Κανένα άλλο έργο ποιητικής δεν συγκέντρωσε ανά τους αιώνες τόσο μεγάλο κριτικό, λογοτεχνικό και ερευνητικό ενδιαφέρον και δεν προκάλεσε τόσες ερμηνευτικές διαμάχες όσες το σωζόμενο πρώτο βιβλίο της αριστοτελικής «Ποιητικής». Το τοπίο της πρόσληψης της «Ποιητικής» στην αρχαιότητα είναι θολό. Σύμφωνα με τον D. W. Lucas, σαφής και απερίφραστη αναφορά στο αριστοτελικό έργο δεν απαντά πριν από τον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα. Ομως, υπήρξαν και συνεχίζουν να εμφανίζονται εισηγήσεις για πιθανές απηχήσεις του σε κριτικά και λογοτεχνικά κείμενα, και μάλιστα τα τελευταία χρόνια αποτελεί θέμα συζήτησης όσον αφορά το αρχαίο μυθιστόρημα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η παρακάτω παράγραφος στην αρχή του 8ου βιβλίου της «Καλλιρρόης» του Χαρίτωνα, που θεωρείται το πρώτο αρχαίο μυθιστόρημα: «Νομίζω ότι αυτό το τελευταίο βιβλίο θα προσφέρει στους αναγνώστες μου μέγιστη ευχαρίστηση [ήδιστον γενήσεσθαι], εφόσον ανακουφίζει [καθάρσιον γαρ εστι] από όλα τα δυσάρεστα συμβάντα που προηγήθηκαν». Με αφετηρία αυτό το χωρίο, ο Stephan Tilg υποστήριξε ότι ο Χαρίτωνας επινόησε το μυθιστοριογραφικό αίσιο τέλος, επανερμηνεύοντας τις αριστοτελικές έννοιες της τραγικής «ηδονής» και της «καθάρσεως», και ότι «ανέπτυξε την ιδέα και την πλοκή του μυθιστορήματος σε διάλογο, τουλάχιστον εν μέρει, με την “Ποιητική”».
Ο Αριστοτέλης προσέγγισε ολόπλευρα το δραματικό έργο, ως θέατρο και όχι απλώς ως κείμενο, και εξέθεσε, αναλυτικά ή συνοπτικά, κεντρικές θεατρικές παραμέτρους του. Παρόλο που η «Ars poetica» του Ορατίου επιβίωσε στον δυτικό Μεσαίωνα και κυκλοφορούσε ευρύτατα στην πρώιμη Αναγέννηση, η επανεμφάνιση της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη κατά την όψιμη και την ύστερη Αναγέννηση (το 1498 κυκλοφόρησε λατινική μετάφραση από τον Τζόρτζιο Βάλα, το 1508 τυπώθηκε το αρχαίο κείμενο από τον Αλδο Μανούτιο και το 1548 εκδόθηκαν τα σχόλια του Φραντσέσκο Ρομπορτέλο) προκάλεσε αληθινό σεισμό, αρχικά στην Ιταλία και αργότερα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Μετέβαλε ολοκληρωτικά το τοπίο όχι μόνον όσον αφορά τη δραματική αλλά γενικότερα τη λογοτεχνική κριτική, θεωρία και πράξη. Οι διαμάχες για τη συμβατότητά της με τη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής μαίνονται κατά τον 16ο αιώνα. Η «Ποιητική» αποτέλεσε το μέτρο αλλά και την προκρούστεια κλίνη της ποιητικής δημιουργίας. Μείζονος σημασίας για την Ιταλία είναι το γεγονός ότι o ίδιος συγγραφέας μπορεί να ασχολείται παράλληλα και συνδυαστικά και με την ποιητική θεωρία και με την ποιητική πράξη: παραφράζει και σχολιάζει τον Αριστοτέλη, εφαρμόζει την ερμηνεία του στα δράματα που γράφει, από τα οποία αντλεί παραδείγματα που εντάσσει στο θεωρητικό έργο του. Υπενθυμίζω ακόμη ότι το 1515, χάρη στην ανακάλυψη της αριστοτελικής «Ποιητικής» και την έκδοση των αρχαίων τραγικών, αναβιώνει η αρχαιοελληνική τραγωδία με τη «Sophonisba» του Τζιαν Τζιόρτζιο Τρίσινο. Η αριστοτελική «Ποιητική» γίνεται κορυφαίο έργο αναφοράς και για την επική ποίηση: για να γράψει την «Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» που είχε ως θέμα ένα ιστορικό γεγονός, ο Τορκουάτο Τάσο χρειάστηκε να ερμηνεύσει με ευέλικτο τρόπο την πασίγνωστη διάκριση του Αριστοτέλη ανάμεσα στην ποίηση και την ιστορία: «η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει».
