«Αυτοί που βρίζουν είναι όλοι κομμουνιστές. Με βρίζουν γιατί αλλιώς δεν θα ήταν κομμουνιστές». Αυτή η ιδιαίτερα οξεία αποστροφή του υπουργού Υγείας Άδωνη Γεωργιάδη την περασμένη εβδομάδα έτυχε ιδιαίτερης δημοσιότητας, ιδίως από τη στιγμή που η «Ομάδα Αλήθειας» θεώρησε σκόπιμο να την αναπαραγάγει, υποθέτω, θεωρώντας την εύστοχη. Ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο αναπαράγει έναν παλαιάς κοπής αντικομμουνισμό, στον οποίο ένα μέρος της φιλοκυβερνητικής δημόσιας σφαίρας εσχάτως επιδίδεται μάλλον συστηματικά (ας θυμηθούμε και το βίντεο της «Ομάδας Αλήθειας» για τα «εγκλήματα των κομμουνιστών»), η δήλωση αυτή ακολουθούσε την πεπατημένη της απόδοσης των έντονων διαμαρτυριών που συνοδεύουν τις δημόσιες εμφανίσεις του υπουργού Υγείας σε πολιτική σκοπιμότητα και σχεδιασμό και όχι σε μια κάποια αυθεντική έκφραση της διαμαρτυρίας των πολιτών.
Ωστόσο, η δήλωση αυτή συνέπεσε χρονικά με τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την κατάσταση του συστήματος υγείας στην Ελλάδα. Εκεί διαπιστώνει κανείς ότι οι λόγοι για τους οποίους οι πολίτες μπορεί να είναι δυσαρεστημένοι με τις πολιτικές του υπουργείου Υγείας υπερβαίνουν κατά πολύ την πολιτική σκοπιμότητα. Με την εξαίρεση της αύξησης των δαπανών για την πρόληψη, η έκθεση αποτυπώνει μια ιδιαίτερα αρνητική κατάσταση. Πολύ μεγάλο ποσοστό των συνολικών δαπανών (39%) καλύπτεται από ιδιωτική χρηματοδότηση, αποτυπώνοντας επιβάρυνση των νοικοκυριών αλλά και ιατρικές ανάγκες που παραμένουν ακάλυπτες, όπως δείχνει το υψηλό ποσοστό ανθρώπων (12,1%) ανθρώπων που δήλωσε ότι δεν υποβλήθηκε σε εξέταση ή καθυστέρησε θεραπεία. Και βέβαια η έκθεση αποτύπωσε ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά ικανοποίησης των πολιτών από τη διαθεσιμότητα των υπηρεσιών υγείας εκεί όπου κατοικούν.
Βεβαίως, ο υπουργός Υγείας, απαντώντας στις αρνητικές γνώμες των πολιτών για την κατάσταση του συστήματος υγείας, υποστήριξε ότι το πρόβλημα είναι ότι οι πολίτες δεν έχουν αντίληψη της πραγματικής κατάστασης του συστήματος υγείας, μια τοποθέτηση που εντυπωσιάζει καθώς η κοινή λογική υποδεικνύει ότι εάν κάποιος έχει μια άμεση επίγνωση της κατάστασης στα δημόσια νοσοκομεία είναι μάλλον ο ίδιος ο χρήστης του συστήματος υγείας που δύσκολα μπορεί να δεχτεί τη διαβεβαίωση ότι τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν.
Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσες επίμονες διαμαρτυρίες σε σχέση με τις πολιτικές του υπουργείου Υγείας απλώς υπογραμμίζει ένα πραγματικό πρόβλημα. Ηδη από την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης ο χώρος της δημόσιας υγείας αντιμετωπίστηκε πρωτίστως ως κόστος και δευτερευόντως ως δυνατότητα οικονομικής επένδυσης. Αυτό εξηγεί τα πραγματικά ελλείμματα που οι πολίτες σημειώνουν ότι αντιμετωπίζουν αλλά και την αναπαραγωγή μιας αυξημένης ιδιωτικής δαπάνης. Ομως, το αποτέλεσμα είναι να συντηρείται μια βαθύτερη ανασφάλεια των πολιτών, που αναγνωρίζουν μεν το έργο και τη συνεισφορά του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού (γεγονός που εξηγεί και τα ποσοστά ικανοποίησης στην αντίστοιχη έρευνα του υπουργείου), αλλά ταυτόχρονα ολοένα και περισσότερο αισθάνονται ότι ένα θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα ολοένα και περισσότερο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια συνθήκη διακινδύνευσης.







