Εκείνο το καλοκαίρι η ζέστη είχε παραμορφώσει τη ζωή. Τα μεσημέρια διαρκούσαν ολόκληρα χρόνια και κανένας δρόμος δεν ήταν ευθύς. Ολοι κύρτωναν προς τα πάνω, μας οδηγούσαν πιο κοντά στον ήλιο, πιο κοντά στην ανάφλεξη που, από ένα σημείο και μετά, την επιζητούσες σαν πραγματική λύτρωση.

Στο πατρικό μου σπίτι, ωστόσο, η μαμά φρόντιζε το κλιματιστικό και οι ανεμιστήρες να λειτουργούν όλη μέρα και να μη μαγειρεύει τηγανητά και βαριά φαγητά. Ο πατέρας της – ο παππούς μου –, 102 χρόνων, είχε σταματήσει να τρώει έναν μήνα τώρα και κοιμόταν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Δεν είχε καμιά ελπίδα να νικήσει τον θάνατο, αφού ήταν φυσιολογικός και οι κανόνες του άβατοι. Είχε φτάσει η ώρα, το ξέραμε. Δεν χρειαζόταν γιατρός να το επιβεβαιώσει, ούτε υπήρχε καμιά αγωνία να τον τρέξουμε στο νοσοκομείο. Ηταν ένας γερασμένος άνθρωπος που έμοιαζε με οτιδήποτε γερασμένο είχα δει έως τότε στη ζωή μου, είτε δέντρο είτε ζώο είτε σπίτι.

Υπάρχει ομορφιά στον θάνατο. Οταν έρχεται φυσικά, στην ώρα του και χωρίς πόνο. Μοιάζει με κίτρινο λουλούδι πάνω σε μια πέτρα που επιπλέει στη μέση του ωκεανού. Και δεν είναι ο θάνατος που έρχεται και σε παίρνει τελικά, αλλά η ζωή. Η ζωή του ήταν εκείνη που γέμιζε το δωμάτιο ως απάνω. Με το ζόρι χωρούσαμε εμείς. Είχαμε στριμωχτεί ανάμεσα στα εκατό χρόνια αναμνήσεων που ολοένα και πλήθαιναν από τις διηγήσεις των περαστικών επισκεπτών. Ηταν γαλήνιες μέρες, ιερές· ο καθένας είχε και από μία ωραία ιστορία να πει, δοκίμαζε τον ελληνικό του καφέ ήσυχα και στο τέλος έφευγε με ένα δάκρυ και με ένα χαμόγελο. Εμαθα τον παππού μου λίγο καλύτερα και πρόλαβα να τον κοιτάξω διαφορετικά.

Δύο ιστορίες από αυτές θα πω. Μια αστεία και μια πικρή. Και οι δύο έχουν έναν σκοπό.

Η αστεία ιστορία ξεκινάει με τον παππού να ανοίγει το πρώτο σινεμά στα Ανώγεια της Κρήτης. Το είχε δει στην Αθήνα και τον είχε θαμπώσει. Βρήκε, λοιπόν, τρόπο και το έφερε στο χωριό του. Το ονόμασε «Σινέ Ρεξ» και έπαιζε ελληνικές ταινίες και ταινίες γουέστερν. Εκεί, λοιπόν, τα χρόνια μεγάλης φτώχειας, τα παιδιά δεν είχαν τις δύο δραχμές που έκανε το εισιτήριο. Κι όμως, περίμεναν τις Κυριακές τα απογεύματα απέξω με μία δραχμή στην παλάμη, προσπαθώντας να βρουν μια λύση, την οποία με τα πολλά την έδινε πάντα ο παππούς μου. Τους έλεγε με κρυφό χαμόγελο ότι «μπορείτε να μπείτε με μία δραχμή, αλλά θα δείτε την ταινία με το ένα μάτι. Το άλλο θα είναι κλειστό. Δεν θα με κλέψετε εσείς».

Τα παιδιά ψάρωναν, δεχόντουσαν και τον άκουγαν, ωστόσο κουράζονταν στα μισά της ταινίας και κατέβαζαν το χέρι. Ο παππούς μου, όποτε είχε όρεξη, τους έριχνε αυστηρό βλέμμα μέσα στο σκοτάδι και τα παιδιά, τρομοκρατημένα, έκλειναν και πάλι το μάτι τους, αλλά από κάτω χαμογελούσαν. Χρόνια αργότερα, γέροι όλοι αυτοί, θα έπιναν στο όνομα του Ζαφειρογιώργη, που έκανε την τόσο δύσκολη ζωή τους κάπως ομορφότερη.

Στη δεύτερη ιστορία θα είμαι πιο σύντομος γιατί με πληγώνει· ο παππούς μου, με το που γύρισε στη Κρήτη από τον Εμφύλιο Πόλεμο, τον ενημέρωσαν για τα τραγικά νέα: η μάνα του, η Πελαγία, είχε πεθάνει μόλις την προηγούμενη μέρα και είχαν προλάβει να τη θάψουν κιόλας. Ενα καταραμένο γράμμα από το μέτωπο που είχε φτάσει στο χωριό λίγες εβδομάδες πριν, υπονοούσε πως ο γιος της σκοτώθηκε και εκείνη, από τον μεγάλο καημό, δεν άντεξε. Δεν την πρόλαβε πραγματικά για μια μέρα. Ο παππούς μου ήταν τότε 27 ετών.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες έτσι με τον παππού μου στο κρεβάτι. Η φλόγα τρεμόπαιζε και είχαμε ετοιμαστεί. Κυρίως η μαμά μου, που τον πρόσεχε σαν τα μάτια της τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του. Του είχε τοποθετήσει ένα οξυγονόμετρο στο δάχτυλο και το οξυγόνο ολοένα και έπεφτε. Η φλόγα χρειάζεται οξυγόνο και εκείνος δεν είχε άλλο. Δυο μέρες πριν, το βράδυ, τον φίλησε στο μέτωπο με τρία φιλιά και εκείνος δεν αντέδρασε. Η μαμά μου του έδωσε άλλα χίλια φιλιά, και από το υπερπέραν, με τις ελάχιστες δυνάμεις του, ο πατέρας της με ένα ψίθυρο της έδωσε την ευχή του.

Την τελευταία μέρα, ο παππούς αναζήτησε τη μαμά του. Είχε ζήσει περίπου εβδομήντα χρόνια χωρίς αυτήν κι όμως, στο τέλος της ζωής του, στην τελευταία μέρα του, ζητούσε εκείνη. Ο παππούς πέθανε στις 30 Αυγούστου. Ο μετρητής στο οξυγονόμετρο έπεσε κάτω από το 65 και μετά σταμάτησε να δείχνει το οτιδήποτε.

Κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ξανά.

Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, έμαθα αυτό: πως ο άνθρωπος γεννιέται παιδί και πεθαίνει σαν παιδί. Το ενδιάμεσο είναι μια αγχωτική στάση. Ισα να δεις πώς είναι να είσαι μεγάλος, για να θες πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη φόρα να γυρίσεις πίσω. Πίσω εκεί που ανήκεις. Σε αυτό που γεννήθηκες, στον εαυτό σου.