το χάος των στρατιωτικών νοσοκομείων στον Κριμαϊκό Πόλεμο, όπου οι τραυματίες πέθαιναν περισσότερο από τις άθλιες συνθήκες υγιεινής παρά από τα τραύματά τους, το πραγματικό όνομά της έχει δοθεί από πολεμικά πλοία και εμπορικά αεροσκάφη έως έναν αστεροειδή.

Στις 14.000 σελίδες που αριθμούν τα χειρόγραφά της, οργανωμένα σε 16 τόμους, μπορεί να εντοπίσει κάποιος δοκίμια, άρθρα και μελέτες από τη νοσηλευτική και τη στατιστική έως τη φιλολογία, την ιστορία, ακόμη και την πορνεία.

Κι αν όλα τούτα τα επιτεύγματα της Βρετανίδας Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ είναι γνωστά, έρχεται να προστεθεί κι ένα άγνωστο. Ενα χρονικό για την Ελλάδα, που έγραψε η ίδια ταξιδεύοντας στα καθ’ ημάς, τρεις δεκαετίες μετά την έναρξη της Επανάστασης και δύο δεκαετίες μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, και συγκεκριμένα την περίοδο του αποκλεισμού του λιμανιού του Πειραιά από το Βρετανικό Ναυτικό για την απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να καταβάλει αποζημίωση σε βρετανό υπήκοο, το σπίτι του οποίου λεηλατήθηκε.

Ενθουσιώδης και ατρόμητη, η 30χρονη τότε Νάιτινγκεϊλ συνέθεσε ένα πληρέστατο ταξιδιωτικό χρονικό αξιώσεων μέσα από τα ημερολόγια και τις επιστολές της. Με χιούμορ, γνώσεις γεωγραφίας, μυθολογίας και ιστορίας περιγράφει φυσιογνωμίες και ενδυμασίες, έθιμα και κατάλοιπα της οθωμανικής κυριαρχίας. Το κείμενο αυτό, με πρόλογο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Μπρους Κλαρκ και σε μετάφραση της Αννίτας Παναρέτου, η οποία υπογράφει επίσης την εισαγωγή και επιμελήθηκε τις σημειώσεις, κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά, 170 χρόνια μετά τη συγγραφή του, υπό τον τίτλο «Ελλάδα μου, κοιτίδα μου: Το ταξίδι της Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ στην Ελλάδα» από τις εκδόσεις Ποταμός (τέλος του μήνα). Το «Βιβλιοδρόμιο» προδημοσιεύει χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

«Ολοι οι Ποσειδώνες έγιναν άγιος Νικόλαος»

Οπως φαίνεται, οι Ελληνες εμψυχώνονταν από έναν καλ­λιτεχνικό πόθο που εμείς δεν μπορούμε να συλλάβουμε, για να καταλάβουν τα νοήματα των πάντων, να συνδεθούν με το σύνολο της φύσης, να δραπετεύσουν από τους εαυτούς τους, σε έναν μυστηριώδη έξω κόσμο. Οσο το έθνος ενηλι­κιωνόταν, εμφανίστηκαν ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής, και η τραγωδία απέκτησε αυτό που θεωρώ ως υψηλότερη μορφή τέχνης· μπορώ πάντως να καταλάβω γιατί λάτρευαν το θέα­τρο. Θεός των Δωριέων ήταν ο Απόλλων, ο ηθικός Απόλλων, αφού τα ήθη είναι αμετακίνητα και υπόκεινται σε κανό­νες. Καθώς στην ουσία πρόκειται για νόμους, η λυρική τους ποίηση δεν πελαγοδρόμησε ποτέ στο δραματικό στοιχείο, αλλά παρέμεινε μετρημένη και ενταγμένη σε κανόνες.

