Γιατί να διαβάσει κάποιος ένα βιβλίο με τόσο «ειδικό» θέμα, αν δεν έχει προσωπικό λόγο; Και όμως. Το βιβλίο του Γιώργου Λιόλιου δεν είναι ένα απλώς βιβλίο «τοπικής ιστορίας» από τοπικό λόγιο, όπως λέγαμε παλιά. Είναι ένα πολύ καλό βιβλίο ιστορίας, με διεπιστημονική προσέγγιση, και με ανοίγματα προς τομείς όπως η ιστορία της αρχιτεκτονικής, ο κοινωνικός μετασχηματισμός, οι μειονότητες, η οικονομική ζωή, ο εξαστισμός μιας μεσαίας πόλης κι η μετάβασή της από το οθωμανικό πλαίσιο στο ελληνικό. Ενα βιβλίο που διατρέχει την ιστορία μιας μεσαίας πόλης από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τα μισά του 20ού (σε μια προσεγμένη μάλιστα έκδοση της Ζιζής Σαλίμπα από τις «Θίνες»).
Αν η Βέροια σήμερα, ιδωμένη από την Αθήνα, είναι μία επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, γραφική, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σημασία, η Βέροια για την οποία μας μιλά ο Γιώργος Λιόλιος είναι μια άλλη πόλη. Στην αρχή του βιβλίου είναι μία μεσαία πόλη, ενταγμένη στην ευρύτερη περιοχή που ο συγγραφέας ονομάζει και σωστά Οθωμανική Μακεδονία, και ανήκει σ' ένα δίκτυο βαλκανικών πόλεων, που έχουν το βλέμμα στραμμένο προς τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη/Ιστανμπούλ, αγνοώντας την Αθήνα. Ξεκινώ μ' αυτή την παρατήρηση, που αν και προφανής, έχει τη σημασία της για τον σημερινό αναγνώστη, τον λιγότερο εξοικειωμένο με την ιστορία, όχι τόσο ως πληροφόρηση και γνώση όσο ως αίσθηση. Θυμάμαι τον μεγάλο μεσαιωνολόγο Georges Duby να μιλά μια φορά για societé non historisante. Κι η δική μας κοινωνία νομίζω πάσχει από αυτό, δεν ιστορικοποιεί, της λείπει το ιστορικό βάθος των πραγμάτων, η ιστορική προοπτική τις περισσότερες φορές.
Ο Λιόλιος αποκαθιστά λοιπόν την ιστορική αυτή προοπτική, την ιστορική γεωγραφία, και μας ζωντανεύει μια πολυεθνική και πολύγλωσση Βέροια/Καραφεριέ, που στην πολύβουη αγορά της αντηχούν πολλές γλώσσες, καθώς κατοικείται από Μουσουλμάνους και Χριστιανούς (το 1906 οι Μουσουλμάνοι είναι λίγο περισσότεροι) και από μια μικρή κοινότητα περίπου 600 σεφαραδιτών Εβραίων. Αν και μικρή, ίσως μεσαία, γιατί και οι κάποιες μεγαλύτερες μόλις περνούσαν τα 1.000 άτομα, πλην βέβαια της Θεσσαλονίκης, έδωσε το στίγμα της στον οικιστικό ιστό της πόλης, στη συνοικία Μπαρμπούτα και σώθηκε και η συναγωγή της, ενώ τόσες άλλες καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Η Βέροια, λοιπόν, ως πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην εποχή που ο χώρος αυτός ήταν ενιαίος πολιτικά και πολιτισμικά, άνθρωποι και εμπορεύματα μετακινούνταν ελεύθερα μεν, αλλά δύσκολα και αργά, πάνω από δύσβατα βουνά, με κάρα που τα έσερναν μεταγωγικά ζώα, σ' ένα στοιχειώδες οδικό δίκτυο. Και τότε, στα τέλη του 19ου αιώνα και στην αυγή του 20ού, ήρθε ο σιδηρόδρομος ν' αλλάξει τα πάντα και να δώσει μια τεράστια δυναμική ώθηση στις μετακινήσεις και στις μεταφορές, ανθρώπων, εμπορευμάτων αλλά και νοοτροπιών.
Και να εγγράψει την πόλη και στον χάρτη των τόπων που σημαδεύονται από τη μεγάλη Ιστορία. Η Βέροια ζει έντονα τους Βαλκανικούς Πολέμους, γίνεται ελληνική το 1912, και ζει και τον απόηχο του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, όταν διέρχονται απ' αυτήν στρατεύματα και στήνονται νοσοκομεία. Δύο χρόνια γαλλική κατοχή, 1916-1918, στο πλαίσιο αυτού του πολέμου, κι έπειτα πια ελεύθερη κι ελληνική. Ο σιδηρόδρομος παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σ' όλη αυτήν την περίοδο και η πόλη συναντιέται με τη μεγάλη Ιστορία, καθώς θα περάσουν στρατεύματα και πολιτικοί.
