Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η Δύση θα πρέπει να αλλάξει τον τρόπο προσέγγισης της Τουρκίας, μέσω ενός εποικοδομητικού διαλόγου για τα θέματα που την απασχολούν και να μην περιμένει πάντα ότι η Τουρκία πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τις δυτικές προτεραιότητες, δηλώνει στη συνέντευξή της στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» η Αλεξάνδρα ντε Χοπ Σχέφερ, ανώτερη αντιπρόεδρος του German Marshall Fund (GMF), την οποία συναντήσαμε στις Βρυξέλλες στο περιθώριο του Brussels Forum. Η γαλλίδα ειδικός στη γεωστρατηγική σημειώνει πάντως ότι ο Ερντογάν γνωρίζει καλά τη διπλωματία του εκβιασμού.
«Πρέπει να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που προσεγγίζουμε την Τουρκία. Να αναπτύξουμε εποικοδομητικό διάλογο στα θέματα που την απασχολούν, ασφάλεια, περιβάλλον, ενέργεια, να ακούσουμε τον προβληματισμό τους αντί να περιμένουμε πάντα η Τουρκία να ευθυγραμμίζεται με τις δυτικές προτεραιότητες» λέει η γαλλίδα ειδικός. «Η συνάντηση του G7 στη Χιροσίμα έκανε ένα μικρό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, όπου οι ηγέτες είπαν ότι θα στηρίξουν υποδομές σε αναπτυσσόμενες χώρες, θα χρηματοδοτήσουν τις προσπάθειές τους στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Υπάρχει αναγνώριση ότι πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο προσέγγισης χωρών, όπως είναι η Τουρκία, χωρών που θα ονομάζαμε swing states» επεξηγεί (σ.σ. σε ελεύθερη μετάφραση, αμφιταλαντευόμενες χώρες, όρος που χρησιμοποιείται για τις αμερικανικές Πολιτείες οι οποίες παίζουν ρόλο-κλειδί στην έκβαση των εκλογών).
«Για την Τουρκία δεν υπάρχει, όπως φαίνεται, προσδοκία αλλαγής ηγεσίας στις εκλογές της Κυριακής και ο Ερντογάν μπορεί να επανεκλεγεί, οπότε θα υπάρξει συνέχεια στην πολιτική. Αλλά ακόμη και χωρίς τον Ερντογάν θα υπάρξει συνέχεια όσον αφορά τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία έχει επιδείξει ηγετικό ρόλο στον πόλεμο της Ουκρανίας, κάτι έχουν παρακολουθήσει με προσοχή οι δυτικοί ηγέτες. Επαιξε ρόλο στη συμφωνία για τα σιτηρά. Εχει επίσης τη δυνατότητα, επειδή δεν συμμετέχει στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και έχει στρατηγικό ρόλο στη Μαύρη Θάλασσα, να παίξει ρόλο διαμεσολαβητικό στον ουκρανικό πόλεμο, κάτι που οι Δυτικοί θεωρούν θετικό σε μια εποχή που όλες οι διπλωματικές πρωτοβουλίες για την Ουκρανία είναι καλοδεχούμενες. Οπότε υπάρχει αλλαγή στη δυτική οπτική. Υπάρχει επίσης αναγνώριση στην Ουάσιγκτον και στην Ευρώπη ότι η Τουρκία είναι πολύ σημαντικός εταίρος λόγω της γεωστατικής της θέσης και έχει ρόλο να παίξει σε κρίσιμα ντοσιέ εξωτερικής πολιτικής. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είμαστε ευθυγραμμισμένοι σε αξίες, ούτε σε στρατηγικά συμφέροντα. Στο ΝΑΤΟ υπάρχει ακόμη η διαφωνία της Τουρκίας για την ένταξη της Σουηδίας και είναι κάτι που ασκεί πίεση στη σχέση της Συμμαχίας με την Τουρκία. Οπότε η πρόκληση είναι πώς κάνουμε διάλογο προσπαθώντας να βρούμε έναν τρόπο να κινηθούμε σε μια κατεύθυνση που δεν πάει σε διαφορετικές πορείες».