Για την αριστοτελική ερμηνεία της
τραγικής ποίησης
Τα ερμηνευτικά θέματα που θέτει η μελέτη της αριστοτελικής «Ποιητικής» είναι πολλά και ποικίλα. Τα ανέδειξαν πρώτοι οι λόγιοι της Αναγέννησης και συνεχίζουν να μας απασχολούν πεντακόσια χρόνια αργότερα. Το 2001 ο Γ. Σ. δημοσίευσε από τις ΠΕΚ ένα σπουδαίο βιβλίο με τίτλο «Aristotle on the Function of Tragic Poetry». Το θέμα του ήταν «η σημασία και η κοινωνική λειτουργία της τραγικής ποίησης στην Αθήνα, όπως την αντελήφθη και την εξήγησε ο Αριστοτέλης». Η τραγωδία από τη γένεσή της, εξηγεί ο συγγραφέας, και για διάστημα περίπου δύο αιώνων υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με την αθηναϊκή δημοκρατία, σε αντίθεση με άλλα είδη (έπος, λυρική ποίηση) που είχαν πανελλήνιο χαρακτήρα. Αυτή ακριβώς η διάσταση της τραγωδίας επιβάλλει, κατά τον συγγραφέα, τη συνανάγνωση με το υπόλοιπο έργο του Σταγ(ε)ιρίτη και ειδικά με έργα που αφορούν την πολιτεία, τους θεσμούς και τη λειτουργία της, όπως είναι τα «Πολιτικά» και η «Ρητορική». Τη σύνδεση αυτή την υποδεικνύει άλλωστε ο ίδιος ο Αριστοτέλης: έννοιες και θέματα που μνημονεύονται σχεδόν αποφθεγματικά στην «Ποιητική» αναπτύσσονται σε άλλα έργα του φιλοσόφου ή εν πάση περιπτώσει γίνονται κατανοητά μέσω άλλων έργων του. Υπενθυμίζω ότι η «Ποιητική» είναι μεν συστηματική στη σύλληψή της αλλά όχι πλήρης στην ανάπτυξή της, εφόσον κατάγεται μάλλον από τις παραδόσεις του Αριστοτέλη στο Λύκειο και, λόγω της προφορικότητας, είναι αινιγματικά ελλειπτική σε κάποια σημεία.
Η λειτουργία
της μουσικής
στην πολιτεία και στην τραγική παράσταση
Περιορίζομαι σε ελάχιστες πτυχές της ερμηνευτικής οπτικής του βιβλίου. Η τραγωδία ορίζεται από τον Αριστοτέλη ως «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας μέγεθος εχούσης», δηλαδή ως «αναπαράσταση μιας πράξης σημαντικής και ολοκληρωμένης που έχει εύλογο μέγεθος». Ο φιλόσοφος διευκρινίζει ότι η εν λόγω «μίμησις» γίνεται «ηδυσμένω λόγω», εξηγεί ότι «ηδυσμένος» είναι ο λόγος που έχει «ρυθμόν και αρμονίαν», και παρακάτω υπογραμμίζει με έμφαση: «η μελοποιία μέγιστον των ηδυσμάτων». Ο όρος «ήδυσμα» δηλώνει «είδος σάλτσας με διάφορα καρυκεύματα», μεταφορά που οδήγησε τους μελετητές να υποβαθμίσουν το νόημα και τη σημασία του για την τραγική παράσταση. Σύμφωνα με τον Ηγήσανδρο όμως, χωρίς τα «ηδύσματα» το ίδιο το έδεσμα, κρέας ή ψάρι, χάνει τη γεύση του και είναι σαν να τρώγεται ωμό, ενώ σύμφωνα με τον Πλάτωνα, χωρίς μελωδία, ρυθμό και μέτρο δεν θα υπήρχε λυρική ποίηση.