Μιλώντας για τη «σιδηροδρομική ιστορία της Βέροιας», όπως υπόσχεται ο υπότιτλος, ο συγγραφέας μιλά και για την οικονομική και κοινωνική της ιστορία, αλλά και για τη μεγάλη «Ιστορία». Και μου αρέσει πολύ η ιστορική προσέγγιση που έχει μία συγκεκριμένη οπτική γωνία, αυτήν του τρένου. Γιατί το τρένο δεν είναι μια τυχαία επιλογή. Είναι κομβικό για να μιλήσει κανείς για το μεγάλο βήμα προς τη νεωτερικότητα που επιτελείται εκείνα τα χρόνια, καθώς το τρένο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη νεωτερικότητα, την αστική τάξη, τον αρχόμενο καπιταλισμό και την πρώτη εκβιομηχάνιση. Είναι δημιούργημά της και όχημά της ταυτόχρονα.
Η γραφή του συγγραφέα κάνει αυτά τα τόσο ενδιαφέροντα, συναρπαστικά. Ιδού ένα παράθεμα για τα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, του Τανζιμάτ, που ανοίγουν δρόμο στη νεωτερικότητα και διευκολύνουν τις σχέσεις Μουσουλμάνων, Χριστιανών και Εβραίων:
«Έτσι, τα κίνητρα που θεσπίζονται στο τέλος του αιώνα για την ίδρυση βιομηχανιών και η σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, έχουν άμεσο αντίκτυπο στη βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής, οι πόλεις ευημερούν και δίκαια χαρακτηρίζονται ως τα πλέον δραστήρια παραγωγικά κέντρα της ευρωπαϊκής οθωμανικής αυτοκρατορίας.» (σ. 41)
Ο σιδηρόδρομος υπηρετεί λοιπόν την οικονομική ανάπτυξη, καθώς μεταφέρει και νέα μηχανήματα για την έναρξη βιομηχανικών δραστηριοτήτων στις απαρχές του. Αλλά ως τη δεκαετία του 1960 εξάγεται και η αγροτική παραγωγή σιδηροδρομικά και τα περίφημα ροδάκινα της Ημαθίας φτάνουν γρήγορα στο Μόναχο, πριν τα αντικαταστήσουν οριστικά οι αυτοκινητόδρομοι και τα κοντέινερ - ψυγεία.
Το τρένο θα μεταφέρει επίσης ανθρώπους για ψυχαγωγία, που εγγράφεται και αυτή στα νέα ήθη και στις νέες νοοτροπίες, θα μεταφέρει ιδέες και βιβλία. Διαβάζω ένα παράθεμα που συμπυκνώνει εξαιρετικά τον ρόλο και τη λειτουργία του τραίνου:
«Η δημιουργία της σιδηροδρομικής γραμμής αποτελεί επανάσταση στον τρόπο μετακίνησης ανθρώπων και αγαθών στον βορειοδυτικό μακεδονικό χώρο (…) η Βέροια, ως ένας σταθμός μεταξύ των δύο μεγάλων αστικών κέντρων της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, αρδεύει αλλά κυρίως αρδεύεται από την εγγύτητα και τα πλεονεκτήματα που προσφέρει πλέον ο σιδηρόδρομος, προμήθεια πρώτων υλών και μηχανημάτων, διακίνηση εμπορευμάτων, μετακίνηση και αλληλεπίδραση ανθρώπων, ιδεών και ηθών, καθώς χάρι στον σιδηρόδρομο εισάγεται όχι μόνο ένα διαφορετικό οικονομικό μοντέλο παραγωγής, αλλά κοντά σε αυτό και μια νέα αστικότητα στην πόλη, ή οποία κοιτάει με αμεσότερο και ταχύτερο τρόπο τις οικονομικές-πολιτικές-ιδεολογικές κοινωνικές εξελίξεις στον κοντινό και μακρινό περίγυρό της, από το Μοναστήρι ως τη Θεσσαλονίκη κι από κει ως την Κωνσταντινούπολη και πέραν αυτών ως την Κεντρική Ευρώπη» (σ. 55).
