Το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου δεν ήταν συγκυριακό. Η διαφορά των 21 μονάδων ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να προκαλεί διορθωτικά φαινόμενα στις δεύτερες κάλπες. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ δεν είναι πρόσκαιρη. Η δημοσκόπηση της GPO που τα αποτελέσματά της δημοσιεύουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» προαναγγέλλει μια εμφατική επικύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων σε δύο εβδομάδες. Ανάμεσα στο καθαρό σύνθημα της Νέας Δημοκρατίας για «σταθερότητα» και το θολό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ για «προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας», οι πολίτες δεν έχουν δίλημμα: σχεδόν ένας στους δύο (46,7%) επιθυμεί να αποκτήσει ο τόπος μια σταθερή αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κερδίζει το στοίχημά του: όχι μόνο δεν θα αναγκαστεί να οδηγήσει τη χώρα σε τρίτες εκλογές τον Αύγουστο, αλλά μπορεί να αυξήσει ακόμη περισσότερο το ποσοστό του κόμματός του. Υστερα λοιπόν από τη σύντομη παρένθεση της υπηρεσιακής κυβέρνησης, θα υπογράψει ένα νέο συμβόλαιο εμπιστοσύνης με τον λαό για την επόμενη τετραετία. Τις προκλήσεις τις γνωρίζει: το πεδίο που θα χρειαστεί τις ριζικότερες τομές είναι η υγεία – τα θλιβερά φαινόμενα των τελευταίων ημερών δεν πρέπει να επαναληφθούν. Οπως γνωρίζει και τους κινδύνους: όταν δεν υπάρχει αντίπαλος, η αλαζονεία παραμονεύει.

Ο Αλέξης Τσίπρας, από την πλευρά του, ετοιμάζεται να «κάνει ταμείο» στις 26 Ιουνίου με τους χειρότερους δυνατούς όρους. Οχι μόνο δεν «του βγήκε» η απλή αναλογική, όχι μόνο αρχίζει να αμφισβητείται ακόμη και η δεύτερη θέση του κόμματός του, αλλά κατρακυλάει και στον πίνακα της δημοτικότητας των πολιτικών αρχηγών. Το μήνυμα των πολιτών είναι ηχηρό: δεν θέλουν δημαγωγούς, αλλά μεταρρυθμιστές. Δεν ξεχνούν την πρόσφατη ιστορία. Δεν αντέχουν άλλη τοξικότητα. Και δεν είναι διατεθειμένοι να μπουν σε νέες περιπέτειες.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης, τέλος, θα κληθεί την επόμενη ημέρα να αποσαφηνίσει την ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ, οι ψηφοφόροι του οποίου εμφανίζονται να είναι τριχοτομημένοι στο θέμα των συνεργασιών. Διότι αν η μάχη για το πρόσωπο της Κεντροδεξιάς έχει πλέον κριθεί, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, η μάχη για την ηγεσία της Κεντροαριστεράς μόλις τώρα αρχίζει. Και θα είναι συναρπαστική.