Εχει πολλούς και επαναλαμβανόμενους λόγους να απορεί ή να εκπλήσσεται κανείς με πολλά «φανερώματα» της ελληνικής κοινωνίας, σε βαθμό που να αδυνατεί ακόμα και να θυμώσει ή να οργιστεί με τους ανθρώπους που εκφράζουν τα «φανερώματα» αυτά, τόσο πιο δύσκολα συγχωρητέα καθώς μια στοιχειώδης κριτική σκέψη θα τα είχε αποτρέψει. Βεβαίως, επειδή δημόσιος και ιδιωτικός βίος συμπίπτουν συχνά, σε σχέση με τις μεθόδους που επιλέγει για να αντιδράσει κανείς απέναντι σε ιδιωτικές συμπεριφορές και σε κοινωνικά φαινόμενα, μοιάζει αναπόφευκτο όσο σφάλλει ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των οικείων του προσώπων, άλλο τόσο να πέφτει έξω ως προς την εκτίμησή του τι μπορεί να ωφελεί την κοινωνία, αν όχι στο σύνολό της, σε ένα μεγάλο τουλάχιστον μέρος της.

Χωρίς να αμφισβητεί κανείς τη σημασία των διαμαρτυριών, των διαδηλώσεων και γενικότερα την επιλογή των δρόμων ως μέσον προκειμένου να ικανοποιηθούν επαγγελματικά αιτήματα, ή να καταγγελθούν ολοφάνερες εκτροπές μιας χωλαίνουσας και ασθμαίνουσας δικαιοσύνης – πολύ περισσότερο όταν έχει συμμετάσχει στη ζωή του σε αναρίθμητες πορείες διαμαρτυρίας και σε διαδηλώσεις (έχοντας μάλιστα ακούσει σε μία από αυτές να του απευθύνονται ειρωνικά λέγοντάς του «εσύ, παππού, γιατί δεν κάθισες στο σπίτι σου να ξεκουραστείς;»), χωρίς να αμφισβητεί το γιατί υφίστανται οι διαμαρτυρίες και οι διαδηλώσεις δικαιούται να αναρωτηθεί; Πώς γίνεται οι ίδιοι άνθρωποι με τα τόσο καίρια αιτήματα, με τις αδικίες και τις ανισότητες που ασκούνται κυριολεκτικά σαν το πετσί τους να συνιστά το πιο εύφορο έδαφος, με τα παράπονά τους και ακόμη εφιαλτικότερα με τα πένθη τους, να επιλέγουν τρόπους διαμαρτυρίας που είναι ταυτισμένοι, όσον αφορά τη μόνιμη εγγραφή τους σε μια κοινή συνείδηση, με ημερομηνία λήξεως, ποιος είναι αυτός που αισθάνθηκε ποτέ τον λόγο που γι’ αυτόν προσήλθε σε μια διαμαρτυρία ή σε μια διαδήλωση, να μεταβάλλεται σε ένα αγκάθι διαρκές, συνεχόμενα και ανεξάλειπτα σουβλερό ώστε με την κατά μόνας πια εσωτερική επεξεργασία που θα υποστεί, ενώ θα έχει επιστρέψει στο σπίτι του, μπορεί να υπονομεύσει μακροπρόθεσμα (με ιδιαίτερη έμφαση στο ρήμα «μπορεί») τις συνθήκες που τον έκαναν να βγει στον δρόμο;

Μήπως τελικά η επιλογή των δρόμων καθώς παραμένουν εκτροφεία πάσης μορφής θηριωδίας, προκειμένου να αποκατασταθεί μια αδικία, να επουλωθεί ένα παράπονο, να ικανοποιηθεί ένα αίτημα ή να ανακουφιστεί ένα πένθος, γίνεται όχι απλώς μια ατελέσφορη λύση αλλά κάνει ώστε να διαιωνίζονται οι αδικίες και οι ανισότητες αφού ως μια πρόχειρη και εύκολη λύση προσφέρονται ανά πάσα στιγμή οι δρόμοι. Μήπως ακόμα επειδή οι δρόμοι με το να μην μονοπωλούνται, σε σχέση με τη χρήση τους, μόνο από την κυκλοφορία των πεζών και των οχημάτων ή ως μέσον διαμαρτυρίας, αλλά και ως ευχέρεια να ελεγχθεί πολιτικά μια κατάσταση είτε με τις μάνικες νερού, είτε με τα δακρυγόνα, είτε και με τα τανκς ακόμα, δηλαδή ως χώρος άσκησης εξουσίας, κάνουν καθετί άλλο για το οποίο θα ήθελε να τους χρησιμοποιήσει κανείς με αγνή πρόθεση και έναν πραγματικά υψηλό σκοπό, να έχει καταδικαστεί σε αποτυχία;