Μιλώντας απλά: πρέπει να το πάρουμε αλλιώς. Μελετώντας τα στοιχεία της έκθεσης του ΟΟΣΑ (Health at a Glance 2025) για τη δημόσια υγεία εν Ελλάδι, γλυκόπικρα συμπεράσματα εξάγονται που όμως πρέπει να συνοδευθούν από τομές και αποφάσεις. Εδώ είναι σχεδόν δεδομένο πως τα νοικοκυριά συνεχίζουν να πληρώνουν ακριβά τη δημόσια υγεία. Μάλιστα, όπως δείχνει το σημερινό ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ», η χώρα μας κατατάσσεται στις υψηλότερες θέσεις σε κόστος.

Και παρά τα ομολογουμένως θετικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στο σκέλος της πρόληψης (η Ελλάδα διαθέτει για την πρόληψη το 3,1% επί των συνολικών δαπανών υγείας), συνεχίζουμε να διαχειριζόμαστε τις ασθένειες και άρα το σύστημά μας παραμένει «νοσοκομειοκεντρικό». Το δε κράτος δεν δαπανά για την υγεία όσα αναλογούν ή αντιστοιχούν σε άλλες χώρες της ΕΕ ενώ και στο σκέλος των υπηρεσιών για τη μακροχρόνια φροντίδα είμαστε πίσω. Παραμένουμε πελάτες υπηρεσιών για να γλιτώσουμε τις παθογένειες του συστήματος. Το 38% των δαπανών ενός πολίτη αφορά φάρμακα και ιατρικά είδη, κάτι που ακριβώς επιβεβαιώνει το πρόβλημα. Ολα αυτά μπορούν να βελτιωθούν, να μεταβληθούν.

Η στρατηγική της πρόληψης, που αποκρυσταλλώνει θετικά αποτυπώματα, σήμερα, πρέπει να γίνει ένα μοντέλο και για το σύνολο της δημόσιας υγείας. Οι δημόσιες δαπάνες αλλά στοχευμένα μαζί με ένα μακροχρόνιο σχέδιο για τον ασθενή (κατ’ οίκον υπηρεσίες, φάκελος ανά πολίτη, στελέχωση του ΕΣΥ στο πεδίο) θα μπορούσαν να είναι ορισμένες παράμετροι για τη βελτίωση του συστήματος. Αποφασιστικότητα και βούληση είναι οι προϋποθέσεις.