Η μεγάλη εκλογική νίκη της ΝΔ το 2023, η παράλληλη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική και εκλογική αδυναμία του (μνημονιακού) ΠΑΣΟΚ φάνηκε να εγκαινιάζουν μια πρωτόγνωρη συνθήκη για το κομματικό σύστημα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας γύρω από την προοπτική οικοδόμησης κομματικού συστήματος με κυρίαρχο κόμμα (ΝΔ) καθώς καλλιεργήθηκαν (βάσιμες) προσδοκίες για τρίτη συνεχόμενη τετραετία. Ωστόσο πολύ γρήγορα η ΝΔ ήρθε αντιμέτωπη με μια σειρά αντιφάσεων: την απροθυμία της να αντιμετωπίσει τα Τέμπη, τα καρτέλ στην οικονομία, στην ενέργεια και τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Το δόγμα «Νόμος και Τάξη», οι παρακολουθήσεις / υποκλοπές και η αντισυνταγματική αλλαγή του άρθρου 16 για τη λειτουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σηματοδοτεί τη μη λειτουργία της συνταγματικής τάξης στη χώρα. Το θέμα του ΟΠΕΚΕΠΕ που έρχεται σε συνέχεια, επιβεβαιώνει τη συνολική τάση αμφισβήτησης / μειωμένης νομιμοποίησης του κομματικού συστήματος όπως χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη αποχή στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και για την Περιφερειακή και Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Η συγκεκριμένη τάση, χαρακτηριστικό των κομματικών συστημάτων στη Δυτική Ευρώπη ήδη από τη δεκαετία του 1980 με βασικά χαρακτηριστικά τη μείωση του αριθμού των οργανωμένων μελών στα κόμματα, τη μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας στα συνδικάτα και την αύξηση της αποχής στις εκλογές, χαρακτηρίζει την ελληνική περίπτωση από τις εκλογές του «καναπέ» (1996), τις πρακτικές του ανοιχτού κόμματος του ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου (2004) και εντείνεται την περίοδο των μνημονίων. Τα πολιτικά κόμματα απομακρύνονται από τη μαζική οργανωτική δομή, μειώνουν τις κοινωνικές τους αναφορές, υποβαθμίζουν την κομματική οργάνωση στον σχεδιασμό, την υλοποίηση της πολιτικής, στην παραγωγή πολιτικού προσωπικού, στην πολιτική κινητοποίηση και σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, μειώνουν τις πιθανότητες για την πολιτική και εκλογική τους συνέχεια. Ετσι, στη συγκυρία, βαθαίνει η κρίση εκπροσώπησης καθώς ούτε η ΝΔ, αλλά ούτε και τα υπόλοιπα κόμματα φαίνεται ότι μπορούν να εκφράσουν αποτελεσματικά τα κοινωνικά αιτήματα. Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται κινητικότητα από τους Αλ. Τσίπρα και Αντ. Σαμαρά για τη δημιουργία κινήσεων/κομμάτων (;) με σκοπό τη δημιουργία εναλλακτικών πόλων που θα αμφισβητήσουν την εκλογική κυριαρχία της ΝΔ. Ωστόσο εγείρονται αμφιβολίες κατά πόσο οι κινήσεις αυτές θα προσδώσουν διέξοδο καθώς το ζήτημα είναι βαθύτερο που αφορά στη συνολική κρίση (οικονομική, πολιτική, θεσμική) που βιώνει η χώρα, καθώς η επαγγελία της «κανονικότητας» από τη ΝΔ δεν ήταν παρά μια προσδοκία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Αντίθετα, η πίεση που δέχονται οι ισχυρές χώρες της ΕΕ και το νέο διεθνοπολιτικό σκηνικό και λόγω της εκλογής του Ντ. Τραμπ (επιβολή δασμών, αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ) φαίνεται πως θα οδηγήσει σε νέες αναδιαρθρώσεις όπως αποτυπώνονται στις εκθέσεις των Ενρ. Λέτα και M. Ντράγκι με έμφαση τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές των επιχειρήσεων. Σε μια οικονομία έντασης εργασίας όπως η ελληνική, με το μεγαλύτερο μέρος των υποδομών ήδη εκτός ελληνικών συμφερόντων (αεροδρόμια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, λιμάνια), υπάρχει ορατός κίνδυνος η συγκεκριμένη τάση να επεκταθεί και σε άλλους τομείς (Τύπος, τράπεζες, ναυτιλία) με αποτέλεσμα σε συνδυασμό με τις ήδη χαμηλές αμοιβές και τη χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων να υπάρχει συνολικός κίνδυνος για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Και σε αυτή την προοπτική, η σημερινή πολιτική ελίτ εμφανίζεται μυωπική και ανίκανη να προσφέρει πειστικές απαντήσεις.







