Αν κάποιος παρακολουθούσε, έστω διαβάζοντας εφημερίδα, τις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων στον κόσμο και κατόπιν είχε το ενδιαφέρον (και το κουράγιο) να παρακολουθήσει την προχθεσινή συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή, θα έμενε με την απορία. Αν αυτή η συζήτηση είχε γίνει δέκα μήνες νωρίτερα, τι επί της ουσίας διαφορετικό, ως πρόταση πολιτικής, γενικά και ειδικά ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα είχε ακουστεί; Ο κόσμος έχει έρθει τούμπα σ’ αυτούς τους δέκα μήνες. Αλλά ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος μοιάζει να μην έχει αλλάξει και πολύ, στο ύφος ή στο περιεχόμενό του.

Είναι θέμα διαδικασίας, πρώτα. Η συζήτηση διήρκεσε εννέα ώρες και 30 λεπτά! Μέτρο σύγκρισης: η εβδομαδιαία «απολογία» του πρωθυπουργού στο βρετανικό Κοινοβούλιο διαρκεί αυστηρά 30 λεπτά και στο διάστημα αυτό γύρω στους 20 βουλευτές της αντιπολίτευσης απευθύνουν ερώτηση, μερικές φορές επαναφέροντας την ερώτηση δύο και τρεις φορές, και παίρνουν απαντήσεις από τον πρωθυπουργό. Δεν είναι πρόβλημα οικονομίας χρόνου. Είναι πρόβλημα στόχου που υπηρετούν αυτές οι συζητήσεις. Διεξάγονται για να μπορούν οι πολίτες να παρακολουθούν και να σχηματίζουν άποψη για ένα σοβαρό θέμα; Ή για να τα λένε οι αρχηγοί μεταξύ τους και να ψάχνουν μερικές ατάκες κατάλληλες για αναπαραγωγή στα social media;

Είναι θέμα περιεχομένου, προπάντων. Παρά τη μακρά διάρκεια της συζήτησης, στα κρίσιμα ερωτήματα, ακόμη κι όταν αυτά διατυπώθηκαν, απαντήσεις ήταν φανερό ότι δεν υπάρχουν. Κι ούτε είναι εύκολο να υπάρξουν.

Στα 50 χρόνια της δημοκρατίας, από τη Μεταπολίτευση, σχηματίστηκε μια συναίνεση ως προς το βασικό δόγμα ασφάλειας της χώρας, στο οποίο προσχώρησαν όλοι όσοι ανέλαβαν ευθύνες διακυβέρνησης – ό,τι κι αν έλεγαν προηγουμένως. Το μότο «η Ελλάς ανήκει στη Δύση», που είχε διατυπώσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη Βουλή τον Ιούλιο του 1976 και που συγκεκριμενοποιήθηκε στη στενή αμυντική σχέση με τις ΗΠΑ και τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση, εξελήφθη ως ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Το οποίο η Ελλάδα έκανε ό,τι μπορούσε να κρατήσει ζωντανό – ακόμη κι όταν η συμμετοχή στο ευρώ κόστιζε μια πιο επώδυνη «εσωτερική υποτίμηση» ή όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ανανέωνε και επέκτεινε με ενθουσιασμό τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην επικράτεια. Και τώρα διαπιστώνουμε με αμηχανία και φόβο ότι οι όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου άλλαξαν ερήμην μας. Τι σημαίνει το «ανήκουμε στη Δύση», όταν η δύναμη που εγγυάται την ύπαρξη και την ασφάλεια της Δύσης αναθεωρεί τους όρους της ηγεσίας της και τη θέτει εν αμφιβόλω; Και τι σημαίνει, με όρους ασφάλειας, η συμμετοχή στην Ευρώπη, όταν η Ενωση πρέπει να κόψει δρόμο προς την αμυντική της ενηλικίωση, με όποιον τρόπο μπορεί, χωρίς πολλά περιθώρια ενδιαφέροντος για τις δικές μας εθνικές ανησυχίες; Και πώς, σε αυτό το νέο περιβάλλον, επαναπροσδιορίζεται η στρατηγική της χώρας απέναντι στην Τουρκία;