Την Πρωτομαγιά (δική μας 13η Μαΐου), ολόκληρη η πόλη βγήκε να γιορτάσει, ακόμα και οι στρατιώτες, κι εμείς πήγαμε στην Ακαδημία και τον Κολωνό. Καθίσαμε κάτω από τα κυπαρίσσια, σ’ έναν κήπο όπου βρίσκεται το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου, που είναι βέβαιο πως υπήρξε ο βωμός του Ποσειδώνα στην Ακαδημία, καθώς όλοι οι Ποσειδώνες έγιναν άγιος Νικόλαος, που είναι ο προστάτης της θάλασ­σας. Τριγύρω υπήρχαν μερικά θραύσματα από ανάγλυφα. Σ’ αυτό το μέρος περπάτησε ο Πλάτων. Είναι, στο σύνολό του, μοναδικά ιδανικό για περισυλλογή, καθώς τίποτα δεν περισπά την προσοχή. Σε κάποιο σημείο απλώνεται μια μεγαλόπρεπη θέα του Θησείου και της Ακρόπολης, καθώς οι ελιές και οι πορτοκαλιές έχουν όλες ολότελα καεί.

«Νιώθεις το πνεύμα του Θεμιστοκλή να πλανιέται τριγύρω»

Η μέρα που είδα τον τάφο του Θεμιστοκλή ήταν η κατάλληλη μέρα για την κατάλληλη περίσταση. Είχε συνε­χώς συννεφιά, όταν ο κύριος Χιλλ κι εγώ ιππεύσαμε ως τον Φαληρικό όρμο, ανάμεσα σε νεαρά αμπέλια, παπαρούνες και όμορφες μικρές δεντροστοιχίες (οι καημένες οι ελιές αρχί­ζουν να ξαναζωντανεύουν σε μερικά σημεία, οι πορτοκαλιές όμως είναι εντελώς νεκρές), προχωρήσαμε για κάμποσο κατά μήκος της ακτής, περάσαμε θαρραλέα τον Κηφισό – επειδή ο Κηφισός είναι τώρα ρυάκι – και ύστερα κατευ­θυνθήκαμε στον Πειραιά, όπου συναντήσαμε τους άλλους και περπατήσαμε στην παραλία ως τον τάφο του Θεμιστο­κλή. Ο ήλιος είχε δύσει πίσω από τα σύννεφα – μια σκο­τεινή, πορφυρή, μουντή δύση. Ο αέρας ήταν μαλακός σαν γάλα και υγρός. Με φόντο τον ουρανό, η Σαλαμίνα φάνταζε γκρίζα σαν τον Κωκυτό, και η Αίγινα όχι πολύ φωτεινότερη. Εδώ κι εκεί ένα κοκκινωπό άνοιγμα στα σύννεφα έκανε τη θάλασσα να δείχνει τόσο σκοτεινή και φουσκωμένη όσο και η ψυχή του Θεμιστοκλή μετά την εξορία του. Εκεί βρίσκο­νται η μοναχική σαρκοφάγος με τα κύματα να τη λούζουν, και στα βράχια – που στο σημείο αυτό βρίσκονται στο επί­πεδο της θάλασσας – τα θραύσματα του μοναχικού κίονα που ήταν τοποθετημένος πάνω της.

Υπάρχει κάτι τόσο άγριο, τόσο τρομαχτικό, τέτοια απέ­ραντη μελαγχολία και μοναξιά σ’ εκείνη την τοποθεσία. Νιώθεις το πνεύμα του Θεμιστοκλή να πλανιέται τριγύρω και ίσως να αγάλλεται, εκείνο το μεγάλο, αδύναμο πνεύμα, που βασανίστηκε και μόχθησε για τον έρωτα της δόξας και για τη συμπάθεια των συνανθρώπων του, που για χάρη τους θυσίασε τα πάντα και απέτυχε, όχι ωστόσο τόσο αδύναμο ώστε να χρησιμοποιήσει αυτή την αποτυχία εναντίον εκεί­νων που αγωνίστηκε να νικήσει. Ηταν μεγάλος νους, αν και με μικρή καρδιά. Οπως ο Μιλτιάδης, ποθούσε ένα τρόπαιο και το απέκτησε, αλλά πόσο διαφορετικά απ’ όσο προσδο­κούσε. Ισως τώρα να κάθεται δίπλα σ’ αυτόν τον τάφο και να αναρωτιέται πώς μπόρεσε ποτέ να προσπαθήσει τόσο πολύ για κάτι τέτοιο.