Η μουσική που συνοδεύει την παράσταση της τραγωδίας δεν είναι λοιπόν κάτι διακοσμητικό, αφού άλλωστε ο ίδιος ο φιλόσοφος τη συμπεριέλαβε σε περίοπτη θέση στον ορισμό της τραγωδίας. Για να αναδείξει τη σημασία της θεατρικής μουσικής, ο Γ. Σ. προσφεύγει στο 8ο βιβλίο των «Πολιτικών» του Αριστοτέλη, όπου γίνεται αναλυτική συζήτηση για τη σημασία της μουσικής στην εκπαίδευση των νέων αλλά και γενικότερα. Η μουσική, γράφει ο Σταγ(ε)ιρίτης, έχει τη δύναμη να διαμορφώνει τον χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, πρέπει να αξιοποιηθεί στην εκπαίδευση των νέων. Η επίδραση της μουσικής οφείλεται στη μιμητική της ιδιότητα, καθώς έχει τη δυνατότητα να μιμείται κάθε είδους χαρακτήρα και να επηρεάζει την ψυχή μας ανάλογα.
Στο σημείο αυτό των «Πολιτικών» μνημονεύεται η συναισθηματική «κάθαρσις» την οποία επιφέρει η ακρόαση της μουσικής, όρος για τον οποίο ο Αριστοτέλης υπόσχεται να μιλήσει αναλυτικότερα στην «Ποιητική» του. Δυστυχώς όμως, εκεί μας παρέδωσε μόνο την αινιγματική διατύπωση με την οποία ολοκληρώνεται ο ορισμός της τραγωδίας: «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Ετσι κατέληξε να είναι ίσως ο πιο πολυσυζητημένος όρος σε ολόκληρη την αρχαία γραμματεία. Από τη συνανάγνωση της «Ποιητικής» με τα «Πολιτικά» συνάγεται ότι η μουσική επιτελεί λειτουργία ανάλογη προς αυτήν της τραγωδίας: και οι δύο μιμούνται ήθη, διεγείρουν συναισθήματα και προκαλούν ευχάριστη συναισθηματική ανακούφιση ενώπιον του ίδιου μεικτού κοινού, που αποτελείται από πολίτες της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η διαφορά έγκειται στο ότι η μουσική υποβάλλει συναισθήματα, ήθη και ψυχικές καταστάσεις, ενώ η τραγωδία αναπαριστά ολοκληρωμένες πράξεις και συμπεριφορές χαρακτήρων.
