Μακριά από τις προθέσεις της κυβέρνησης φαίνεται να είναι η υιοθέτηση ενός φόρου τύπου «fat tax». H πρόσφατη πρόταση του ΟΟΣΑ, που εκτιμά ότι η Ελλάδα έχει περιθώριο να αυξήσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα παχυντικά τρόφιμα (με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι) – εκτός από τον ΕΦΚ στα τσιγάρα και το αλκοόλ – δεν βρίσκει ευήκοα ώτα, ενώ προκαλεί αμηχανία και στις επιχειρήσεις, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν προχωρήσει δυναμικά στην παραγωγή τροφίμων και αναψυκτικών με λιγότερη ή καθόλου ζάχαρη ή αλάτι. Μάλιστα, οι επιχειρηματίες επικαλούνται ως αντίλογο το γεγονός ότι η η επιβολή ΕΦΚ στα καπνικά και στα αλκοολούχα δεν μείωσε στην πραγματικότητα την κατανάλωση των προϊόντων αυτών, καθώς αποτέλεσε κίνητρο για παρεμπόριο προϊόντων ακόμα και αμφιβόλου ποιότητος από γειτονικές χώρες και έστρεψε σημαντικό μέρος των καταναλωτών σε παράνομα είδη.  Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ακόμη και εάν η επιβολή ενός τέτοιου φόρου συνοδευόταν με τη μείωση άλλων, όπως ο ΦΠΑ και ο ΕΦΚ σε άλλα προϊόντα, οι ανατιμήσεις στην αγορά θα ήταν σημαντικές. Κι αυτό διότι συστατικά όπως το αλάτι και η ζάχαρη βρίσκονται στο μεγαλύτερο ποσοστό των τυποποιημένων τροφίμων και επομένως η στοχοποίηση κάποιων συγκεκριμένων κατηγοριών – για παράδειγμα αναψυκτικά ή σνακ – θα προκαλούσε προβλήματα στη βιομηχανία, η οποία δραστηριοποιείται με παραγωγικές μονάδες και στην Ελλάδα. Αντ’ αυτού, μια ιδέα που υπάρχει και συζητείται διεθνώς, σύμφωνα με ανθρώπους της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών, είναι αντί για την επιβολή κάποιου νέου φόρου, η παροχή κινήτρων ή ακόμα και η μείωση της φορολογίας κάποιων κατηγοριών προϊόντων που θεωρούνται πιο υγιεινά, ώστε αυτό να δώσει ώθηση προς τη βιομηχανία για ανάπτυξη και παραγωγή τους.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