«Στις 21.12.1982 πέθανε ξαφνικά ο ακαδημαϊκός Λίνος Πολίτης, καθηγητής κάποτε της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Όταν, το 1948, ήρθε ο Πολίτης στο Πανεπιστήμιο, εγώ βρισκόμουν στο δεύτερο έτος της Φιλολογίας και υπήρξα έτσι από τους πρώτους φοιτητές του και ο πρώτος μάλλον που τον απασχόλησε με χειρόγραφά του. Ο Πολίτης μου μίλησε γι’ αυτά γρήγορα και ευγενικά. Έβρισκε πολύ καλά τα ποιήματά μου. Τη μεγάλη χαρά μου την εμπιστεύτηκα αμέσως σε ένα δηλητηριώδη «φίλο» ποιητή, ονόματι Λάκη ή Ντίνο και αυτός αμέσως με ζεμάτισε, μειώνοντας όσο μπορούσε τον κριτή μου. Εγώ όμως συμπαθούσα και εκτιμούσα τον Πολίτη, γιατί εκτός των άλλων ήμουν περισσότερο από όλους τους φοιτητές κατατοπισμένος στην πνευματική προσφορά της οικογένειάς του, μα και του ίδιου, καθώς διάβαζα πάντοτε τα φιλολογικά άρθρα του, που δημοσίευε στο «Βήμα». Δεν ξέρω όμως τι μεσολάβησε και ο Πολίτης άρχισε ξαφνικά να μου φέρεται πολύ τυπικά και συστηματικά να με παραμερίζει. Κάποιοι διαβολείς θα είχαν βάλει την ουρά τους και δεν εννοώ μόνο την παραπάνω περίπτωση. Σχηματίστηκε γύρω από τον πολίτη ένας πυκνός κλοιός, από πρόσωπα που έκαναν αργότερα πανεπιστημιακή καριέρα – και πρόκοψαν! – κι εμείς μείναμε να κοιτάζουμε απέξω. Εγώ, πάντως εξακολούθησα να συμπαθώ τον Πολίτη μέχρι τέλος και αυτός να με κρατάει σε απόσταση, την οποία άλλωστε δεν προσπαθούσα  να υπερβώ. Είχα πολλά άλλα να κάνω. Η μόνη άλλη φορά που μου μίλησε για κείμενό μου, και μάλιστα με ενθουσιασμό, ήταν γι’ αυτό που έγραψα για τους πανεπιστημιακούς μου δασκάλους, με τίτλο «Επιχωμάτωση». Ίσως ήθελε κάτι να μου υποβάλλει. Πάντως, η πιο ευχάριστη ανάμνησή μου από τα φοιτητικά χρόνια είναι εκείνη που ανάγεται στην εποχή που ανεβάζαμε με σκηνοθεσία του Πολίτη την «Ερωφίλη». Οι πρόβες, καθώς και οι παραστάσεις, έγιναν στην αίθουσα θεάτρου, του Πειραματικού Σχολείου. Εγώ ήμουν ένα είδος βοηθός του και υποβολέας, γιατί το κείμενο ήταν μεγάλο, αν και το είχε κατά πολύ περικόψει. Υποβολέας νούμερο δύο ήταν η συνάδελφος Συραγιό Κοσμά. Όλα αυτά διαδραματίζονταν στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 1950. Ερωφίλη ήταν η Μάρω Στεφανίδου, κυρία Χρ. Φράγκου κατόπιν, Πανάρετος ο Γιώργος Πουκαμισάς, Καρπόφορος ο Απόστολος Μαλέγγος και Χάρος ο Δ Μαρωνίτης. Πίσω από μια τούλινη κουρτίνα, ο Χάρος μισοαόρατος έλεγε με μισοραγισμένη φωνή: «Εγώ μ’ εκείνος το λοιπό απ’ όλοι με μισούσι». Όποιος τον άκουγε ανατρίχιαζε. Εγώ, πάλι, χωμένος στο κουβούκλιο του υποβολέα τους ψιθύριζα όχι μόνο τα λόγια, μα