Το εγχείρημα γεννήθηκε έτσι απλά, από ένα τηλεφώνημα. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, με ενημερώνει ότι εδώ και λίγα χρόνια το φεστιβάλ αναθέτει σε συγγραφείς να δημιουργήσουν έργα εμπνευσμένα από το αρχαίο δράμα. Μου προτείνει να γράψω κι εγώ ένα τέτοιο έργο. Κάποιος θα μπορούσε να το σκηνοθετήσει ή, ακόμα καλύτερα: να το γράψω και να το σκηνοθετήσω ο ίδιος.
Μόλις διατυπώθηκε η πρόταση, με κατακλύζουν εικόνες: το καλοκαίρι, ο ελληνικός ουρανός, οι φίλοι. Να κάνω θέατρο μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, με τους ανθρώπους που αγαπώ, μου φαίνεται σαν αναπάντεχο δώρο. Μια πρωτόγονη χαρά. Μια πρόταση που δεν μπορώ να αρνηθώ. Και ο συνδυασμός όλων αυτών, συμβολικών, αισθητηριακών, συναισθηματικών στοιχείων, κάτω από τον ουρανό της Επιδαύρου με συγκλονίζει. Η Επίδαυρος, το αρχαίο θέατρο, είναι ένα είδος ιλίγγου. Η δημιουργία σ’ αυτόν τον χώρο είναι μια ανεπανάληπτη ευκαιρία.
Τέτοιες προσκλήσεις είναι σπάνιες, πολύτιμες. Κι αυτή έρχεται τη στιγμή που τελειώνει το ταξίδι μου στο τιμόνι του θεάτρου La Colline. Ταυτόχρονα σαν ένα άνοιγμα αλλά και σαν μια επιστροφή στις ρίζες: στην τραγωδία, που μόνο στο άκουσμά της κάτι ξυπνά μέσα μου. Αμεσα. Βίαια.
Από τον Ερωτα
στον Ορκο της Ευρώπης
Οταν δημιούργησα τις «Πυρκαγιές» το 2003, τον ρόλο της Ναγουάλ σε προχωρημένη ηλικία ερμήνευσε η Αντρέ Λασαπέλ, σπουδαία ηθοποιός και παλιά μου δασκάλα στη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Καναδά. Ηταν για μένα μια φιγούρα καθοριστική, γιατί μου μετέδωσε μια θεατρική ηθική, σεβασμό στους ανθρώπους, στους χώρους, στα αντικείμενα, σε κάθε λεπτομέρεια μιας παράστασης – μέχρι και στην παραμικρή καρφίτσα ενός κοστουμιού. Μου έμαθε πως ό,τι δεν κάνω εγώ, από αμέλεια ή τεμπελιά, κάποιος άλλος θα αναγκαστεί να το κάνει. Και αυτό δεν είναι αποδεκτό. Γιατί το θέατρο είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, και αυτή την υπόσχεση δεν μπορείς να την προδώσεις στη ζωή, αν θέλεις να την υπερασπιστείς στη σκηνή. Αν κάνουμε θέατρο για να διευρύνουμε τον κύκλο της ανθρωπότητας, δεν μπορούμε στην καθημερινότητά μας να τον συρρικνώνουμε ξανά με ασέβεια, βιαιότητα ή αδιαφορία.
Στο τέλος της περιοδείας των «Πυρκαγιών», η Αντρέ – ήταν τότε 73 ετών – μου είπε: «Για τα 80ά μου γενέθλια θα ήθελα να μου γράψεις έναν μονόλογο». Αρχισα σχεδόν αμέσως να γράφω, και εμφανίστηκε μια φράση που με συγκλόνισε: «Εκανα τόσο πολύ έρωτα, μου άρεσε τόσο πολύ. Δεν ήξερα ότι γινόμουν η πουτάνα που θα γινόμουν».
Υπήρχε μια ένταση σ’ αυτή τη φράση, μια αντίφαση, ένα ρήγμα. Από αυτό το ρήγμα ξεπήδησε μια εικόνα: ένα μακελειό. Δεκαοχτώ παιδιά κατασπαραγμένα. Εκεί μετατοπίστηκε το έργο, μετατράπηκε στην αφήγηση μιας γυναίκας που υπήρξε μάρτυρας και κατά κάποιον τρόπο συνένοχη μιας σφαγής.
Τη φαντάστηκα μόνη, καθισμένη σ’ ένα άδειο παιδικό δωμάτιο, να διηγείται τη φρίκη αυτή και στο τέλος να λέει στο απόν παιδί: «Νομίζω πως ήρθαν όλοι». Σηκώνεται και ανοίγει μια πόρτα. Και εκεί, σ’ ένα άλλο δωμάτιο, ένα πλήθος: δεκαοχτώ παιδιά με τις οικογένειές τους, συγκεντρωμένοι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι.