Τραγωδία και ρητορεία: συμπτώσεις και διαφορές
Μετά τα «Πολιτικά», όπου διαλαμβάνεται η διέγερση και η καθαρτική λειτουργία του «ελέους» και του «φόβου», ο Γ. Σ. προσφεύγει στη «Ρητορική» του Αριστοτέλη για να ερμηνεύσει την αξιολογική λειτουργία των ίδιων συναισθημάτων αναφορικά με τις αναπαριστώμενες πράξεις και τα ήθη των τραγικών ηρώων, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα στο συναίσθημα και την κρίση. Η ρητορεία ήταν ζωτικό και αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής και θεσμικής λειτουργίας της αθηναϊκής δημοκρατίας, όσον αφορά κυρίως τη συμβουλευτική και τη δικανική της διάσταση. Στη «Ρητορική» του ο Αριστοτέλης συνόψισε με τρόπο κλασικό τα μέσα πειθούς και ειδικότερα τις «έντεχνες πίστεις»: πώς δηλαδή ο ομιλητής γίνεται πειστικός και αξιόπιστος («ήθος»), πώς προδιαθέτει συναισθηματικά τον ακροατή («πάθος») και πώς επιχειρηματολογεί («λόγος»). Τον Γ. Σ. ενδιέφερε κυρίως ο δεύτερος παράγοντας. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η κρίση και η απόφαση δεν καθοδηγούνται μόνο από τη λογική αλλά και από τα συναισθήματα και συνεπώς ο ομιλητής οφείλει να τα διεγείρει κατά περίπτωση. Ο Γρηγόρης Σηφάκης μετέφερε και προσάρμοσε τα δεδομένα της αριστοτελικής «Ρητορικής» ως προς το στοιχείο του «πάθους» στο πεδίο της αριστοτελικής «Ποιητικής». Ας τον ακούσουμε να παραθέτει τα συμπεράσματά του:
«Οι θεατές μιας τραγωδίας, διαφορετικά από το ακροατήριο ενός συμβουλευτικού ή δικανικού λόγου, δεν ήσαν υποχρεωμένοι να σκεφτούν και να αποφασίσουν για δημόσια ζητήματα που αφορούσαν το παρόν ή το μέλλον της κοινότητας, αλλά εν πάση περιπτώσει καλούνταν να αναλογιστούν την αναπαράσταση “σπουδαίων, φοβερών και ελεεινών πράξεων”. Πώς θα μπορούσαν οι ακροατές να καταλάβουν το έγκλημα της Μήδειας, την απείθεια της Αντιγόνης, την αυτοκτονία του Αίαντα ή τη δύσκολη θέση του Οιδίποδα, αν δεν συμμετείχαν συναισθηματικά, αν δεν ταυτιζόντουσαν με τους τραγικούς ήρωες; Αυτή η εμπειρία είχε όμως το θετικό για τον ακροατή στοιχείο ότι η συναισθηματική διέγερση ελεγχόταν και μετριαζόταν από τους όρους της τραγικής μίμησης. […]. Η τραγωδία διεγείρει τον “έλεον” και τον “φόβον” καθώς καλεί τους θεατές να αναλογιστούν τη δύσκολη θέση των τραγικών ηρώων και να εξαγάγουν συμπεράσματα για τη συμπεριφορά τους. Οι θεατές συγκινούνται από την τραγική μίμηση και με τον τρόπο αυτόν διεισδύουν νοερά στους διαλογισμούς και τις επιλογές των τραγικών χαρακτήρων. Στο τέλος της παράστασης τη συναισθηματική διέγερση διαδέχεται η χαλάρωση και η ηρεμία, την οποία στηρίζει περαιτέρω η κατανόηση των λόγων, για τους οποίους τα υποκείμενα της τραγικής αναπαράστασης έδρασαν ή υπέφεραν κατά τον συγκεκριμένο τρόπο. Αυτή η αμφίπλευρη εμπειρία αποτελεί την “οικεία ηδονή της τραγωδίας”».
Ο Μιχαήλ Πασχάλης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας, Παν/μιο Κρήτης
- Θεσσαλονίκη: Ξεριζώθηκαν 28 δέντρα από τους θυελλώδεις ανέμους – Ζημιές σε ηλεκτροφόρα καλώδια
- Δήμος Αθηναίων: Έκτακτα μέτρα για την προστασία των ευάλωτων πολιτών από τις επερχόμενες χαμηλές θερμοκρασίες
- Ο Πούτιν χτίζει υπερπολυτελές μυστικό παλάτι 100 εκατ. λιρών στην κατεχόμενη Κριμαία – Περιέχει κρυοθάλαμο, επιχρυσωμένο μπάνιο







