Εναν και πλέον χρόνο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ουδείς γνωρίζει ποιος θα είναι τελικώς ο νικητής, όλοι όμως έχουν καταλάβει ποιος έχει αποκομίσει ήδη τα μεγαλύτερα οφέλη. Πρόκειται, βεβαίως, για τις μεγάλες πολεμικές βιομηχανίες, οι οποίες βρέθηκαν ξαφνικά σε ένα… Ελντοράντο κερδών – το οποίο, μάλιστα, δεν θα εξαφανιστεί όταν και όποτε τελειώσει αυτός ο πόλεμος, καθώς η κούρσα των εξοπλισμών που έχει ξεκινήσει διεθνώς δεν προβλέπεται να σταματήσει σύντομα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του γνωστού και έγκυρου σουηδικού ινστιτούτου Sipri, οι δέκα μεγαλύτερες βιομηχανίες του κλάδου στη Δύση είδαν τις πωλήσεις τους να αυξάνονται κατά 7,5% μόνο στο τελευταίο τρίμηνο του 2022. Η τάση αυτή δε, αναμένεται να συνεχιστεί και να ενταθεί, ακριβώς λόγω της «κατανάλωσης» πυρομαχικών και οπλικών συστημάτων από την Ουκρανία, το πυροβολικό της οποίας εκτοξεύει καθημερινά περίπου 10.000 βλήματα, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις της παραλαμβάνουν διαρκώς πυραύλους, συστήματα αεράμυνας, τανκς, τεθωρακισμένα οχήματα και άλλα συστήματα από τη Δύση.

Οπως με μάσκες και εμβόλια

Αυτός είναι και ο λόγος που κάνει την «El Pais» να παρομοιάσει τη φρενίτιδα που επικρατεί σε αυτό το επίπεδο με εκείνη που κυριάρχησε στα πρώτα στάδια της πανδημίας, με τις μάσκες και, στη συνέχεια, με τα εμβόλια. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι «27» έχουν συμφωνήσει να διαθέσουν 2 δισ. ευρώ για κοινή παραγωγή και αγορά οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών για λογαριασμό της Ουκρανίας.

Την ίδια στιγμή, η απόφαση πολλών από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες και να καλύψουν τον στόχο της Συμμαχίας για διάθεση του 2% του ΑΕΠ (μόλις 11 στις 30 βρίσκονται ήδη σε αυτό το επίπεδο), προαναγγέλλει ακόμη καλύτερες ημέρες για τις πολεμικές βιομηχανίες. Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει ήδη ανακοινώσει ένα «πακέτο» 100 δισ. ευρώ για την ενίσχυση του στρατού της, ενώ σημαντικά εξοπλιστικά προγράμματα έχουν εξαγγείλει και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά και εκτός Ευρώπης και ΝΑΤΟ, η τάση είναι παρόμοια.

Στη μεγάλη εικόνα, σε κάθε περίπτωση, οι δαπάνες για εξοπλισμούς έχουν εκτοξευτεί στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 30-40 ετών. Το «πρωτάθλημα» δε σε αυτή την κατηγορία πηγαίνει αναμφίβολα στις ΗΠΑ και τους ομίλους του κλάδου που έχουν εκεί την έδρα τους. Αλλωστε, οι ΗΠΑ έχουν διαθέσει ήδη όπλα και πυρομαχικά αξίας 30 δισ. δολαρίων στην Ουκρανία, τα οποία προέρχονται αποκλειστικά από την εγχώρια βιομηχανία.

Είναι λογικό και αναμενόμενο, λοιπόν, όπως αποτυπώνεται και στον σχετικό πίνακα του Sipri, το γεγονός ότι οι πέντε πρώτες (και συνολικά έξι) στη λίστα των δέκα επιχειρήσεων με τις περισσότερες πωλήσεις του κλάδου το 2022 είναι αμερικανικές, οι τρεις ευρωπαϊκές και μία βρετανική. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι συνολικά το διάστημα 2018-22, από τις ΗΠΑ προήλθε το 40% των εξαγωγών οπλικών συστημάτων παγκοσμίως, έναντι 33% την αμέσως προηγούμενη πενταετία.

Χαμένες Ρωσία και Κίνα

Από την άλλη, μεγάλες χαμένες στο ίδιο διάστημα εμφανίζονται η Ρωσία και η Κίνα, που είδαν τις εξαγωγές τους να μειώνονται σημαντικά την προηγούμενη πενταετία – αν και αρκετοί αντιτείνουν ότι η παραγωγή τους κατευθύνεται κυρίως για την κάλυψη των μεγάλων εσωτερικών αναγκών, στην πρώτη λόγω του πολέμου και στη δεύτερη εξαιτίας του μεγάλου προγράμματος ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού των ενόπλων της δυνάμεων. Οι ρωσικές εξαγωγές κατέγραψαν σημαντική μείωση, με το μερίδιό τους να υποχωρεί από το 22% στο 16%, όπως επίσης και οι κινεζικές – από το 6,3% στο 5,2%. Κερδισμένη εμφανίζεται από την πλευρά της η Γαλλία, η οποία αύξησε το δικό της ποσοστό από το 7,1% στο 11%.

Οπλα διπλάσιας αξίας εισήγαγε η Ευρώπη πέρυσι

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η απειλή της «ρωσικής αρκούδας» οδήγησε πέρυσι σε έκρηξη των εισαγωγών οπλικών συστημάτων στην Ευρώπη, με την αξία τους σχεδόν να διπλασιάζεται σε σύγκριση με το 2021 – για την ακρίβεια, ήταν αυξημένη κατά 92%. Παρά δε το γεγονός ότι ήταν η Ουκρανία αυτή η οποία, όπως είναι λογικό, κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση – κατά 67 φορές, με αποτέλεσμα να βρεθεί στην τρίτη θέση παγκοσμίως –, εντυπωσιακή επίδοση σημείωσαν αρκετές ακόμη χώρες.

Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι γείτονες της Ουκρανίας και αυτές που μοιάζουν να απειλούνται άμεσα: η Πολωνία, με αύξηση 764% σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο έτος, η Ουγγαρία (211%), η Σουηδία (161%) και η Τσεχία (109%). Στις κορυφαίες θέσεις βρίσκεται και η Ελλάδα, με διπλασιασμό (100%) των δαπανών της πέρυσι έναντι του 2021, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση η αιτία έχει να κάνει (επισήμως τουλάχιστον) με την Τουρκία και όχι με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μάλιστα, στην περίπτωσή της βασικός προμηθευτής είναι η Γαλλία και όχι οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Μεγάλη αύξηση στις εισαγωγές οπλικών συστημάτων κατέγραψαν, επίσης, η Σερβία και η Λευκορωσία, κατά 189% και 226% αντιστοίχως, με τη Ρωσία να είναι ο βασικός προμηθευτής τους. Αντιθέτως, μειωμένες ήταν οι εισαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου (κατά 9%), της Γερμανίας (5%), της Δανίας (52%), του Βελγίου (38%) και της Ρουμανίας (31%).

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι η τάση αύξησης των εισαγωγών όπλων προϋπήρχε του πολέμου – έστω κι αν εντάθηκε μετά το ξέσπασμά του. Για του λόγου το αληθές, την πενταετία 2018-22 η αξία τους ήταν μεγαλύτερη κατά 47% σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη (2013-17), ενώ και σε αυτή την περίπτωση, η Ουκρανία έχει τα πρωτεία, καθώς τις αύξησε κατά 86 φορές.