«Στην περίπτωση που οι κατηγορίες αποδειχθούν αληθείς, τότε ο άνθρωπος τον οποίο η Ευρώπη ετοιμάζεται να ανακηρύξει εταίρο της θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ένας διακινητής.

Σε αυτή την περίπτωση, η τραγωδία με τους πρόσφυγες στη Μεσόγειο θα εξέθετε περαιτέρω τις αδυναμίες της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής: η ΕΕ βασίζεται ολοένα περισσότερο σε αμφισβητούμενους εταίρους – και, ενίοτε, σε εγκληματικές δυνάμεις οι οποίες επιδιώκουν να αποκομίσουν διπλό κέρδος».

Το παραπάνω σχόλιο ανήκει στο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», δημοσιογράφοι του οποίου, μαζί με συναδέλφους τους από την ισπανική «Εl Pais» και τα δίκτυα Lighthouse Reports, Reporters United, Monitor και SIRAJ, ερεύνησαν διεξοδικά τα δεδομένα που αφορούν το ναυάγιο της 14ης Ιουνίου στην περιοχή της Πύλου στο οποίο, όπως όλα δείχνουν, έχασαν τη ζωή τους περίπου 600 άνθρωποι.

Ακολουθώντας το νήμα των γεγονότων και τις μαρτυρίες επιζώντων και άλλων ανθρώπων με άμεση γνώση της κατάστασης, οδηγήθηκαν στην περιοχή της Ανατολικής Λιβύης – μαζί και την πόλη του Τομπρούκ, από όπου φέρεται ότι αναχώρησε το μοιραίο πλοίο «Αντριάνα» – και τον άνθρωπο ο οποίος τη διατηρεί ουσιαστικά υπό τον έλεγχό του: τον πολέμαρχο Χαλίφα Χαφτάρ.

«Τα ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πραγματικοί ένοχοι δεν κρατούνται σε κάποια ελληνική φυλακή, αλλά βρίσκονται κάπου στην Ανατολική Λιβύη», συνεχίζει το «Der Spiegel». Από την πλευρά της, η «Εl Pais» σημειώνει ότι «το ταξίδι της «Αντριάνα» δεν αποτέλεσε ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά έχει να κάνει με την ευημερούσα δραστηριότητα της διακίνησης προσφύγων και μεταναστών στην ανατολική ακτή της Λιβύης, ενώ εκείνοι οι οποίοι είναι υπεύθυνοι δρουν υπό την προστασία της οικογένειας του Χαφτάρ».

Ο Χαφτάρ και ο γιος του

Πράγματι, όπως προκύπτει από τη συγκεκριμένη έρευνα, το όνομα που αναφέρθηκε πιο συχνά στις συνεντεύξεις που πήραν οι δημοσιογράφοι από 17 επιζώντες του ναυαγίου στην Πύλο ήταν αυτό του Μοχάμεντ Σαάντ αλ-Κάσι.

Πρόκειται για μέλος της επίλεκτης ομάδας των βατραχανθρώπων του Χαφτάρ, της οποίας διοικητής φέρεται ότι είναι ένας συγγενής του πολέμαρχου, με το όνομα Μπαχάρ αλ-Ταουάτι. Μάλιστα, όλο το δίκτυο επιτηρείται και συντονίζεται από τον γιο του Χαφτάρ, Σαντάμ, ο οποίος και έχει τον τελευταίο και αποφασιστικό λόγο στις επιχειρήσεις – διαχειριζόμενος, φυσικά, και τα χρήματα που συνδέονται και αυτές.

«Ο σημαντικός ρόλος τον οποίο διαδραματίζουν οι βατραχάνθρωποι είναι ότι κανένα πλοίο δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να προσεγγίσει τις ακτές της Λιβύης ούτε να αναχωρήσει από αυτές χωρίς να διαθέτει την έγκριση της συγκεκριμένης ομάδας και συνολικά του ναυτικού», προσθέτει η «Εl Pais», παραθέτοντας και τη δήλωση μιας από τις πηγές της στη Λιβύη: «Είτε είναι ο ίδιος ο Σαντάμ αυτός ο οποίος ηγείται της επιχείρησης είτε την έχει αναθέσει σε μια από τις ομάδες των βατραχανθρώπων του».

Κι όμως, είναι ο Χαλίφα Χαφτάρ αυτός ο οποίος έχει κατά καιρούς αποτελέσει και συνεχίζει να αποτελεί προνομιακό συνομιλητή αρκετών ευρωπαίων ηγετών, των οποίων βασικό μέλημα είναι οι «κολασμένοι» αυτού του κόσμου να μη φτάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η δραστηριότητά του είναι σε γενικές γραμμές γνωστή, αλλά και οι απάνθρωπες συνθήκες που ο ίδιος και οι πραιτωριανοί του επιβάλλουν σε χιλιάδες ανθρώπους, είτε στην περίπτωση που τους επιβιβάζουν σε καρυδότσουφλα για να περάσουν τη Μεσόγειο – πουλώντας τους «εισιτήρια του θανάτου», όπως πρόσφατα δήλωσε η αρμόδια επίτροπος, Ιλβα Γιόχανσον – είτε οδηγώντας τους διά της βίας πίσω στα σύνορα με την Αίγυπτο ή προς άλλες χώρες από τις οποίες έχουν προέλθει.

