Προς στιγμήν σοκαρίστηκα και μάλλον έφταιγε το μπαστούνι. Δεν έκανα καμία ερώτηση επί του θέματος, όμως έχοντας δει τον Αλεξάντερ Σοκούροφ πολλές φορές στο παρελθόν, τόσο στη Βενετία όσο και σε άλλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ανάμεσα στα οποία και της Θεσσαλονίκης όπου ο ρώσος σκηνοθέτης είχε στο παρελθόν τιμηθεί, η θέα να κυκλοφορεί με μπαστούνι μού προκάλεσε αμηχανία.

Ο Σοκούροφ, πανέξυπνος άνθρωπος βέβαια, κάτι θα πρέπει να παρατήρησε στο ύφος μου. «Μεγαλώνουμε» είπε ενώ ετοιμαζόμασταν να καθίσουμε στο μικρό τραπεζάκι της αίθουσας «Orizzonti» στον δεύτερο όροφο του Palazzo de Cinema στο Λίντο για αυτή την κουβέντα, μαζί με έναν καφέ και ένα σάντουιτς. Μαζί με τον σκηνοθέτη ήταν η μεταφράστριά μας, Αλένα Σουμάκοβα, καθώς ο Σοκούροφ, ενώ καταλαβαίνει, δεν μιλά αγγλικά.

Η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων, Γκλόρια Ζερμπινάτι, η οποία είχε την ευθύνη της προώθησης της τελευταίας δουλειάς του Σοκούροφ, ήταν επίσης εκεί και αργότερα,  όταν η συνάντηση έφτανε στο τέλος της, μας τράβηξε μια πολύ όμορφη αναμνηστική φωτογραφία. Ολα αυτά έγιναν το μεσημέρι της Παρασκευής 29 Αυγούστου, καθώς ο Σοκούροφ είχε έρθει για πολύ λίγο στο φεστιβάλ με το εκτός συναγωνισμού «Ημερολόγιο σκηνοθέτη» (Zapisnaya knizhka rezhissera), ένα μεγάλης διάρκειας (πάνω από 5 ώρες!) ντοκιμαντέρ, το οποίο μέσω της πορείας του ιδίου (του Σοκούροφ) στον κινηματογράφο γίνεται κάτι σαν χρονικό των σημαντικών στιγμών του 20ού αιώνα από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που τον συναντώ, ούτε και η πρώτη μας συνομιλία. Στο ίδιο φεστιβάλ, το 2011, ο Σοκούροφ κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα για την ταινία του «Φάουστ». Αλλά τότε η συνάντησή μας ήταν γεμάτη από συναδέλφους δημοσιογράφους και κόσμο, δεν ήμασταν μόνοι όπως τώρα.

Τσιμπολογώντας ένα σάντουιτς με τη συνοδεία εμφιαλωμένου νερού con gazzetta ο Σοκούροφ δείχνει να δυσκολεύεται στην πρώτη μου ερώτηση που ήταν ποια ιστορική στιγμή είναι τελικά για κείνον η σημαντικότερη μέσα σε όλη αυτή την περίοδο του στο δεύτερου μισού του 20ού αιώνα που έχει ζήσει. «Ειλικρινά, όπως δυσκολεύομαι να μιλήσω για τον εαυτό μου ή να επιλέξω κάποια από τις ταινίες που έχω γυρίσει, έτσι δυσκολεύομαι να επιλέξω στην ερώτηση που μου κάνετε. Γιατί κάθε ιστορική στιγμή έχει τη σημασία της… Οπως όλες οι ταινίες μου έχουν τη σημασία τους, αν λάβει κανείς υπόψη του τη χρονική στιγμή που αποφάσισα να τις κάνω».

Η Ιστορία ρέει όντως μέσα στο αίμα του Αλεξάντερ Σοκούροφ που γεννήθηκε στο χωριό Ποντορβίκα της Σιβηρίας το 1951. «Σπούδασα Ιστορία», είπε ο ρώσος δημιουργός, «είναι κάτι που γνωρίζω καλά. Γνωρίζω επίσης ότι σε κάθε άνθρωπο, πόσο μάλλον έναν ιστορικό, η μνήμη ανταποκρίνεται με τις σπουδές του. Το σύστημα που χρησιμοποιούν στις προσλαμβάνουσές μου διαμορφώθηκε από τις σπουδές μου και η μνήμη ήταν ένα από τα πιο σημαντικά σημεία αυτού του συστήματος. Φυσικά, η μνήμη δεν δουλεύει πάντα σωστά και πολλές φορές αδυνατώ να θυμηθώ κάτι».

