Ενα παζλ από 30 αρχαίες πήλινες πινακίδες γραμμένες σε σφηνοειδή γραφή. Ενα χαμένο αριστούργημα της µεσοποταµιακής λογοτεχνίας που μαρτυρά μια κοινωνία που φροντίζει τους αδυνάτους και αποτελούσε διδακτέα ύλη. Ενα ποίημα που εντοπίστηκε, σύμφωνα με τον θρύλο, στην πόλη όπου ο Νώε είχε κρύψει έναν θησαυρό χειρογράφων μετά τον κατακλυσμό. Κι ένα αίνιγμα που λύνει από τα βάθη της Ιστορίας η τεχνητή νοημοσύνη.
Ο λόγος για τον ύμνο προς τον θεό Μαρδούκ, τον προστάτη της Βαβυλώνας, που εκτιμάται ότι γράφτηκε πριν από τον 13ο αι. π.Χ., δηλαδή πριν από την έναρξη του Τρωικού Πολέμου.
Το ποίημα χάθηκε μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τον Αλέξανδρο το 331 π.Χ., όμως πολλά αποσπάσματά του εντοπίστηκαν σε πήλινες πινακίδες που χρονολογούνται πριν από 21 αιώνες στις ανασκαφές της αρχαίας Σιπάρ, περίπου 60 χλμ. βορείως της Βαβυλώνας – εκεί όπου λέγεται πως είχε κρύψει πολύτιμα χειρόγραφα ο Νώε.
Οι πινακίδες αυτές, που φαίνεται πως είχαν καταγεγραμμένο το ποίημα, καθώς αποτελούσε διδακτέα ύλη για τους γραφείς της εποχής, ψηφιοποιήθηκαν και το περιεχόμενό τους διαβάστηκε με τη βοήθεια αλγορίθμων από ερευνητές του Πανεπιστημίου Λούντβιχ Μαξιμίλιαν του Μονάχου και του Πανεπιστημίου της Βαγδάτης. Με αποτέλεσμα ο Υμνος στον Μαρδούκ να έχει αποκατασταθεί κατά τα δύο τρίτα της αρχικής του έκτασης, η οποία εκτιμάται ότι αριθμούσε περί τους 250 στίχους.
Καταιγισμός εγκωμίων
Το ποίημα ξεκινά με έναν καταιγισμό εγκωμίων προς τον Μαρδούκ που χαρακτηρίζεται «λαμπερός πυρσός των μεγάλων θεών» και «αρχιτέκτονας του σύμπαντος», που δαμάζει τις μεγάλες πλημμύρες και φέρνει ζωή στις πεδιάδες του Ευφράτη. Περιγράφει τις ανοιξιάτικες πλημμύρες με εντυπωσιακή ζωντάνια, γεγονός που θεωρείται ενδιαφέρον, καθώς οι βαβυλώνιοι ποιητές σπανίως αφιέρωναν χώρο για τα θαύματα της φύσης στα έργα τους. Σε άλλο σημείο του ύμνου η Βαβυλώνα περιγράφεται ως υπόδειγμα σχεδόν «σοσιαλδημοκρατικής» αρετής: «Τους ξένους δεν τους ταπεινώνουν. Τον ταπεινό τον προστατεύουν, τον αδύναμο τον στηρίζουν. Υπό τη φροντίδα τους, ο φτωχός και ο άπορος μπορούν να ευδοκιμήσουν. Στο ορφανό προσφέρουν παρηγοριά και εύνοια» λέει ο καθηγητής Αρχαίων Ανατολικών Γλωσσών στο γερμανικό πανεπιστήμιο, Ενρίκε Χιμένεθ, που δημοσίευσε το περιεχόμενο των πινακίδων μαζί με τον ιρακινό συνάδελφό του Ανμάρ Φαντχιλ στην επιστημονική επιθεώρηση «Iraq».
«Ελάχιστα κείµενα µπορούν να χαρακτηριστούν “κλασικά” µε την έννοια της ευρείας χρήσης τους στην εκπαίδευση. Ηταν ουσιαστικά εργαλεία διδασκαλίας ή ακόµα και ιδεολογικής κατήχησης» επισηµαίνει ο Χιµένεθ. Και υποστηρίζει ότι η επιµεληµένα δοµηµένη µορφή του ύµνου υποδεικνύει έναν και µόνο συγγραφέα, σε αντίθεση µε το Επος του Γκιλγκαµές που αποτελεί σύνθεση πολλών παραδόσεων.







