Το περιστατικό συνέβη πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια. Ο πιτσιρικάς της οικογένειας που κάναμε μαζί διακοπές, θα ήταν, τότε, γύρω στα οχτώ. Εξυπνος, επικοινωνιακός και μέγας ατακαδόρος. Που τον θυμάμαι, μηνών ακόμη, να παίρνει το κινητό της μαμάς του και να σκρολάρει, να σέρνει δηλαδή τα δαχτυλάκια του στην οθόνη γελώντας, σαν να παίζει κάποιο παιχνίδι. Κάποια μέρα λοιπόν μας είχε ρωτήσει τι ακριβώς είναι το Instagram. Ο μπαμπάς του έσπευσε να του απαντήσει ότι πρόκειται για μια εφαρμογή που κάποιες «…δείχνουν τον ποπό τους» (χρησιμοποιώντας την πιο αγοραία λέξη για τον «ποπό»). Ο μικρός δεν απάντησε αλλά φαίνεται ότι κράτησε την πληροφορία για να την επεξεργαστεί όπως κάνουν συνήθως τα παιδιά. Ετσι, όταν λίγες ημέρες αργότερα επιστρέφαμε με το πλοίο, σηκώθηκε μέσα στο κατάμεστο σαλόνι, ανέβηκε σε μια πολυθρόνα και, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια σχετική κουβέντα, ανακοίνωσε μεγαλοφώνως: «Εγώ όταν γίνω 17 χρονών και θα μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, θα δείχνω τον ποπό μου στο Instagram» (χρησιμοποιώντας επίσης την πιο αγοραία λέξη για τον «ποπό»). Ο μπαμπάς του δεν ήξερε τι να πει, η μαμά του δεν ήξερε πού να κρυφτεί, εγώ και οι άλλοι συνεπιβάτες γελούσαμε.
Πριν από λίγες εβδομάδες, μου ήρθε μια ειδοποίηση ότι ο μικρός, στο Γυμνάσιο πια, απέκτησε λογαριασμό στο Instagram. Για μέρες όμως δεν είχε δημοσιεύσει κάτι. Οταν τον συνάντησα τον ρώτησα γιατί δεν ανεβάζει κάτι. Με κοίταξε αμήχανα – στην πρωτοεφηβεία του έχει αφήσει πίσω τα παιδικά καμώματα – και μου είπε συνεσταλμένα «Δεν ξέρω τι». (Φυσικά δεν του θύμισα τις προ χρόνων σχετικές δηλώσεις του, άλλωστε τις είχε και ο ίδιος ξεχάσει). «Και τότε γιατί μπήκες βρε αγόρι μου;» απόρησα. «Διότι όλοι οι φίλοι μου και οι συμμαθητές μου έχουν λογαριασμό».
Σε αυτόν τον πιτσιρικά πήγε το μυαλό μου όταν, προχθές, διάβασα πως οσονούπω η Ελλάδα θα είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που θα απαγορεύσει την πρόσβαση στα σόσιαλ μίντια σε παιδιά κάτω των 16 ετών. Που σε αυτήν την ηλικία δεν είναι πια παιδιά. Και πρόκειται ακριβώς για τη γενιά που πρώτα έμαθε να κρατάει το κινητό και να σκρολάρει, έστω και στο ντούκου, και μετά πώς να κρατάει το κουτάλι για να φάει. Φαντάζομαι ότι η απόφαση είναι στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της παιδικής παραβατικότητας που διακινείται και στα σόσιαλ μίντια. Και σκέφτηκα ότι είναι σαν να έχει κάποιος καρκίνο στον εγκέφαλο και να προσπαθούν να τον θεραπεύσουν με παυσίπονα για τον πονοκέφαλο.
Σαν το «ροκ του μέλλοντός μας»
Σοβαρά τώρα. Θα απαγορεύσουν στα παιδιά να μπαίνουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκείνα θα υπακούσουν και θα περιοριστεί η βία μεταξύ ανηλίκων; Αυτή η γενιά που μεγάλωσε με το κινητό στο χέρι, αυτά τα παιδιά που τα δακτυλάκια τους «πετάνε» στα πληκτρολόγια, που μιλάνε με διαδικτυακό λεξιλόγιο, δεν θα βρουν τρόπους να σπάσουν κωδικούς και ηλεκτρονικούς αποκλεισμούς; Δηλαδή, θα τους κλείσουν την πόρτα και δεν θα μπουν από τα «πορτάκια»;
Το να «συνετίσεις» αυτήν τη γενιά περιορίζοντάς της την πρόσβαση στο Διαδίκτυο είναι σαν να προσπαθείς να βάλεις την οδοντόπαστα πίσω στο σωληνάριο. Τα παιδιά, τα πρώτα χρόνια της εφηβείας, από δύο πράγματα εξιτάρονται. Από το παράδειγμα και από την απαγόρευση. Οταν λοιπόν βλέπουν τους γονείς τους να «ζουν» μέσω των σόσιαλ και στα ίδια να απαγορεύεται η πρόσβαση όχι μόνο θα βρουν τρόπο να μπουν, αλλά και εκεί θα εκτονωθούν. Αυτό δηλαδή που δεν πρέπει να γίνει.