Η περί Τουρκίας συζήτηση – ήταν εμφανές και στη Βουλή – εξακολουθεί να κινείται ανάμεσα σε δύο άκρα. Από τη μια μεριά, είναι η παραγνώριση της πραγματικότητας – πως η επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία επανέφερε τη σημασία της Τουρκίας για τη Δύση στα επίπεδα των χρόνων του Ψυχρού Πολέμου, πως όταν η επανεκλογή Τραμπ θα αμφισβητούσε ξανά τη σημασία αυτή, τα ρίσκα του Ερντογάν στη Συρία και την Παλαιστίνη, του έδωσαν θέση στο τραπέζι του αμερικανού προέδρου και πως η ανάγκη των Ευρωπαίων για στρατηγική αυτονομία τους φέρνει στην πόρτα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. Και από την άλλη πλευρά, στο άλλο άκρο, ο θαυμασμός για τη μυθοποιημένη επιτήδεια ουδετερότητα του Ερντογάν και τα ακόμη πιο μυθοποιημένα οφέλη της, αγνοώντας τα όρια και τις δεσμεύσεις του, τα προβλήματα και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα του. Εκείνος δεν έχει ξεχάσει την επιστολή Τραμπ, το 2019, που τον απειλούσε «don’t be a tough guy, don’t be a fool» (μην κάνεις τον μάγκα, μην είσαι ανόητος). Οι εγχώριοι θαυμαστές του την ξεχνούν.

Βρισκόμαστε, όμως, σε μια νέα κατάσταση, όπου το δόγμα που καθοδηγούσε την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας τρίζει. Η παλιά συναίνεση δεν επαρκεί, χρειάζεται μια νέα. Αλλά όλα δείχνουν ότι ο σχηματισμός μιας νέας συναίνεσης, ακόμη και η απλή συζήτηση των όρων της, είναι αδύνατη στο σημερινό περιβάλλον της γενικής κατάρρευσης της εμπιστοσύνης και στο σημερινό επίπεδο σχέσεων μεταξύ πολιτικών δυνάμεων. Η προχθεσινή συζήτηση στη Βουλή το επιβεβαίωσε. Και αυτό, ίσως, είναι το μεγαλύτερό μας πρόβλημα.

Διατυπώθηκε, βέβαια, στη Βουλή μία και μοναδική, αλλά πολύ σημαντική, νέα πρόταση. Ηταν η αναγγελία Μητσοτάκη ότι «το επόμενο διάστημα θα καλέσουμε όλα τα παράκτια κράτη σε μια κοινή συνάντηση, σε ένα φόρουμ, όπου θα μπορούσαμε να εξετάσουμε από κοινού όλα όσα μας απασχολούν». Ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε, έτσι απλά, ότι η χώρα εγκαταλείπει την αρνητική θέση απέναντι σε μια τέτοια πολυμερή διαδικασία, την οποία υιοθετεί φοβισμένη από τότε που η ιδέα πρωτοδιατυπώθηκε από τον τότε πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Και τώρα, ίσως επειδή αισθάνεται ότι επίκειται μια ανάλογη αμερικανική πρωτοβουλία η οποία θα ασκηθεί με τον «βολονταρισμό» και την έλλειψη υπομονής απέναντι στις «νομικές λεπτομέρειες» που χαρακτηρίζει τον Τραμπ, προτιμά να εμφανιστεί η Ελλάδα ως πρόθυμη και επισπεύδουσα αντί συρόμενη.

Μα τι είναι αυτό; Τακτικός ελιγμός ή στρατηγική επιλογή; Και, αν είναι το δεύτερο, είμαστε όντως έτοιμοι να εγκαταλείψουμε τις βασικές κατευθύνσεις της εφαρμοσμένης εξωτερικής πολιτικής – το «δόγμα της ακινησίας», όπου είναι προτιμότερο να μην ασκηθεί ποτέ ένα κυριαρχικό δικαίωμα παρά να αναλάβει μια κυβέρνηση το κόστος της διαπραγμάτευσής του και το δόγμα της «μιας και μόνης διαφοράς»; Τα ερωτήματα δεν έχουν ακόμη απάντηση. Ο Πρωθυπουργός δεν έδωσε εξηγήσεις. Η φράση του ήταν 37 δευτερόλεπτα χαμένα σε ένα πέλαγος 570 λεπτών, που η αντιπολίτευση άφησε ασχολίαστη.