Υπογραμμίζω τη νέα αστικότητα, μου αρέσει και ως όρος, την οποία υπηρετεί και εκτοξεύει το τρένο. Η σιδηροδρομική γραμμή Μοναστηρίου - Θεσσαλονίκης, επίτευγμα της γαλλικής Εταιρείας «Chenin de fer ottoman Salonique-Monastir» δημιουργεί ενδιάμεσο σημαντικό σταθμό στη Βέροια. Εξι χιλιάδες άνθρωποι από πολλές χώρες εργάστηκαν σ' αυτό το μεγάλο έργο. Το πρώτο τμήμα ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1892. (Αν μου επιτρέπεται μία προσωπική παρέκβαση: γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, αυτή είναι η πόλη που με διαμόρφωσε, η Αθήνα των δεκαετιών '60, '70, '80. Ημουν όμως το πρώτο παιδί της πρώτης γενιάς που γεννήθηκε εδώ. Οι πρόγονοί μου, από την πλευρά της μητέρας μου, οι μόνοι επιζώντες, πήραν αυτή τη γραμμή πολύ συχνά, από το Μοναστήρι/Μπίτολα, όπου ήταν το μεγάλο σπίτι και η επιχείρηση του προπάππου μου, προς τη Θεσσαλονίκη. Οι γιοι άνοιξαν εκεί υποκατάστημα και σιγά σιγά η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του 1920. Η Θεσσαλονίκη, πιο ευρωπαϊκή, ήταν πιο ελκυστική. Ετσι η μητέρα μου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Επαιρναν συχνά αυτό το τρένο για ημερήσιες εκδρομές, αλλά βέβαια και για τις μεγάλες θερινές διακοπές που περνούσαν στο Μοναστήρι/Μπίτολα. Η γραμμή αυτή διευκόλυνε τη μετεγκατάσταση τόσων Σεφαραδιτών του Μοναστηρίου προς τη Θεσσαλονίκη, κι ήταν τόσο πολλοί που ονομάζονταν Μοναστιρλήδες και ξεχώριζαν από τους παλιούς Σαλονικιούς. Εφτιαξαν εξάλλου και τη συναγωγή τους, τη μόνη που σώθηκε. Επαιρναν το τρένο και για να επισκέπτονται γιατρούς στη Βιέννη, όταν η Θεσσαλονίκη συνδέθηκε με το τρένο με την καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης. Με γύρισε λοιπόν σε όλα αυτά η εξαιρετική αφήγηση του Λιόλιου, γιατί πέρα από τις αρετές του ως ιστορική μελέτη, το βιβλίο έχει μεγάλη αφηγηματική χάρη κι απευθύνεται όντως σε ευρύ κοινό.)
Η κουλτούρα
Θέλω να επισημάνω τον τρόπο που ο Λιόλιος πάντρεψε ιστορική αφήγηση και λογοτεχνικές αναφορές. Τα παραθέματα από την Αλληλογραφία Γιώργου και Μαρώς Σεφέρη, διάσπαρτα στο βιβλίο, συνδέουν τον πραγματικό τόπο με τον λογοτεχνικό. Ο Λιόλιος παρακολουθεί την εγγραφή της ιστορίας της πόλης σε λογοτεχνία και κινηματογράφο, και παραθέτει εκτενές απόσπασμα από αφήγημα του Καισαρίδη για την εκτόπιση των Εβραίων. Τα τρένα έγιναν βέβαια και τα τρένα της εκτόπισης που οδήγησαν τους Βεροιώτες Εβραίους στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί βρέθηκαν στο τρένο του θανάτου. Τα τρένα, το καμάρι της νεωτερικότητας, συνδέθηκαν άρρηκτα με την πιο φρικτή ιστορία του 20ού αιώνα, γι' αυτό και δεσπόζουν στην ταινία του Λανζμάν Shoah, όπου έρχονται καταπάνω στον θεατή με αναμμένα φώτα.
Το τρένο κι ο κινηματογράφος, μεγάλο κεφάλαιο. Γι' αυτό και κλείνω με δύο προσωπικές αναμνήσεις από ταινίες που έχουν να κάνουν με τρένο. Τρένο του παλιού καιρού, με κομπαρτιμάν, που ευνοούσε την κοινωνικότητα. Με τρένο ανεβαίνει ο συνταξιούχος Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στην ταινία Stano tutti bene (Είναι όλοι τους καλά), από τη Σικελία προς τον Βορρά για να δει τα παιδιά του. Μες στο τρένο ρωτά: Δεν θα με ρωτήσετε πού πάω, δεν θα με ρωτήσετε γιατί πάω εκεί; Αναζητεί τη χαμένη κοινωνικότητα.
Και σ' ένα κομπαρτιμάν τρένου διηγείται ο πρωταγωνιστής στους συνεπιβάτες του την τελευταία του ερωτική ιστορία στην ταινία του Μπουνιουέλ, τελευταία νομίζω κι αυτή, στο Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Ηταν ακόμη δεκαετία του '80.
Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ είναι ιστορικός και συγγραφέας των βιβλίων «Η ενηλικίωση μιας γενιάς. Νέοι και Νέες στην Κατοχή και στην Αντίσταση» (Εστία 2009) και «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων» (Εστία, 2013)
{1BSYG}Γιώργος Λιόλιος{1BSYG}{2BTIT}Σιδηρόδρομος σφυρίζων εις την πεδιάδαη σιδηροδρομική ιστορία της Βέροιας {2BTIT}{3BEKD}Εκδ. Θίνες, σελ. 144{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 19 ευρώ{4BTIM}{3BEKD}Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη εκδοχή της παρουσίασης που έγινε την 1η Ιουνίου 2022 στον κήπο του Συλλόγου Αρχαιολόγω{3BEKD}ν