και αστεία διάφορα, για να τους κάνω να γελάσουν πάνω στην πρόβα. Ευλογώ τη στιγμή που δέχτηκα την πρόταση αυτή. Έμαθα σαν κανένας παλιός Κρητικός, μεγάλο μέρος της Ερωφίλης απέξω. Την άλλη φορά, που έτυχα σ’ ένα κρητικό τραπέζωμα μαζί με τον Τσαρούχη, καταπλήξαμε τον κόσμο – ο Τσαρούχης, ο Αλέξης Σαββάκης και η αφεντιά μου- με τα αμέτρητα αποσπάσματα που απαγγείλαμε από την Ερωφίλη και τον Ερωτόκριτο. Ο Τσαρούχης ήταν τότε ο σκηνογράφος και ενδυματολόγος μας – φίλος πολύ του Λ. Πολίτη – κι έτσι τον πρωτοείδα. Τον θυμάμαι σαν τώρα απάνω στη σκηνή του Πειραματικού να κόβει, και μάλιστα με τα δόντια και τα χέρια, τα πανιά για τα κουστούμια με μια γρηγοράδα και μαεστρία, που με άφησε κατάπληκτο. Εγώ που ήξερα από κόψιμο και πρόβες, γιατί η μητέρα μου ήταν μοδίστρα καλή, έμεινα άναυδος από την μαεστρία και την ευστοχία με την οποία ο Τσαρούχης σχημάτιζε πάνω στο σώμα το θεατρικό φόρεμα. Ο Τσαρούχης πρέπει να ήταν τότε σαράντα χρονώ και είχε πολλή λάμψη. Εγώ δεν ήμουν ανίδεος της ζωγραφικής του· είχα δει πίνακές του του σε μια περιοδεύουςα έκθεση -σπουδαία έκθεση!- που αν δεν κάνω λάθος λεγόταν «Ρόμβος» και τον εθαύμαζα. Ο Τσαρούχης μας έκανε τότε και τη μακέτα του προγράμματος και κάπου πρέπει να έχω το αντίτυπο που μου χάρισε στο τέλος ο Πολίτης με την αφιέρωση: «Του στυλοβάτη της παράστασης…». Αλλά ξεχάστηκα σε πράγματα παλιά. Τον καιρό που έλειπα στο στρατό, ο Πολίτης, μαζί με άλλους εκλεκτούς ανθρώπους, ίδρυσε την «Τέχνη». Τώρα, εκ των υστέρων παρατηρώ, ότι στο ιδρυτικό της «Τέχνης» δεν υπάρχει υπογραφή ούτε ενός λογοτέχνη της Θεσσαλονίκης, γιατί ο Πολίτης δεν τα είχε καλά μαζί τους, και ιδίως με τον Πέτρο Σπανδωνίδη, που ήταν αντίπαλος του Πολίτη στη νεοελληνική έδρα. Για την «Τέχνη» θα γράψω άλλοτε και διά μακρών – μου πέφτει λόγος για ο,τιδήποτε συνέβη στην Θεσσαλονίκη. Η στάση μου θα είναι κριτική μα και σεβασμού για το έργο. Δεν ξέρω από αδικίες, τουλάχιστον ακούσιες, εγώ. Για τον Λίνο Πολίτη θα μπορούσε να γράψει κανείς, παραμερίζοντας τις όποιες πικρίες του, ότι ήταν άνθρωπος με πολυμέρεια, κρίση, μεθοδικότητα και προπαντώς ποιότητα. Τον έκλαψαν, ευτυχώς, οι μαθητές του και ιδιαίτερα ο Πάνος Πίστας. Και του Δ. Μαρωνίτη το άρθρο στο «Βήμα», μολονότι μελό, είχε κάποια συγκίνηση. Υπήρξε, λέει, ο σπουδαιότερος δάσκαλός του. Κι ετσι μάθαμε ότι δάσκαλός του ήταν ο Λίνος Πολίτης και όχι ο Ι.Θ. Κακριδής, που τον πήρε από βοηθό και μέσα από διάφορα απρόοπτα τον έκανε καθηγητή».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