Σε προηγούμενο άρθρο μου, που δημοσιεύθηκε στις φιλόξενες στήλες των «ΝΕΩΝ», ασκούσα κριτική στο Συμβούλιο Επικρατείας για την απόφασή του που έκρινε (κατά πλειοψηφία) ότι είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα ο νόμος 5094/2024 για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, μολονότι το άρθρο 16 του Συντάγματος απαγορεύει ρητά και κατηγορηματικά την ίδρυση τέτοιων πανεπιστημίων. Η επίκληση του ενωσιακού δικαίου υπέρ του επιτρεπτού των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι εσφαλμένη, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο απεκδύεται της σχετικής αρμοδιότητάς του, προβλέποντας στο άρθρο 165 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης ότι η αρμοδιότητα για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, άρα και της ανώτατης εκπαίδευσης, ανήκει στον εθνικό και όχι στον ενωσιακό νομοθέτη.

Για την παραπάνω κρίση μου στηρίχθηκα στο συνοπτικό σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ, όπως το είχε δώσει τότε στη δημοσιότητα ο πρόεδρός του. Ηδη δημοσιεύθηκε το πλήρες κείμενο, στο οποίο περιλαμβάνεται και το σκεπτικό της μειοψηφίας 8 συμβούλων της Επικρατείας, επί συνόλου 25 συμβούλων που είχαν ψηφίσει στην υπόθεση αυτή. Το σκεπτικό της μειοψηφίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε αυτό προβλέπεται ότι το Σύνταγμα στο άρθρο 16 αντιλαμβάνεται την ανώτατη εκπαίδευση ως αποκλειστικώς δημόσιο σύστημα και δεν καταλείπει περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας ως προς τη συνταγματική κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα της.

Αλλά περισσότερο άξιο έξαρσης είναι το ότι υπήρξαν δικαστές που αντιστάθηκαν στο πολιτικό και γενικότερο κλίμα, το οποίο είχε καλλιεργηθεί και επικρατήσει ευρέως με τη βοήθεια της κρατούσας επικοινωνιακής εξουσίας, κλίμα το οποίο χαρακτηριζόταν από το πνεύμα ότι η αναγνώριση των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι δήθεν μια αναγκαιότητα που δικαιολογεί να αγνοηθεί το γράμμα του άρθρου 16. Η αγνόηση όμως αυτή, την οποία υιοθετεί η πλειοψηφία του ΣτΕ, οδηγεί σε ένα συμπέρασμα κατάφωρα αντίθετο από ό,τι το άρθρο 16 προβλέπει. Οι μειοψηφήσαντες δικαστές αρνήθηκαν να υποχωρήσουν, επιλέγοντας το αυτονόητο καθήκον του δικαστή να εφαρμόζει αυτά που προβλέπει το Σύνταγμα, του οποίου ακριβώς οι δικαστές είναι οι φρουροί και φύλακες σε ένα κράτος δικαίου. Αν δεν συμβαίνει αυτό, ο πολίτης δικαιούται να αναφωνήσει τη ρήση του ρωμαίου νομικού Γιουβενάλις «και ποιος τότε θα μας φυλάξει από αυτούς τους φύλακες», όταν και αυτοί παρανομούν;

Η μόνη συνταγματικώς αποδεκτή οδός για να επιτραπούν τα ιδιωτικά ΑΕΙ είναι η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, η οποία μπορεί να γίνει μόνο με την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα διαδικασία. Αντί για αυτό έχουμε τώρα ενώπιόν μας μια συνταγματική αναθεώρηση μέσω της ψηφίσεως κοινού νόμου, η οποία επικυρώνεται από το Δικαστήριο, δηλαδή από συνταγματικώς αναρμόδια όργανα (όπως εύστοχα τονίζει η παραπάνω μειοψηφία).

Κοινός νομοθέτης και δικαστής αυτοχρίσθηκαν συνταγματικοί νομοθέτες. Και ο απλός πολίτης, που θέλει να πιστεύει ότι στη χώρα μας τελικά ισχύει και εφαρμόζεται το κράτος δικαίου, διερωτάται: Καλά ο κοινός νομοθέτης, δηλαδή η εκάστοτε κρατούσα πολιτική εξουσία που συχνά εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες. Αλλά και ο δικαστής; Ο δικαστής που είναι κατά το Σύνταγμα λειτουργικά και προσωπικά ανεξάρτητος; Δεν υπάρχει κίνδυνος να χαθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη σε αυτόν; Οχι, μας είπαν οι μειοψηφήσαντες σύμβουλοι Επικρατείας.

Η κρίση τους αυτή εκπέμπει το αισιόδοξο μήνυμα ότι υπάρχουν δικαστές πραγματικά ανεξάρτητοι, δικαστές που με ευψυχία και ανιδιοτέλεια συνεχίζουν την παράδοση του Τερτσέτη και του Πολυζωίδη (που αρνήθηκαν στη δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα το 1834, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις της τότε αντιβασιλείας, να καταδικάσουν τους ήρωες αυτούς της Επανάστασης). Η ελπίδα επομένως δεν έχει χαθεί τελείως. Και κάτι ακόμη: Οι παραπάνω δικαστές της μειοψηφίας διέσωσαν στη συγκεκριμένη υπόθεση το κύρος του ΣτΕ.

Ο Μιχάλης Σταθόπουλος είναι επίτιμος καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, ακαδημαϊκός