Μετά τις σπουδές του στην Ιστορία, ο Σοκούροφ μεγαλούργησε και πάλι πάνω σε ζητήματα της Ιστορίας, αλλά ως κινηματογραφιστής και με το δικό του πάντα στυλ και ύφος. Πέρασε από όλα τα στάδια της δημιουργίας μιας ταινίας και έχει υπάρξει βοηθός του Αντρέι Ταρκόφσκι που ήταν ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του. «Εχει ενδιαφέρον να δίνει κάποιος τις δικές του εικόνες στην Ιστορία» είπε. «Αυτό που αποφάσισα να κάνω έχει σχέση με μια καλλιτεχνική και οπτική αντιμετώπιση των ιστορικών γεγονότων, όχι απαραιτήτως με τα ίδια τα γεγονότα. Οι ταινίες μου δεν είναι δημοσιογραφικά επίκαιρα, δεν είναι μελέτες και δεν είναι ντοκιμαντέρ. Είναι μια καλλιτεχνική προσέγγιση πάνω στην Ιστορία, διότι δεν επιλέγω το οποιοδήποτε θέμα αλλά εκείνα τα θέματα που θεωρώ ότι έχουν παίξει ρόλο στη ζωή μου και για τον έναν ή τον άλλο λόγο σημαίνουν κάτι παραπάνω για μένα».

Για παράδειγμα, ο Σοκούροφ δεν θεωρεί ότι η «Ρωσική κιβωτός» (2002), το αριστούργημά του ίσως, αυτή η βουτιά στη μαγεία του Μουσείου Ερμιτάζ της Ρωσίας μέσα από ένα μονοπλάνο 90 λεπτών, είναι ντοκιμαντέρ. «Το γεγονός ότι η ταινία γυρίστηκε μέσα στο πραγματικό μουσείο και δεν υπάρχουν ντεκόρ αλλά τα αυθεντικά αντικείμενα δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι ντοκιμαντέρ. Είναι η δική μου καλλιτεχνική άποψη για το Μουσείο Ερμιτάζ».

Με τον «Μολώχ» (1999) ο Σοκούροφ μίλησε για τον Αδόλφο Χίτλερ, ενώ ο Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν ήταν το πρόσωπο που κυριαρχεί στο «Taurus» (2001). Τέσσερα χρόνια αργότερα, στον «Ηλιο» ο Σοκούροφ καταπιάστηκε με τον ιάπωνα αυτοκράτορα Χιροχίτο (1901-1989), ο οποίος το 1945, μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, συνθηκολόγησε με τους Αμερικανούς για να σώσει τα εκατομμύρια των συμπατριωτών του.

Μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις του Φεστιβάλ της Βενετίας το 2015 ήταν η επιτυχία που σημείωσε η ταινία «Η κιβωτός των ανθρώπων», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά ο πρωτότυπος τίτλος της, «Francofonia». Κανένας δεν περίμενε ότι αυτή η ταινία που ούτε ακριβώς ντοκιμαντέρ είναι, ούτε όμως και μυθοπλασία, και που ασχολείται με την τέχνη και το μεγαλείο του Λούβρου θα ταυτιζόταν τόσο πολύ στα γούστα κοινού και κριτικών.

Τότε, 10 χρόνια μετά το Ερμιτάζ της «Ρωσικής Κιβωτού», ο Αλεξάντερ Σοκούροφ ύμνησε το Λούβρο με έναν πολύ ανορθόδοξο τρόπο: επιστρέφοντας στο πιο μελανό κεφάλαιο της Ιστορίας του 20ού αιώνα, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δόμησε το σημαντικότερο μέρος της ταινίας μέσα από τη σχέση και συνεργασία του γερμανού αξιωματικού Κόμη Βολφ Μέτερνιχ (Μπένγιαμιν Ούτζερατ) και του γάλλου διευθυντή του Λούβρου Ζακ Ζογιάρ (Λουί Ντο ντε Λενκεσένγκ) για τη διάσωση αυτής της ζωντανής κιβωτού του ανθρώπινου πολιτισμού.

Εκ των πραγμάτων αναφερθήκαμε σε αυτή την ταινία. «Η ιδέα της “Κιβωτού των ανθρώπων” γεννήθηκε πολύ πιο πριν, όταν δεν υπήρχε το πρόβλημα των προσφύγων, όταν η Ευρώπη και η Αμερική δεν είχαν κάνει όλα αυτά τα λάθη που έχουν κάνει και που όλοι σήμερα αναγνωρίζουμε» είπε ο Σοκούροφ. «Το πρόβλημα της σωτηρίας της τέχνης είναι αιώνιο για την Ευρώπη, είναι πρόβλημα αδελφών και γειτόνων, είναι πρόβλημα της διάσωσης του εθνικού προσώπου της κάθε χώρας. Οταν πριν από  πολλά χρόνια έλεγα ότι οι Γάλλοι πρέπει να συλλογιστούν την εθνική τους ταυτότητα, με έλεγαν εθνικιστή. Γιατί ας πούμε να με ενδιαφέρει η Ελλάδα; Με ενδιαφέρει όχι επειδή βρίσκεται σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο στον χάρτη αλλά γιατί εκεί ζουν Ελληνες. Με ενδιαφέρει γιατί εκεί υπάρχει ελληνικός πολιτισμός».

