Η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών απορρίπτει την πολιτική βία: οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι λιγότεροι από ένας στους δέκα την εγκρίνουν και ότι το ποσοστό αυτό είναι το ίδιο στους κόλπους της Αριστεράς και της Δεξιάς. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση της δυσπιστίας, αν όχι του μίσους, των Αμερικανών για τους πολιτικούς τους αντιπάλους συνοδεύεται τα τελευταία χρόνια από μια ανησυχητική αύξηση των επιθέσεων και απειλών. Ενας ένοπλος εισέβαλε στο σπίτι της πρώην προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι και χτύπησε τον σύζυγό της. Μια Δημοκρατική βουλευτής από τη Μινεσότα και ο σύζυγός της δολοφονήθηκαν στο σπίτι τους. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ γλίτωσε κατά τύχη από πυροβολισμό που δέχθηκε στην Πενσιλβάνια.
Ο Τσάρλι Κερκ στάθηκε λιγότερο τυχερός. Η δολοφονία του σοκάρισε την Αμερική γιατί έγινε «σε ζωντανή μετάδοση», την ώρα που ο νεαρός ακτιβιστής μιλούσε σε χιλιάδες φοιτητές στην Πανεπιστημιούπολη της Γιούτα. Σοκάρισε όμως ακόμη περισσότερο τον Τραμπ, αφού ο Κερκ έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην επανεκλογή του, οργώνοντας την Αμερική και προπαγανδίζοντας τις συντηρητικές (πολλοί προτιμούν να μιλούν για ακροδεξιές) αξίες, κυρίως μεταξύ των νέων.
Ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος φέρει όμως σημαντική ευθύνη γι’ αυτή την έκρηξη της πολιτικής βίας. Είναι ο άνθρωπος που αμφισβήτησε την ήττα του στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές και ξεσήκωσε τους οπαδούς του για να εισβάλουν στο Καπιτώλιο, τον Ιανουάριο του 2021. Για ένα παρόμοιο αδίκημα, ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας καταδικάστηκε σε κάθειρξη 27 ετών. Ο Τραμπ, αντιθέτως, επανεξελέγη πρόεδρος. Εδωσε χάρη στους επίδοξους πραξικοπηματίες. Κλιμάκωσε την εμπρηστική του ρητορική. Και τώρα, με αφορμή τη δολοφονία του Κερκ, ετοιμάζεται να εξαπολύσει μια εκδικητική εκστρατεία καταστολής κατά της «παρανοϊκής Αριστεράς», όπως αποκαλεί συλλήβδην τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Οσο κι αν οι εκτιμήσεις ότι η Αμερική βρίσκεται στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου είναι υπερβολικές, το σίγουρο είναι ότι το καζάνι βράζει. Σε μια χώρα με τόσο εκτεταμένη οπλοκατοχή (την οποία ο Κερκ υποστήριζε) και τόσο αποδυναμωμένες δυνάμεις ασφαλείας (λόγω των προγραφών που έγιναν στο όνομα της μάχης κατά του «ουοκισμού»), εύκολα μπορεί να πυροδοτηθεί η βία. Και οι ψύχραιμες φωνές λιγοστεύουν συνεχώς.