Κατά την ειδικό του GMF, «αν τελικά επανεκλεγεί ο Ερντογάν, το αποτέλεσμα θα επικυρώσει την εξουσία του. Αν θέλει να στείλει ένα θετικό μήνυμα εποικοδομητικής πρόθεσης, θα δεχθεί την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Η Τουρκία είναι μια χώρα που ασκεί στην πραγματικότητα στρατηγική αυτονομία εντός του ΝΑΤΟ, έναντι των ΗΠΑ, έναντι της ΕΕ. Θα πρέπει να δούμε αν ο Ερντογάν θα επιλέξει να είναι σκληρός ηγέτης ή θα κινηθεί εποικοδομητικά. Η σχέση εξαρτάται και από τις δύο πλευρές και θα πρέπει να υπάρχει στρατηγική ευελιξίας, να υπάρχουν ευέλικτα μοντέλα συνεργασίας. Η Τουρκία θέλει να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ σε ασφάλεια, άμυνα, στην προμήθεια των F16, την ίδια ώρα θέλει τους ρωσικούς S-300 και δέχεται πολλές κινεζικές επενδύσεις. Οι σχέσεις της Τουρκίας δεν είναι στατικές, είναι δυναμικές, μετακινούνται συνέχεια μεταξύ Ευρώπης, ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας και άλλων περιφερειακών παιχτών. Η δυναμική των σχέσεων είναι συναλλακτική, πραγματιστική και καιροσκοπική και αυτό πρέπει να το δεχτούμε και να το αντιμετωπίσουμε. Θα υπάρξει αντίσταση από την αμερικανική Γερουσία για τα F-16. Αν η Τουρκία θέλει να είναι εταίρος των ΗΠΑ, πρέπει να αλλάξει τις αποφάσεις για τους S-300, κάτι που δεν είναι διατεθειμένη να κάνει. Οπότε τίθεται το ερώτημα πώς διαχειριζόμαστε αυτά τα εμπόδια. Ο Ερντογάν έχει ταλέντο στην διπλωματία του εκβιασμού και είναι εξαιρετικά αποτελεσματική για αυτόν. Αναγκάζει την Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να παίζουν το παιχνίδι του, επειδή εξαρτόμαστε από την Τουρκία για τους σύρους πρόσφυγες, για την Ουκρανία, για τα κρίσιμα ζητήματα της περιοχής. Το περιθώριο ελιγμών είναι περιορισμένο με τον Ερντογάν και το γνωρίζει. Οταν οι Βρυξέλλες δηλώνουν ότι ο Ερντογάν δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο ίδιος απαντά λέγοντας ότι θα ανοίξει τα σύνορα και οι μετανάστες θα έρθουν στην Ευρώπη, κάτι που αφορά την Ελλάδα. Είναι αισθητή η πολύπλοκη αυτή σχέση στους κύκλους του ΝΑΤΟ. Οι αλληλεξαρτήσεις μας εργαλειοποιούνται όλο και περισσότερο και περιορίζουν τον διπλωματικό μας χώρο για ελιγμούς» λέει.
«Για την Ευρώπη, η Τουρκία παραμένει υποψήφια προς ένταξη χώρα, από την άλλη η απόσταση γίνεται μεγαλύτερη μεταξύ τους, αλλά παράλληλα έχουμε ισχυρή οικονομική και εμπορική σχέση. Οπως με την Κίνα, έτσι και με την Τουρκία υπάρχουν διαφωνίες, αλλά πρέπει να υπάρχει συνεργασία σε στρατηγικά ζητήματα όπου η Τουρκία μπορεί να παίξει ρόλο και όπου εμείς κάποιες φορές εξαρτόμαστε από αυτή. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Θα πρέπει να διευρύνουμε την ατζέντα όπου μπορούμε να συνεργαστούμε, όχι μόνο σε ασφάλεια και άμυνα, αλλά και σε υποδομές, ενέργεια, σε πολλούς τομείς. Οπότε η λίστα όπου υπάρχει συμφωνία θα γίνεται μεγαλύτερη» προτείνει η Ντε Χοπ Σχέφερ.
«Η Ελλάδα είναι σημαντικός στρατηγικός εταίρος και παίζει σημαντικό ρόλο στην Ευρώπη σε ασφάλεια και άμυνα. Την ίδια ώρα έχει περίπλοκο ρόλο με την Τουρκία, κάτι που οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έχουν κατανοήσει, γι' αυτό επιδιώκουν να αποφύγουν να ενισχυθούν οι εντάσεις. Οι εκλογές και στις δύο χώρες κάνουν την περίοδο αυτή κάπως πιο αβέβαιη και μη προβλέψιμη την κατάσταση. Νομίζω ότι ο Ερντογάν θα δώσει περιθώριο για συνεργασία για να παρουσιάσει τον εαυτό του ως πιο εποικοδομητικό ηγέτη, για να επιδείξει μια λιγότερο διασπαστική εικόνα της ηγεσίας του στην εξωτερική πολιτική, αλλά θα διαπραγματευτεί κάτι σε αντάλλαγμα» καταλήγει.