Η ελευθερία του πλαισίου
Στον Ορκο της Ευρώπης όλα συνέβησαν κάπως τυχαία. Το θέατρο υπάρχει στο παρόν. Και η συνθήκη της Επιδαύρου, με τις ιδιαιτερότητές της, μου έδωσε παραδόξως τεράστια ελευθερία:
Η παράσταση πρέπει να ξεκινήσει στις 21.00 και να διαρκέσει το πολύ 2 ώρες και 15 λεπτά, χωρίς διάλειμμα. Η σκηνή είναι τεράστια, χωρίς άμεσες εισόδους – χρειάζονται δύο λεπτά για να φτάσει ένας ηθοποιός στην ορχήστρα. Αρα δεν μπορούν να υπάρχουν πολλές είσοδοι, έξοδοι, αντικείμενα. Ετσι, όλοι παραμένουν στη σκηνή. Ο χρόνος και οι εποχές συγχωνεύονται.
Ο χρόνος, ο χώρος, η φόρμα: όλα γεννήθηκαν από τις πραγματικές ανάγκες. Και η γραφή ακολούθησε: έγραφα σαν να γύριζα ταινία, τη μια σκηνή μετά την άλλη, χωρίς να σκέφτομαι τη δομή. Στις πρόβες άρχισα το μοντάζ. Εμπειρικά.
Το νήμα της Ευρώπης
Η Ευρώπη είναι πριγκίπισσα της Φοινίκης. Ερχεται από την άλλη πλευρά, την Ανατολή. Είναι αδελφή, πρόγονος, κομμάτι μου. Την άρπαξαν. Κι αυτόν τον βίαιο αποχωρισμό τον βίωσα κι εγώ, παιδί στον Λίβανο. Εκείνη έπαιζε στην ακτή όταν την πήρε ο ταύρος. Εγώ, σε ένα δάσος, όταν μου είπαν πως εγκαταλείπουμε τα πάντα.
Αυτό που με συγκλονίζει είναι πως η Ευρώπη δεν επιστρέφει ποτέ. Σε αντίθεση με τόσους ήρωες, δεν έχει Οδύσσεια. Εξαφανίζεται και πάει στην Κρήτη, γεννά τον Μίνωα. Από αυτόν και την Πασιφάη γεννιέται ο Μινώταυρος.
Η Ευρώπη είναι η απαρχή μιας γενεαλογίας γεμάτης τέρατα, κατάρες, αγχόνες. Αριάδνη, Φαίδρα, Ιοκάστη, Αντιγόνη – όλες δεμένες με το ίδιο νήμα: του λαβύρινθου, της μοίρας, της τραγωδίας. Ενα νήμα που ίσως σήμερα πρέπει να μάθουμε να κόβουμε ή να ξαναράβουμε. Η Ευρώπη με συγκινεί γιατί ενσαρκώνει αυτή τη διπλή ταυτότητα – Ανατολή και Δύση. Οπως και ο Κάδμος, που την αναζητά και ιδρύει τη Θήβα. Από το ένα έργο στο άλλο, κι εγώ μοιάζει να αναζητώ κάτι χαμένο.
Η γραφή ως τύφλωση
Δεν προσπαθώ να συνδέσω άμεσα το έργο με την ευρωπαϊκή επικαιρότητα. Δεν είναι αυτός ο ρόλος μου. Ο ρόλος μου είναι στο θέατρο. Να επικεντρωθώ στο ασήμαντο μιας αφήγησης, σ’ αυτήν τη μητέρα που μιλά στο παιδί που η ίδια κάποτε υπήρξε. Κάποιοι ίσως δουν μέσα σε αυτό μια αλληγορία. Αυτό όμως δεν με αφορά και θεωρώ ότι είναι καλύτερα έτσι. Γιατί η γραφή είναι τύφλωση, είναι κατάδυση μέσα σε έναν κόσμο που σε συνεπαίρνει.
Να μην ορίζεις
Στον Ορκο της Ευρώπης, δεν κατονομάζω κανέναν τόπο. Γιατί ονομάζοντας, ορίζεις. Καταδικάζεις. Αν πεις πού έγινε μια σφαγή, είναι σαν να λες ποιος την έκανε. Ομως δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Η βία σήμερα είναι διάχυτη, παντού και πουθενά. Δεν περιορίζεται σε σύνορα, έθνη ή γλώσσες. Οπως η Ευρώπη, κληρονόμος και θύμα, έτσι κι εμείς ίσως είμαστε απόγονοι και των θυμάτων και των θυτών. Κανείς δεν είναι άμοιρος αυτής της ιστορίας.
Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στις Charlotte Farcet και Fanély Thirion από το Théâtre National de la Colline στις 17 Ιουνίου 2025.