Ο Σοκούροφ σε παρασύρει με το γνήσιο πάθος του για τα μουσεία, όλα τα μουσεία, σε όλον τον κόσμο. «Το Λούβρο, το Ερμιτάζ, το Πράντο, το Βρετανικό Μουσείο – από πάντα μου φαίνονταν πως βρίσκονται σε συγκλονιστικά υψηλό επίπεδο» λέει και τα μάτια του λαμπυρίζουν. «Σε οποιοδήποτε μουσείο μπείτε θα εκπλαγείτε από την τελειότητα των αντικειμένων, ακόμα και αν είναι ένα μουσείο με παιδικές ζωγραφιές. Αυτή είναι η αίσθησή μου για τα μουσεία».

«Ας είμαστε σεμνοί»

Ο σκηνοθέτης θέτει διαρκώς ένα ερώτημα, στον εαυτό του, όπως και στην κουβέντα μας: «Τι θα ήμασταν χωρίς τα μουσεία;». Για εκείνον τα μουσεία δείχνουν ότι υπήρχε ένας σπουδαίος και υπέροχος πολιτισμός στο παρελθόν, πολύ πιο μεγαλειώδης και σοφός από οτιδήποτε είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε σήμερα. Ο ίδιος το έθεσε ως εξής: «Τι υπάρχει στη Γαλλία εκτός από το Λούβρο; Τι υπάρχει στη Ρωσία χωρίς το Ερμιτάζ; Πού είναι η Ελλάδα χωρίς τη μνήμη για την αρχαία τελειότητά της; Ποιος χρειάζεται την Ελλάδα χωρίς τη μνήμη για την ιδιοφυΐα της αρχαίας ελληνικής τέχνης; Ας είμαστε σεμνοί και ας βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση μας, εκεί όπου πρέπει να είμαστε».

Οταν όμως ζήτησα από τον Σοκούροφ να μου περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωσε μπαίνοντας για πρώτη φορά στο Λούβρο, εκείνος απάντησε ότι ενώ του προκλήθηκαν «απλά συναισθήματα», συγχρόνως έκανε μια ερώτηση στον εαυτό του: «Από πού είναι όλα αυτά; Υπάρχει περίπτωση οι Γάλλοι να το δημιούργησαν όλο αυτό το πράγμα; Από πού προέρχονται;».

Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη. Τρεις λέξεις που ακούγονται διαρκώς στην ταινία. Κάποτε ήταν το προπύργιο της Γαλλίας. Σήμερα; «Οχι» απάντησε ξερά ο σκηνοθέτης. «Πλέον δεν σημαίνουν τίποτε αυτές οι λέξεις, αυτές οι έννοιες. Μόνο στον ύπνο τους μπορούν να λένε αυτά τα λόγια οι Γάλλοι. Οπως και πολλά συνθήματα πολιτικά, σλόγκαν, δεν είναι αληθινά, δεν έχουν πρακτικότητα».

Ακόμα και σήμερα ο Σοκούροφ νιώθει έκπληξη που «η τέχνη δεν έχει ηλικία. Πολύ συχνά λέμε πόσο σοφή, πόσο υπέροχη είναι η τέχνη. Αλλά σήμερα δεν κάνουμε κάτι καινούργιο. Εχουμε επινοήσει το σινεμά, εντάξει. Αλλά και αυτό στηρίζεται στην τέχνη, σε αυτό που έχουμε ανακαλύψει από πριν. Παρόλο που ένας αρχαίος ζωγράφος δεν ήξερε τι σημαίνει σύμπαν, έχει φτιάξει πανέμορφα έργα τέχνης, σοφά. Χωρίς την τηλεόραση, χωρίς το σινεμά. Πώς το ήξερε; Χωρίς επικοινωνία. Χωρίς τεχνολογία. Από πού υπάρχει αυτός ο νους; Από πού προέρχεται αυτή η ομορφιά, αυτή η τέχνη των αρχιτεκτόνων, των ζωγράφων και των μηχανικών;».

Η συνάντησή μας οδεύει προς το τέλος της, βλέπω την Γκλόρια να μου κάνει νόημα. Ρωτώ τον Αλεξάντερ Σοκούροφ αν έχει σκεφτεί να γυρίσει κάτι σύγχρονο για τη ρωσική ιστορία των καιρών μας, των τελευταίων πέντε χρόνων. «Στη Ρωσία δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να γίνει» απάντησε αμέσως. «Δεν θα μου έδιναν ποτέ την άδεια. Αλλά την ίδια ώρα δεν είμαι και τόσο βέβαιος αν ένας έλληνας σκηνοθέτης θα μπορούσε να έχει την άδεια να γυρίσει μια ταινία για την Ελλάδα των τελευταίων χρόνων».

Ορμώμενος από αυτή την κουβέντα, τον ρώτησα αν θα ήθελε κάποτε να γυρίσει μια ταινία σχετική με ένα ελληνικό μουσείο. «Οχι, δεν θα ήθελα να κάνω μια ταινία για κάποιο ελληνικό μουσείο» απάντησε ο Σοκούροφ. «Θα ήθελα όμως να κάνω μια ταινία για τους έλληνες άντρες. Πώς είναι; Εχουν αυτές τις ιδιότητες των αρχαίων Ελλήνων; Μπορούν να προστατέψουν την πατρίδα τους; Ή πάντα θέλουν από κάπου βοήθεια;».