Ο ρόλος της Μελόνι

Δεν είναι τυχαίο, όπως θύμισε σε ρεπορτάζ του η βρετανική εφημερίδα «The Guardian» στις 15 Ιουνίου, ότι η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, είχε προσκαλέσει τον Χαφτάρ στη Ρώμη στις 4 Μαΐου, για να συζητήσει μαζί του τον περιορισμό των ροών προς τις ακτές της χώρας, με αντάλλαγμα επενδύσεις στο ανατολικό τμήμα της Λιβύης – πρακτικά, δηλαδή, με χρήμα που θα ελέγχεται και θα μοιράζεται από αυτόν. Φαίνεται, μάλιστα, πως ο ίδιος επιχείρησε να «τιμήσει» τον λόγο που έδωσε στη Μελόνι, καθώς από τις αρχές Ιουνίου επέβαλε προσωρινή απαγόρευση κυκλοφορίας και αυστηρούς ελέγχους, ειδικά κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Πρακτικά, επρόκειτο για ένα πογκρόμ εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων, που συνοδεύτηκε από χρήση εκτεταμένης βίας, έτσι ώστε να σταλεί το μήνυμα προς την άλλη πλευρά της Μεσογείου ότι τα συμφωνηθέντα τηρούνται. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε έφτασε σε τέτοιο βαθμό ώστε η αντιπροσωπεία των Ηνωμένων Εθνών στη Λιβύη κατήγγειλε περιπτώσεις παιδιών και εγκύων που στοιβάζονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και για έκρηξη των μηνυμάτων μίσους απέναντι σε αλλοδαπούς στα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ακόμη κι έτσι, πάντως, η κερδοφόρος επιχείρηση της διακίνησης ανθρώπων δεν σταμάτησε. Το αποδεικνύει, άλλωστε, το γεγονός ότι η «Αντριάνα» σάλπαρε από το Τομπρούκ λίγες ημέρες μετά την επιβολή των έκτακτων μέτρων από τις δυνάμεις του Χαφτάρ – για να οδηγήσει τους επιβαίνοντες στον υγρό τάφο τους. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, τα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβληθεί να αύξησαν και την «ταρίφα» για το ταξίδι – άρα και το περιθώριο κέρδους για το δίκτυο και τον επικεφαλής του.

Η ΕΕ και η Λιβύη

Στο μεταξύ, όσον αφορά την ΕΕ, κατανοεί ότι όσο δεν υπάρχει ένα ενιαίο κέντρο εξουσίας στη Λιβύη – κάτι που δεν συμβαίνει μετά την ανατροπή του καθεστώτος του Μουαμάρ Καντάφι, στην οποία η ίδια πρωταγωνίστησε πολιτικά και στρατιωτικά – οι όποιες προσπάθειες να καταλήξει σε μια συμφωνία παρόμοια με εκείνη που έχει υπογράψει με την Τουρκία το 2016 και συνήψε με την Τυνησία πριν από μερικές ημέρες (με πρωτοβουλία της Μελόνι) θα πέσουν στο κενό.

Οι πιθανότητες δε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ναυαγούν διαρκώς, καθώς αποτυγχάνουν η μία μετά την άλλη οι απόπειρες διεξαγωγής εκλογών σε πανεθνικό επίπεδο, με σύστημα και υποψηφίους κοινά αποδεκτούς.

Σε αυτό δε το φόντο, είναι φανερό ότι για τους πρόσφυγες και μετανάστες που επιλέγουν τη Λιβύη ως τον τελευταίο σταθμό πριν από το «άλμα» προς την Ευρώπη (λογικά, καθώς οι ακτές της απέχουν μόλις 150 χιλιόμετρα από τις αντίστοιχες ιταλικές), ισχύει το ρητό «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».

Εάν μείνουν στις χώρες τους ή επαναπατριστούν βιαίως προς αυτές, θα βρεθούν πάλι αντιμέτωποι με τις αιτίες που τους ανάγκασαν να φύγουν – φτώχεια, πολέμους, αντιδραστικές κοινωνικές συνθήκες, κλιματική αλλαγή.

Εάν παραμείνουν στη Λιβύη, στο πλαίσιο μιας μελλοντικής συμφωνίας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι σύντομα θα διαπιστώσουν πως η κατάσταση εκεί είναι ακόμη χειρότερη. Εάν, τέλος, καταφέρουν να επιβιβαστούν σε ένα πλοίο, θα τους κυνηγούν τα φαντάσματα των χιλιάδων που έχουν χάσει τη ζωή τους στη Μεσόγειο πριν από αυτούς…